Αξιότιμε κύριε, παίρνω αφορμή να σας γράψω από το χαρακτηρισμό «Ρωσοπόντιος», που σε επιστολή σας αποδώσατε σε συμπατριώτη μου.
Από σειρά τεκμηριωμένων ιστορικών στοιχείων επιστημόνων, που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, σας είναι γνωστό ότι λόγω των ρωσοτουρκικών πολέμων από το 1735 μέχρι το 1917, χιλιάδες Έλληνες του Πόντου, λόγω των βίαιων γεγονότων που διαδραματίζονταν στις περιοχές όπου ζούσαν, στην προσπάθειά τους να σωθούν μετακινήθηκαν στις περιοχές κυρίως του Καυκάσου και της Ν. Ρωσίας.
Οι μετακινήσεις αυτές εντάθηκαν από το 1914 έως το 1923, περίοδο κατά την οποία τα τραγικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν από τους Νεότουρκους και τους κεμαλιστές σε βάρος των Ελλήνων του Πόντου είχαν σαν απολογισμό τους 353.000 χιλιάδες αθώα θύματα. Και στη συνέχεια, μετά τη συνθήκη της Λοζάνης, τη χωρίς τη θέλησή τους εγκατάλειψη από μέρους τους ό,τι για 2.500 χρόνια δημιούργησαν οι πρόγονοί τους στον ιστορικό Πόντο και την μετακίνησή τους στη μητροπολιτική Ελλάδα και την ομόθρησκη Ρωσία.
Θα σας είναι ασφαλώς γνωστό, ως έγκριτου μελετητή στο παρελθόν της ιστορίας του κομμουνισμού, ότι μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και το κλείσιμο των συνόρων της ΕΣΣΔ, οι χιλιάδες των συμπατριωτών μας εγκλωβίστηκαν στις περιοχές όπου είχαν εγκατασταθεί.
Λόγω όμως της αδιαφορίας που υπέδειξαν για την τύχη τους οι ελληνικές κυβερνήσεις όλα αυτά τα χρόνια μέχρι το 1981, οι χιλιάδες συμπατριώτες μας ήταν ουσιαστικά αδύνατον να επικοινωνήσουν με τους συγγενείς και τους συμπατριώτες τους που είχαν εγκατασταθεί και ζούσαν στην Ελλάδα.
Στα χρόνια αυτά, όπως θα γνωρίζετε, παρόλο που Στάλιν και Μπέρια απαγόρευσαν τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας, έκλεισαν ελληνικές κοινότητες και εκκλησίες και έστειλαν στην εξορία στα βάθη της Σιβηρίας χιλιάδες συμπατριώτες μας, αφήνοντας πίσω τους 50.000 νεκρούς, αυτοί παρά το όποιο υψηλό τίμημα πλήρωναν, κράτησαν ζωντανή την ελληνική εθνική τους συνείδηση, τα ήθη και τα έθιμα της πατρίδας, αλλά και την ποντιακή διάλεκτο.
Ενώ όπου κλήθηκαν από τις εκάστοτε εξουσίες του συστήματος να επιλέξουν μεταξύ θρησκείας και γλώσσας, ή αλλαγής της ιθαγένειας στο διαβατήριό τους για να τους δοθεί δουλειά η το δικαίωμα για ανώτατες σπουδές, επέλεξαν συνειδητά –παρά τα όποια προβλήματα τους δημιουργούσε αυτή τους η επιλογή– να παραμείνουν προσκολλημένοι στη διατήρηση της «Ορθόδοξης χριστιανικής πίστης» και στο διαβατήριό τους να κρατήσουν το χαρακτηρισμό «Ιθαγένεια: Ελληνική».
Παρόλο που στο σπίτι μας συχνά, αλλά χαμηλόφωνα πάντοτε, ο πατέρας μου μας διηγείτο ιστορίες από την παραμονή στα παιδικά του χρόνια στο Βατούμ, και έκανε αναφορά στους συγγενείς μας στη Ρωσία, είχα την ευκαιρία από το 1987, την περίοδο της περεστρόικας, να τους επισκεφτώ κατ’ επανάληψη και να τους συναντήσω στις περιοχές όπου ζούσαν (Ρωσία, Γεωργία, Τσάλκα, Αμπχαζία, Ουκρανία, Κριμαία, Καζακστάν, Αρμενία) να τους γνωρίσω από κοντά και να συζητήσω μαζί τους.
