Από τη στιγμή που κυκλοφόρησε ως πληροφορία στο διαδίκτυο ότι την Ελλάδα στο διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision θα εκπροσωπήσει το συγκρότημα Europond (και μετά Argo), με «ποντιακό» τραγούδι, ξεκίνησε ένας νέος «μίνι εμφύλιος» πόλεμος δηλώσεων και σχολίων.
Είναι ακόμα μία απόδειξη για την ευκαιροσύνη που μας χαρακτηρίζει, την έλλειψη μέτρου, την υπερβολή.
Το συγκρότημα Europond (για τα παλιά τραγούδια του οποίου γίνεται κυρίως η φασαρία) δημιούργησαν, αρκετά χρόνια πριν, παιδιά που ήρθαν από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Ας μη σταθούμε στο τι αντιμετώπισε αυτή η συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα στη δεκαετία του ’90 κυρίως, αλλά και στα φαινόμενα που εμφανίστηκαν στο εσωτερικό της, κατανοητά για όποιον έχει βασικές γνώσεις πολιτικής ιστορίας και κοινωνιολογίας. Θα εξετάσουμε μόνο την περίπτωση αυτών των παιδιών, τα οποία επέλεξαν αρχικά να ακολουθήσουν ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής για να εκφραστούν και να διασκεδάσουν.
Ένα μουσικό είδος που γεννήθηκε στις ΗΠΑ και καλλιεργήθηκε από Αφροαμερικανούς και Χισπάνος, ενώ αργότερα πέρασε και σε λευκούς, κυρίως βιομηχανικών πόλεων εν μέσω οικονομικής ύφεσης. Όπως είναι φυσικό για τη μουσική βιομηχανία των ΗΠΑ, μέσα σε λίγα χρόνια όλες οι παραλλαγές αυτού του νέου μουσικού είδους, έγιναν εμπορικά προσοδοφόρες και εξαπλώθηκαν σε ολόκληρο τον κόσμο.
Γεγονός είναι ότι σε χώρες της Ευρώπης, το είδος αυτό γνώρισε άνθηση στους κύκλους μειονοτικών πληθυσμιακών ομάδων με φυλετικά χαρακτηριστικά (Βρετανία, Γαλλία κυρίως, λιγότερο σε Ιταλία, Ισπανία, Βέλγιο). Σε άλλες χώρες αναπτύχθηκε πιο πολύ σε πληθυσμιακές ομάδες με βάση κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά (Ιταλία, Γερμανία, Ελλάδα κ.ά.). Ειδικά στη χώρα μας εμφανίστηκε σε υποβαθμισμένες περιοχές της δυτικής Αθήνας και περισσότερο του δυτικού Πειραιά, αλλά και στη Θεσσαλονίκη (και πολύ λιγότερο σε άλλα αστικά κέντρα).
Σε γενικές γραμμές, το μουσικό αυτό ρεύμα (με όλες τις παραλλαγές του) εξέφραζε εξαρχής μειονοτικές πληθυσμιακές ομάδες (φυλετικές ή κοινωνικές), με έντονο το στοιχείο της αντίδρασης έναντι της πλειοψηφίας και των προνομιούχων. Αυτό έγινε και στη χώρα μας, σχεδόν αποκλειστικά με έμφαση στα παιδιά υποβαθμισμένων περιοχών και κατά κανόνα μη προνομιούχων.
Και έρχονται κάποια στιγμή οι Europond, να εκφραστούν μ’ αυτό το μουσικό είδος, κουβαλώντας μαζί τους και τα δύο βασικά χαρακτηριστικά. Και την καταγωγή και την υποβάθμιση.
