Με λόγια γλαφυρά και συγκινητικά, που άγγιξαν βαθιά την ψυχή των παρευρισκομένων δημιουργώντας ανάμικτα συναισθήματα θλίψης για τους ξεριζωμένους προγόνους, νοσταλγίας για ό,τι έμεινε πίσω αλλά και υπερηφάνειας, λογοτέχνες κατέθεσαν τη δική τους ματιά για τον προσφυγικό ελληνισμό της Ανατολής.
Σε εκδήλωση του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού του Δήμου Καλαμαριάς, με τίτλο «Μια εκδήλωση μνήμης για τους πρόσφυγες της Μικρασίας – Ένα γλέντι για σας», οι λογοτέχνες Δέσποινα Χίντζογλου-Αμασλίδου και Γιώργος Μάνος, και η πρόεδρος της Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος, Άννα Φαχαντίδου «ταξίδεψαν» τον κόσμο στον Πόντο, τη Σμύρνη και την Καππαδοκία.
Μίλησαν για τις καθημερινές χαρές, τα γλέντια και τον πολιτισμό των προσφύγων στις αλησμόνητες πατρίδες, αλλά και για τον όλεθρο της Μικρασιατικής Καταστροφής, τον ξεριζωμό, τις δυσκολίες της εγκατάστασης στη νέα πατρίδα.
Μίλησαν και για την ελπίδα της επιστροφής εκεί όπου «όλα ήταν αλλιώς»…
«Το πιο δύσκολο κομμάτι της ιστορίας μας είναι ο ξεριζωμός των Ελλήνων της Ανατολής. Άνθρωποι άφησαν το βιος τους, τους αγαπημένους τους νεκρούς, ξεριζώθηκαν σαν δέντρα και άφησαν εκεί τις ρίζες τους. Έφεραν πολιτισμό, τέχνες, γράμματα· άλλωστε είχαν βαριά κληρονομιά.
»Στους προγόνους πρόσφυγες χρωστάμε ένα γλέντι, σαν κι αυτά που έκαναν κι αντιλαλούσαν τα βουνά στις πατρίδες τους. Σε αυτούς τους ακρίτες του Βυζαντίου, τους απογόνους αυτοκρατόρων, που έγιναν εδώ τουρκόσποροι και τουρκομερίτες… Αυτούς που έδιναν σιτάρι στον ελληνικό στρατό αλλά και γέμιζαν τα αμελέ ταμπουρού», είπε η Άννα Φαχαντίδου.
Οι λογοτέχνες διάβασαν αποσπάσματα από βιβλία τους που αναφέρονται στους Έλληνες της Ανατολής. Η Δέσποινα Χίντζογλου-Αμασλίδου από τα έργα της: Τα 1.123 χρόνια της Ρωμανίας, «Αμελές» Γιοβάννης. Ένας αιχμάλωτος στα κάτεργα της Μικρασίας, Στη σκιά μιας βερικοκιάς, Ψυχογραφήματα. Μικρές διηγήσεις με τη γλώσσα της ψυχής. Ο Γιώργος Μάνος από τα: Χρόνοι δίσεκτοι και μήνες οργισμένοι. Πρόσφυγες της χαμένης Ανατολής και Στην πατρίδα ήτανε αλλιώς. Μνήμες Ανατολής 1870-1924.
«Όταν έλεγαν οι ντόπιοι παππούδες στα εγγόνια τους παραμύθια, οι πρόσφυγες έλεγαν ιστορίες από την πατρίδα τους. Συχνά τα μάτια βούρκωναν και η κουβέντα έμενε στη μέση. Και όταν έπαιρναν τα τραγούδια για την πατρίδα τους, περισσότερο με μοιρολόι έμοιαζε», είπε ο Γ. Μάνος.
«Αυτή η πατρίδα ζει και θα ζει, όσο εμείς θα την ποτίζουμε με το νερό της μνήμης».
«Εκεί ήταν όλα αλλιώς. Ακόμα και ο ουρανός ήταν περισσότερο γαλανός», είπε η Δέσποινα Χίντζογλου-Αμασλίδου. Μίλησε για ένα «όνειρο στη Ναζιανζό», έστειλε ένα «γράμμα στην ουράνια Καππαδοκία», και αφιέρωσε στους πρόσφυγες «ένα γλέντι για σας».
Ο Βασίλης Κασούρας στο μουσικό πρόγραμμα της εκδήλωσης
Στους σημερινούς πρόσφυγες της Συρίας αναφέρθηκε στο χαιρετισμό του ο πρόεδρος του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού Δήμου Καλαμαριάς, Σωτήρης Γεωργιάδης, υπογραμμίζοντας το μεγαλείο της ψυχής των Ελλήνων που τους παρέχουν κάθε βοήθεια.
«Το 1923, 17.000 Έλληνες βρήκαν καταφύγιο στη Συρία. Σήμερα η εικόνα είναι αντεστραμμένη. Για άλλη μια φορά ο ελληνικός λαός δείχνει το μεγαλείο της ψυχής του και βοηθάει όποιον έχει ανάγκη».
Την τεχνική επιμέλεια της εκδήλωσης είχε η Ιφιγένεια Αμασλίδου, ενώ οι παρευρισκόμενοι τραγούδησαν με τον Βασίλη Κασούρα, ο οποίος έπαιξε δεξιοτεχνικά ούτι και παρουσίασε μικρασιατικούς και βυζαντινούς σκοπούς και τραγούδια. Ξεχώρισαν τα «Τρία τραγούδια», «Το Ανεστάκι» και το «Γιατί πουλί μ’ δεν κελαηδείς».
Ρωμανός Κοντογιαννίδης