Είμαι ξεχωριστά περήφανος για όλους αυτούς τους συμπατριώτες μου, που διατήρησαν κάτω από αντίξοες όσο και σκληρές συνθήκες ζωντανή την ελληνική εθνική τους συνείδηση, χαρακτηριζόμενοι συχνά ως «Έλληνες» στις χώρες που ζούσαν
Στις συναντήσεις αυτές με τον Οδυσσέα, τον Αχιλλέα, τον Ηρακλή, τον Λεωνίδα, τον Περικλή, τον Αριστοτέλη, τον Αλέξανδρο, τον Ξενοφώντα, την Ελλάδα, την Πατρίδα, την Αθηνά, την Ιφιγένεια, τη Μαρία, την Παρθένα, τη Σουμέλα, την Ελένη, τον Γαβριήλ, τον Μιχάλη, τον Γιάννη, τον Γιώργο, τον Ιορδάνη, τον Χρήστο, τον Αναστάση και όλους τους άλλους φίλους και τις φίλες με τα παράξενα αυτά «ξενικά» ονόματα, αναζητούσαμε –ουτοπικά μάλλον, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια– βιώσιμες προτάσεις για να σχεδιαστεί μια εθνική πολιτική στήριξης και ενίσχυσης των ξεχασμένων για δεκαετίες ελληνικών κοινοτήτων, σε μια προσπάθεια και της διατήρησης της πολιτιστικής τους αυτονομίας.
Αποκορύφωμα αυτής της προσπάθειας των συμπατριωτών μου ήταν το Πανσοβιετικό Συνέδριο των Ελληνικών Κοινοτήτων που πραγματοποιήθηκε το 1991 στο Σότσι, που δυστυχώς όμως, παρά την επιτυχία και τα ουσιαστικά αποτελέσματα που είχε, οι αποφάσεις του δεν μπόρεσαν να υλοποιηθούν γιατί την ίδια περίοδο υπήρξε η διάσπαση της ΕΣΣΔ και η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, με τα γνωστά και για τους Έλληνες των χωρών της ΕΣΣΔ αποτελέσματα.
Η κυβέρνηση εκείνης της εποχής, 1990-1993, στην οποία από όσο θυμάμαι συμμετείχατε και εσείς, 70 χρόνια μετά την πλήρη εγκατάλειψη στην τύχη τους από το ελληνικό κράτος, 500.000 Ελλήνων με ξεχωριστές δεξιότητες, υψηλή μόρφωση, αλλά και ιδιαίτερη πολιτιστική παρουσία σε αυτές τις περιοχές, αντί να συζητήσει μαζί τους και να χαράξει μια σοβαρή εθνική πολιτική όπως τις επισημάναμε τότε, με προγράμματα παιδείας, ιστορίας γλώσσας, πρόσβασης στα ελληνικά κρατικά ΜΜΕ κτλ., με στόχο την υποστήριξη και αξιοποίησή τους ώστε να αποτελέσουν γέφυρα φιλίας και συνεργασίας με τους λαούς και τις χώρες που ζούσαν, αφού τους βάπτισε παλιννοστούντες, τους προσκάλεσε –χωρίς κανένα σοβαρό πρόγραμμα– να εγκατασταθούν στην Ελλάδα ως φτηνά εργατικά χέρια.
Για το σκοπό αυτόν δημιούργησε το Εθνικό Ίδρυμα Υποδοχής και Αποκατάστασης Ομογενών Ελλήνων (ΕΙΥΑΠΟΕ), προσλαμβάνοντας 500 και πλέον εργαζόμενους με συνολικό κόστος λειτουργίας του περί τα 4 δισ. δραχμές για την αποκατάσταση τους, και με προφανή στόχο την εκλογική εκμετάλλευσή τους!