Τι πιο απλό και κατανοητό για παιδιά της ηλικίας τους και με όλα τα γνωστά προβλήματα που αντιμετώπισε η συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα;
Έπεσαν ακριβώς πάνω στην εποχή που γνώριζε άνθηση αυτό το είδος, τους κάλυπτε απόλυτα, ήταν προσιτό γι’ αυτούς (χωρίς ανάγκη ακριβών μουσικών οργάνων και γνώσης θεωρίας) και μπορούσαν να βγάλουν μ’ αυτό τις αγωνίες τους, το παράπονό τους, και κυρίως το θυμό τους.
Αυτά τα παιδιά λοιπόν σήμερα (έχοντας μάλιστα «ελαφρύνει» πάρα πολύ την αρχική τους μουσική και στιχουργική έκφραση) ακούστηκε ότι θα εκπροσωπήσουν τη χώρα στο διαγωνισμό της Eurovision.
Έπεσαν πάνω τους αμέτρητοι «Ηρακλειδείς», όχι του στέμματος, αλλά της παράδοσης και της ποντιοσύνης.
Έγραψαν ότι είναι ντροπή για τον Πόντο να χρησιμοποιείται η ποντιακή λύρα σε τέτοια μουσική. Έγραψαν ότι είναι απαράδεκτο να «μολύνεται» η ποντιακή γλώσσα σε τέτοια τραγούδια. Χαρακτήρισαν ως «υποκουλτούρα» αυτή τη μουσική έκφραση και σκίζουν τα ιμάτιά τους για την «καθαρότητα» της ποντιακής παράδοσης.
Θα με συγχωρήσουν (και ας μη με συγχωρήσουν, ουδόλως με απασχολεί), αλλά όλα αυτά είναι ανοησίες.
Οι Europond ποτέ δεν είπαν ότι παίζουν «παράδοση».
Ποτέ δεν είπαν ότι παίζουν «ποντιακά».
Ποτέ δεν εμφανίστηκαν ως «παραδοσιακοί μουσικοί».
Στα σπίτια τους, στις παρέες τους, ακούνε, τραγουδάνε και μερικοί παίζουν «ποντιακά παραδοσιακά», αλλά αυτό που κάνουν στο Underground Studio, είναι άλλο πράγμα.
Τη δε λύρα, τη χρησιμοποίησαν πολλοί καλλιτέχνες σε μη ποντιακά ακούσματα, αλλά εκεί δεν άκουσα κάποιον να διαμαρτύρεται. Ποια η διαφορά;
Να ακούγεται λύρα στο τσιφτετελοειδές της Παπαρίζου, στο έντεχνο του Νταλάρα, στις ρούμπες και στα μάμπο των πανηγυριών είναι θεμιτό; Όταν έβαζε λύρα και τουλούμ’ ο Καζίμ Κογιουντζού στις ροκ παραλλαγές του, ο Φουάτ Σακά στις μπαλάντες του ή σήμερα ο Απόλας Λέρμι και ο Σελτζούκ Μπαλτζί και οι Καρμάτε, γιατί τους ακούν και τους χειροκροτούν οι ίδιοι που κατηγορούν τους Europond; Επειδή έχουν άλλες προτιμήσεις και ακούσματα στα μουσικά είδη;
Είναι δυνατό να κινδυνεύει η «παράδοση» από τη χρήση της λύρας σε οποιοδήποτε μουσικό είδος και όχι από τα απίθανα στιχουργήματα, τα αρμόνια και τα ντραμς στα πανηγύρια και τα περίφημα σουξέ του τύπου «γεφυρόπον – κορτσόπον – φιστανόπον»;
Τι να πουν και οι Ιρλανδοί π.χ., που ακούν δεκάδες συγκροτήματα να παίζουν ροκ, μπλουζ, πανκ (!), χρησιμοποιώντας και παραδοσιακά τους όργανα, σε παραδοσιακές μουσικές φόρμες, με τεράστια εμπορική επιτυχία σε όλο τον κόσμο;
Οπότε, ας σταματήσουν να σκίζουν μερικοί τα ρούχα τους και να τραβάνε τα μαλλιά τους. Κακό στην γκαρνταρόμπα τους και στην κεφαλή τους κάνουν.
