Τρία χρόνια πέρασαν από την ώρα του μεγάλου κι ανεπίστροφου ταξιδιού του Δασκάλου μου, Γεώργιου Αμαραντίδη, και η σκέψη μας δεν σταμάτησε στιγμή να ταξιδεύει μέσα απ’ το τοξάρι και την φωνή του, απ’ τα τραγούδια και τη γλύκα της ψυχής του, στον αλησμόνητο Πόντο.
Σ’ εκείνον τον Πόντο που ενώ ύμνησε και τίμησε μέχρι το τέλος του, δεν αξιώθηκε ποτέ να πατήσει τα χώματά του. Όμως ήταν σαν να γεννήθηκε εκεί και να μην έφυγε από τον Εύξεινο ούτε στιγμή.
Τρία χρόνια αροθυμίας, νοσταλγίας και μεγάλης απουσίας αυτού του Ανθρώπου, που όσοι τον γνώρισαν πραγματικά νιώθουν πως ένα κομμάτι του εαυτού τους έχει ξεριζωθεί απότομα από μέσα τους, μα και όσοι τον άκουσαν από κοντά καταλαβαίνουν το μεγαλείο της ψυχικής, πνευματικής και μουσικής του δημιουργίας.
Τρία χρόνια και… η σκέψη μου ταξιδεύει πίσω στο χρόνο, όταν ήρθε ο Δάσκαλος στο σπίτι μου κρατώντας στα χέρια του ένα CD απευθείας απ’ το στούντιο, μέσα στο οποίο υπήρχε ηχογραφημένο, μόλις 12 ώρες πριν, το μοιρολόι με τίτλο: «Εγώ όντες αποθάνω». Καθίσαμε στο σαλόνι και βάλαμε το CD στο στερεοφωνικό να παίζει. Μετά από λίγο ανοίξαμε ένα μπουκάλι τσίπουρο, και καθώς πίναμε και ακούγαμε πάντα τον ίδιο σκοπό, ο Δάσκαλος ξεκίνησε συγκινημένος να μου αναλύει τους στίχους του μοιρολογιού.
Ξεκίνησε να μου λέει λόγια καρδιάς, φράσεις και εκφράσεις που «έρρεαν» από τον Δαφνοπόταμο. Μέσα σε κάθε στίχο θαρρείς πως υπήρχε κρυμμένο ένα ολόκληρο κεφάλαιο ζωής. Να μου λέει και τα δάκρυά του να τρέχουν, κι άλλοτε να σταματούν και με το υπέροχο ύφος του να με ορμηνεύει.
Μου μίλησε για την οικογένειά του, για τα τρία παιδιά του και την αγαπημένη του σύζυγο η οποία του στάθηκε όλα αυτά τα χρόνια, για να μπορεί ο ίδιος να προσφέρει στην ποντιακή μούσα. Μου είπε για το ξεκίνημά του με τη λύρα και για τον τρόπο που οι παλαιοί εμφύτευσαν μέσα στην καρδιά του την παραδοσιακή μας μουσική.
Μου είπε για τις δυσκολίες του ποντιακού χώρου και για την επιμονή του στο να κρατηθεί ο ίδιος στον δρόμο της παράδοσης. Κι αφού κύλησαν οι ώρες, πήρε την λύρα στα χέρια και τραγούδησε το τετράστιχο:
Εγώ όντες αποθάνω
εμέν κανείς μη κλαίτε,
κι άρ’ με τα τραγωδίας ατ’
πάντα θα ζει να λέτε.
Έχοντας περάσει τα χρόνια, νιώθω όσο ποτέ άλλοτε την ουσία και την αξία αυτών των στίχων. Ο Δάσκαλός μου πέρασε στην αιωνιότητα αφήνοντας πίσω του μια σπουδαία παρακαταθήκη. Το μελάνι μέσα στο οποίο βουτούσε τη γραφίδα του, ήταν απόσταγμα καρδιάς. Το τοξάρι το οποίο τραβούσε πάνω στις χορδές της λύρας του, ήταν η συνέχεια του βιώματός του. Η λύρα που κρατούσε στα χέρια του, ήταν ο εαυτός του. Η φωνή που έβγαινε μέσα απ’ τα τραγούδια του, ήταν η ψυχή του.
Είμαι βέβαιος πως τώρα πια ηρεμεί εκεί ψηλά με τους αγαπημένους του φίλους, παίζει τη λύρα του έχοντας παρέα όλους αυτούς τους γερόντους οι οποίοι του εμφύτευσαν το βίωμα της Ματσούκας, παρακαθεύει με τους Ακρίτες τους οποίους ύμνησε και κατέγραψε μέσα απ’ τα τραγούδια του όσο κανείς άλλος.
Τρία χρόνια αροθυμίας στον Δάσκαλο που αγωνιούσε να μας διδάξει όσο περισσότερα μπορούσε για την παράδοσή μας, στον Άνθρωπο που με το ήθος του και τη στάση ζωής του παραδειγμάτιζε τους γύρω του, στον εργάτη και αγωνιστή της γνώσης και της παράδοσης.
Δάσκαλε Αμαραντίδη, Χυμούλ’, ένα κερί στη μνήμη σου και ένα ευχαριστώ από καρδιάς για όλα όσα μας άφησες.
Αιωνία σου η μνήμη.