Θέλω να σας ενημερώσω ότι ανάμεσα σε αυτούς που ήρθαν, εκτός από τις χιλιάδες παραδοσιακές εργατικές πολύτεκνες ποντιακές οικογένειες με ριζωμένες βαθιά αρχές για την πατρίδα, την ορθοδοξία, την ιστορία, την παιδεία και τον πολιτισμό μας, ξεχωριστές προσωπικότητες που συνέχισαν την παράδοση της παρουσίας και της προσφοράς συμπατριωτών μας που έζησαν και έδρασαν στην Ρωσία προς όφελος της πατρίδας, όπως ο αρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης Αλέξανδρος Υψηλάντης, οι Φιλικοί Ξάνθος, Τσακάλοφ και Σκουφάς, κ.α., ήταν και ο αρχιμουσικός και μαέστρος της Κρατικής Ορχήστρας της Μόσχας Οδυσσέας Δημητριάδης, ο φιλόσοφος ακαδημαϊκός Θεοχάρης Κεσίδης, ο αρχαιολόγος με τις μοναδικές παγκόσμιας σημασίας ανασκαφές και αποκαλύψεις και σε περιοχές του Αφγανιστάν, στους δρόμους του Αλέξανδρου, Βίκτωρ Σαρηγιαννίδης, ο αστροναύτης Θεόδωρος Γιουρτζίχιν, αλλά και τόσοι άλλοι άξιοι συμπατριώτες μας.
Γι’ αυτό και κατάφεραν, παρά τα προβλήματα, με τη στήριξη χιλιάδων Ποντίων, που είχανε έρθει και αυτοί πρόσφυγες το 1922 στην Ελλάδα, αλλά και φιλοποντίων, να σταθούν στα πόδια τους, να ενταχθούν στο κοινωνικό σύνολο, να εργαστούν, να καρπίσουν και να μας δώσουν μια νέα γενιά νέων Ελλήνων μορφωμένων και δημιουργικών, κι έτσι να αποτελέσουν αυτήν την εικοσαετία «χρυσή βροχή» για την πατρίδα, που τόσο πολύ δοκιμάζεται τα τελευταία χρόνια.
Γι’ αυτό είμαι ξεχωριστά περήφανος για όλους αυτούς τους συμπατριώτες μου, που διατήρησαν κάτω από αντίξοες όσο και σκληρές συνθήκες ζωντανή την ελληνική εθνική τους συνείδηση, χαρακτηριζόμενοι συχνά ως «Έλληνες» στις χώρες που ζούσαν.
Τους κατανοώ όμως απόλυτα που σήμερα αιφνιδιάζονται, αλλά και θυμώνουν όταν στην Ελλάδα ανιστόρητοι συμπολίτες τους, αλαζόνες, μικρόψυχοι, δειλοί, επιπόλαια και με ευκολία, αν όχι στοχευμένα, τους χαρακτηρίζουν πότε από τα ΜΜΕ και πότε με δημόσιες απαξιωτικές αναφορές που κάνουν ως «ξένους» και «Ρωσοπόντιους». Γι’ αυτό και συχνά τους ακούμε να τραγουδούν τους στίχους:
«Σα ξένα είμαι Έλληνας και στην Ελλάδα ξένος».
Κύριε Ανδριανόπουλε, προσπάθησα να σου θυμίσω την ιστορία των συμπατριωτών μας, ελπίζοντας ότι θα κατανοήσεις το λάθος σου και θα έχεις μια δεύτερη ευκαιρία να το αποκαταστήσεις. Όχι να σε πείσω για το αυτονόητο – δηλαδή το πόσο Έλληνες είναι οι συμπατριώτες μου από τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ. Γιατί, όπως γνωρίζεις, η ελληνικότητα δεν μετριέται με το μέτρο ή το χιλιόμετρο του κάθε Ανδριανόπουλου. «Με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται, και με αίμα». Είναι παιδεία, ιστορία, πολιτισμός αλλά και καθημερινός τρόπος ζωής. Γιατί δεν κινδυνεύουμε, όπως έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις, από αυτούς που δεν μας μοιάζουν, αλλά από αυτούς που μας περιφρουρούν.
Στέφανος Τανιμανίδης,
Συγγραφέας, Επίτιμος Πρόεδρος της ΠΟΠΣ,
Ρωσοπόντιος εξ ευάνδρου Ίμερας του Πόντου και του Βατούμ της Γεωργίας