Και ερχόμαστε στο θέμα της γλώσσας. Ποιος είναι αυτός που θα απαγορεύσει σε κάποιον άλλον να χρησιμοποιεί μια συγκεκριμένη γλώσσα στα τραγούδια του; Γιατί τόσες χιλιάδες κοινοποιήσεις στο διαδίκτυο με το βίντεο της Σεβάλ Σαμ να «τραγουδάει» (διαβάζοντας μέσα από «auto-que») το «την πατρίδα μ’ έχασα», χωρίς να καταλαβαίνει γρι από τους στίχους του αείμνηστου Χρήστου Αντωνιάδη;
Να το δούμε κι αλλιώς. Γιατί οι Χισπάνος στις ΗΠΑ τραγουδάνε ραπ στη γλώσσα τους και όχι μόνο παραδοσιακά των Αζτέκων ή των Μάγιας; Γιατί έχουν δικαίωμα να τραγουδάνε στη γλώσσα τους χιλιάδες καλλιτέχνες ανά τον κόσμο ροκ και μπλουζ και κάντρι, που είναι αμερικάνικα είδη;
Γιατί μπορούν να τραγουδούν στη γλώσσα τους, δηλαδή στα ελληνικά, οι «ροκάδες» Παπακωνσταντίνου, Θηβαίος, Μαχαιρίτσας κ.ά. αλλά «δεν επιτρέπεται» για τους Europond;
Εδώ όμως είναι όλη η ουσία. Όλοι εμείς οι ποντιακής καταγωγής Νεοέλληνες, μετά τη δεύτερη γενιά έχουμε ως μητρική μας γλώσσα την κοινή νεοελληνική (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων). Οι της τρίτης και τέταρτης γενιάς, τα ποντιακά τα μιλάμε μεταξύ μας, τα τραγουδάμε, κάποιοι χρησιμοποιούν μερικές φράσεις και στο σπίτι, στην παρέα, στα παρακάθια. Η τεράστια πλειοψηφία αδυνατεί να κατανοήσει ακόμα και τους στίχους ενός τραγουδιού. Οι μεγαλύτεροι πεθαίνουν και τα τελευταία χρόνια δημιουργούνται «τμήματα εκμάθησης της ποντιακής γλώσσας», όπως δηλαδή για τα γερμανικά, τα αγγλικά, τα γαλλικά.
Και έρχονται οι Europond, από τη Ρωσία, οι …«Ρωσοπόντιοι», φέρνοντας μαζί τους πολλά από τα στοιχεία του πολιτισμού και του χαρακτήρα των προγόνων μας της πρώτης γενιάς.
Αυτά τα στοιχεία που εμείς τα χάσαμε στην πορεία (άλλα καλώς και άλλα κακώς) και γίναμε Νεοέλληνες (για άλλους λόγους καλώς και για άλλους κακώς).
Αυτά τα παιδιά έρχονται και «απειλούν» το φαντασιακό που χτίσαμε στο μυαλό μας για την καταγωγή μας και τους προγόνους μας. Mας ξεμπροστιάζουν βροντοφωνάζοντας ότι η γλώσσα η ποντιακή δεν είναι μόνο για τα παρακάθια, για τα πανηγύρια και για ηχογραφήσεις «παραδοσιακών».
Πολύ περισσότερο, μπορεί για εμάς να χρειάζονται «τμήματα εκμάθησης ποντιακής γλώσσας», σαν να μας είναι ξένη (που στην πραγματικότητα είναι), αλλά γι’ αυτούς ΕΙΝΑΙ η γλώσσα τους.
Εκεί είναι η τεράστια διαφορά μας. Εμείς εδώ βλέπουμε την παράδοση ως αποστειρωμένο απολίθωμα, που πρέπει να διατηρήσουμε με «αναβιώσεις» και «ξεθάβοντας» έθιμα και συνήθειες. Εμείς ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΜΕ να μάθουμε ποντιακά.
