Οι ρίζες τους εντοπίζονται σε διονυσιακά δρώμενα, ωστόσο όχι μόνο έχουν καταφέρει να φτάσουν μέχρι τις μέρες μας, αλλά και να προκαλούν ξεχωριστό ενδιαφέρον στις νεότερες γενιές. Στις διάφορες εκδηλώσεις που αναβιώνουν τις ημέρες των Θεοφανίων σε πολλές περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις, τα κουδούνια, τα τραγούδια, οι χοροί και οι αναπαραστάσεις.
Η ευημερία και η καλοχρονιά, η καλή υγεία και η πλούσια σοδειά είναι οι λόγοι που γίνονταν τότε αλλά και σήμερα οι περισσότερες από αυτές τις εκδηλώσεις.
Το έθιμο των «Αράπηδων»
Ανήμερα των Θεοφανίων, στη Νικήσιανη Καβάλας του Δήμου Παγγαίου, στο Μοναστηράκι, στον Ξηροπόταμο και στον Βώλακα της Δράμας τελείται με διάφορες παραλλαγές ένα δρώμενο γνωστό ως «Αράπηδες», επειδή στη μεταμφίεση των πρωταγωνιστών κυριαρχεί το μαύρο χρώμα: μαύρες φλοκωτές κάπες και εντυπωσιακές υψικόρυφες προσωπίδες, κεφαλοστολές από γιδοπροβιές.
Όλες οι ομάδες των «Αράπηδων» κάνουν κοινή παρέλαση στους δρόμους, κάτω από τους εκκωφαντικούς ήχους των κουδουνιών τους. Δύο αρχηγοί ομάδων παλεύουν μέχρι την τελική πτώση του ενός. Ακολούθως, γύρω από τον πεσμένο αρχηγό, μαζεύονται όλοι σε μια μυσταγωγία που τελειώνει με την ανάσταση του νεκρού και τον ιδιόρρυθμο ξέφρενο χορό όλων, που ακολουθεί.
Σύμφωνα με την παράδοση, η παράσταση αυτή συμβολίζει το θάνατο του Διονύσου από τους Τιτάνες και την ανάστασή του από τον Δία, και παράλληλα τη χειμερία νάρκη της φύσης, που είναι ο χειμώνας, και στη συνέχεια την ανάστασή της με τον ερχομό της άνοιξης.
Αυτό που εντυπωσιάζει τον επισκέπτη είναι η εμφάνιση των Αράπηδων, με την οποία ντύνονται μόνο άντρες. Το ντύσιμό τους περιλαμβάνει τα τσερβούλια (παπούτσια) που κατασκευάζονται από ακατέργαστο χοιρινό δέρμα και συγκρατούνται από τις λαπάρες που είναι δερμάτινα σχοινιά, και τα καλτσούνια (περικνημίδες με υφαντό πανί από τρίχωμα προβατίνας).
(Φωτ.: ΑΠΕ-ΜΠΕ)
Στο κάτω μέρος του σώματος φορούν μπινιβρέκι (μάλλινο παντελόνι) και στο πάνω μέρος χοντρή τσομπάνικη κάπα. Στη μέση τους φορούν τέσσερα ποιμενικά κουδούνια (τσάνια) διαφόρων μεγεθών. Το πρόσωπο είναι καλυμμένο με την μπαρμπότα (προσωπίδα) που είναι το τομάρι μιας γίδας το οποίο είναι ραμμένο και στερεώνεται στις άκρες του στα σχοινιά των κουδουνιών. Η μπαρμπότα στολίζεται με ένα λευκό μαντίλι το οποίο έχει πάνω του χρωματιστά σχέδια, φλουριά και λουλούδια. Σύμφωνα με την παράδοση, την εποχή της Τουρκοκρατίας στον εξοπλισμό του «Αράπη» προστέθηκε και ένα ξύλινο σπαθί, η «μαχαίρα».
Οι άνδρες που ντύνονται «Μπαμπούγερα»
Στην Καλή Βρύση Δράμας, τα δρώμενα των ημερών αυτών παίρνουν περισσότερο συγκροτημένη μορφή στη διάρκεια ενός τριήμερου πανηγυριού με ευρύτερο εθιμολογικό πλαισίωμα, που αρχίζει από την παραμονή των Θεοφανίων με τελετουργικό δείπνο των μελών κάθε οικογένειας.
Πρωταγωνιστούν τα «Μπαμπούγερα», άντρες μεταμφιεσμένοι ζωόμορφα, ζωσμένοι βαριά κουδούνια. Εμφανίζονται αμέσως μετά την τελετή του αγιασμού, και με την εντυπωσιακή μεταμφίεση και τη θορυβώδη παρουσία τους κυριαρχούν σε όλο το χωριό την ημέρα των Θεοφανίων, καθώς και τις δύο επόμενες.
Γέλιο μέχρι δακρύων με τα «Μπαμπούγερα»
Το Δωδεκαημέρο σε τοπικές κοινότητες της Δράμας όπου υπάρχουν εγκατεστημένοι πρόσφυγες από τον Πόντο, όπως οι Σιταγροί και η Πλατανιά, αναβιώνουν οι Μωμόγεροι.
«Σάγια», το έθιμο της Καππαδοκίας
Στην τοπική κοινότητα της Νέας Καρβάλης, ανατολικά του Δήμου Καβάλας, κάθε χρόνο την παραμονή των Θεοφανίων αναβιώνουν τα «Σάγια», ένα έθιμο που τηρούνταν σε όλη την Καππαδοκία. Το έθιμο αυτό αποτελεί μια σύνθετη τελετουργική πράξη, η οποία περιέχει και λατρευτική διάσταση και έχει ως κύριο σκοπό την ευημερία, δηλαδή την καλοχρονιά, στοιχείο που τονίζεται με την πυρά, τις ευχές, τους χορούς και τα τραγούδια.
Τα «Σάγια» είναι έθιμο της Καππαδοκίας
Στην πλατεία της Νέας Καρβάλης, μπροστά από το ναό του Αγίου Γρηγορίου όπου φυλάσσεται το σεπτό σκήνωμα του αγίου, οι κάτοικοι ανάβουν μεγάλες φωτιές. Οι φλόγες ανεβαίνουν ψηλά και οι άνθρωποι τριγυρίζουν την πυρά χορεύοντας και τραγουδώντας. Στα παλιά χρόνια όλοι παρακολουθούσαν την κατεύθυνση του καπνού. Αν πήγαινε ανατολικά ήταν καλό σημάδι, η σοδειά θα ήταν πλούσια. Αν στρεφόταν προς τη Δύση, τον Βορρά ή τον Νότο, μόνο τα σπίτια του χωριού που ήταν σ’ εκείνα τα σημεία θα είχαν καλή συγκομιδή. Όταν χαμήλωνε η φωτιά τα παιδιά πηδούσαν από πάνω τρεις φορές.