Λέγεται ότι για να περιγράψει κανείς τον Βασίλη Τσιτσάνη αρκεί να παρακολουθήσει το ζεϊμπέκικο που χορεύει ο Γιάννης Τσαρούχης όταν τον κάλεσε στη σκηνή.
«Θα κάνω ντου βρε πονηρή» τραγουδά ο «άρχοντας του ρεμπέτικου», ο «ζωγράφος» που με στίχους και νότες μετέφερε στο τραγούδι τους καημούς και τις ανάγκες της προπολεμικής και μεταπολεμικής Ελλάδας. Ένας άλλος ζωγράφος, «κανονικός» αυτή τη φορά, με πινέλα και παλέτες, χορεύει ένα στιβαρό ζεϊμπέκικο. Δύο λαϊκοί δημιουργοί σε μια μοναδική συνύπαρξη· και οι δύο έβαλαν από ένα λιθαράκι σε αυτό που ονομάζουμε νεοελληνικό λαϊκό πολιτισμό.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου 1915 από Ηπειρώτες γονείς. Έμελλε να πεθάνει την ημέρα των γενεθλίων του, το 1984, σε νοσοκομείο του Λονδίνου έπειτα από επιπλοκές εγχείρησης στους πνεύμονες.
Έναν χρόνο μετά το θάνατό του, ο διπλός δίσκος του με τον τίτλο Χάραμα –όπως λεγόταν το μαγαζί στο οποίο εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της ζωής του–, κυκλοφόρησε στη Γαλλία και απέσπασε το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας Charles Gross.
Αρκετά χρόνια αργότερα, κομμάτια του Τσιτσάνη όπως η «Συννεφιασμένη Κυριακή» και τα «Καβουράκια» μπήκαν στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα. Για πέντε χρόνια ο Νίκος Ορδουλίδης, διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Leeds, μελετούσε το έργο του σπουδαίου μουσικού δίνοντας στην πανεπιστημιακή κοινότητα την πρώτη έρευνα που γίνεται σε παγκόσμιο επίπεδο για ένα συνθέτη που δεν έχει κάνει Δυτική μουσική.
Στο έργο του Νίκου Ορδουλίδη, ο οποίος στο πλαίσιο του Λαϊκού Πιάνου παίζει Τσιτσάνη με έναν άλλο τρόπο, το δισκογραφημένο έργο του Τρικαλινού αναλύεται μουσικολογικά, και μέσα από αυτό προκύπτουν και εξετάζονται τα προβλήματα στο λαϊκό τραγούδι γενικότερα.
Όπως είχε πει σε συνέντευξή του στο pontosnews.gr, το πιο αναπάντεχο μέρος στο οποίο έχει ακουστεί Τσιτσάνης είναι στην Ισλανδία, στο Ρέικιαβικ, με τη Φωτεινή Βελεσιώτου και την ορχήστρα «Πριγκιπέσσα» από τη Θεσσαλονίκη. Διότι, όπως λέει ο Νίκος Ορδουλίδης, «δεν μπορούμε να διαφημίζουμε την ελληνική μουσική παίζοντας μόνο Χατζιδάκι και Θεοδωράκη. Το λαϊκό είναι ένα τεράστιο κομμάτι».
Όλοι πλέον παραδέχονται ότι ο Βασίλης Τσιτσάνης αποτελεί ένα κορυφαίο κεφάλαιο της ελληνικής μουσικής.
Μπορεί ο Μάρκος Βαμβακάρης να ήταν και αυτός ένας ιδιοφυής μουσικός, ωστόσο ο «Βλάχος» –όπως τον αποκαλούσαν οι άλλες ρεμπέτες– μπόλιασε το ρεμπέτικο με δυτικά μελωδικά στοιχεία και το έβγαλε από το περιθώριο. Έβαλε το πιάνο στη λαϊκή ορχήστρα και επίβαλε το ακορντεόν ως όργανο της κομπανίας. Με τον Τσιτσάνη, το ρεμπέτικο ανάγεται σε «τέχνη» και η ρήξη με την παράδοση αρχίζει να γίνεται ορατή.