Αυτά τα παιδιά όμως, δεν χρειάζεται να μάθουν. Τα ξέρουν. Αυτά τα παιδιά μιλάνε ποντιακά στο σπίτι με τη μάνα τους κι όχι μόνο με τη γιαγιά τους, με τους φίλους τους και όχι μόνο με κάποιον δάσκαλο, όλη την ημέρα και όχι μόνο σε παρακάθια.
Γιατί εμείς έχουμε τα ποντιακά ως γλώσσα προγονική. Αυτά τα παιδιά όμως, έχουνε τα ποντιακά ως γλώσσα ΜΗΤΡΙΚΗ. Και σ’ αυτή τη γλώσσα εκφράζουν τα παράπονα, τον πόνο, το θυμό τους και μαζί την ελπίδα, τα όνειρα και την αγάπη τους.
Επικοινωνώντας στην καθημερινότητα ή πηγαίνοντας σε σπίτια συμπατριωτών που ήρθαν από την πρώην Σοβιετική Ένωση μιλάνε ποντιακά και τους χαίρομαι, τους ζηλεύω και τους καμαρώνω.
Νομίζω ότι ακούω τον πάππο και τον λυκοπάππο μου. Γυρίζω δύο και τρεις γενιές πίσω. Στην πραγματικότητα γυρίζω πιο κοντά στην πατρίδα.
Μακάρι να συνεχίσουν αυτά τα παιδιά, και άλλα ακόμα, να εκφράζονται μέσα από τη μουσική στη γλώσσα μας. Γιατί έτσι αποδεικνύουν ότι δεν είναι μουσειακό είδος, αλλά γλώσσα ΖΩΝΤΑΝΗ.
Δηλαδή, ανθεί και φέρει κι άλλο…
Νίκος Πετρίδης
ΥΓ1: Ακούστε το κομμάτι «Ρωσοπόντιος» στο βίντεο (πάνω) και προσπαθήστε να έρθετε στη θέση αυτών των παιδιών, που πέρασαν την παιδική και εφηβική τους ηλικία ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, μιλώντας τη μητρική τους γλώσσα. Όλα τα υπόλοιπα που ακούω και διαβάζω, είναι σαχλαμάρες από απογόνους προσφύγων που μεταλλάχτηκαν σε παλαιοελλαδίτες. Χόρτασε η ψείρα και βγήκε στο γιακά… (να μας μαλώσει που χρησιμοποιούμε όπου και όπως θέλουμε, τη γλώσσα ΜΑΣ).
ΥΓ2: Δεν ξέρω ποιος θα πάει και με ποιο τραγούδι στη Eurovision και ούτε με ενδιαφέρει ουσιαστικά. Έχουμε άλλα προβλήματα, προσωπικά και συλλογικά, να αντιμετωπίσουμε και να ασχοληθούμε. Το σημείωμα αυτό είχε ως αντικείμενο μόνο όσα γράφτηκαν και ειπώθηκαν για το δικαίωμα των παιδιών να παίζουν όποιο είδος μουσική θέλουν και να χρησιμοποιούν τη ΜΗΤΡΙΚΗ τους γλώσσα, χωρίς περιορισμούς και ανόητες παρεμβάσεις.
Νίκος Πετρίδης
- Ο Νίκος Πετρίδης είναι δημοσιογράφος, ερευνητής ιστορικών θεμάτων και συγγραφέας του βιβλίου Ιμπραχίμ, ο γιος του Ηρακλή (εκδ. Ινφογνώμων). Διατηρεί το ιστολόγιο garasari.blogspot.gr.
- Η φωτογραφία που εμφανίζει τον Πόντο με τον τίτλο «Αροθυμώ και καίουμαι» είναι από το προφίλ του συγκροτήματος στο facebook.