Σκαρφαλωμένο κάπου στα 1.300 μέτρα, το παραδοσιακό ποντιακό χωριό Άνω Όκενα ή Ανθοχώρ’ (Karaçam) έχει ήδη ντυθεί στα λευκά όπως και πολλά άλλα χωριά του νομού Τραπεζούντας. Οι υπέροχες φωτογραφίες που παραχώρησε στο pontos-news.gr ο Αλί Σοϊλού σε κάνουν να εύχεσαι να ήσουν εκεί, σ’ αυτό το χωριό της επαρχίας Κατωχωρίου (Çaykara) όπου ακόμα μιλούν ελληνικά – και συγκεκριμένα με το ιδίωμα του Όφεως.
Κάποτε, μας λέει ο ντόπιος Μεχμέτ Κιουτσούκ, ξεναγός στην περιοχή του Πόντου, στο χωριό ζούσαν περίπου 2.000 κάτοικοι. Ωστόσο σήμερα έχουν απομείνει περίπου 700 άτομα, καθώς οι περισσότεροι επέλεξαν να ζήσουν στην Τραπεζούντα, την Κωνσταντινούπολη ή την Άγκυρα. «Εκεί είναι ευκολότερο να βρουν δουλειά. Με τα χρήματα που κερδίζουν, βοηθούν τους συγγενείς που έχουν απομείνει στο χωριό», μας εξηγεί ο Μεχμέτ μιλώντας ελληνικά και ποντιακά.
Άποψη της Άνω Όκενας – ή Καρατσάμ, όπως είναι η τουρκική ονομασία του
Έχοντας σπουδάσει έναν χρόνο την ελληνική γλώσσα στο ΑΠΘ και αφού εργάστηκε 5,5 χρόνια σε μαγαζί της Θεσσαλονίκης, ο Μεχμέτ επέστρεψε στον Πόντο για να μείνει. Παντρεμένος, πατέρας ενός κοριτσιού και δυο αγοριών και παππούς δύο χαριτωμένων πιτσιρικιών, μας μιλάει με αγάπη για τα χώματά του.
Από όσα γνωρίζει, οι προπαππούδες του έφυγαν πιθανώς από τα Πλάτανα, στα παράλια του Πόντου, και πήγαν προς την περιοχή του Όφεως για να ανέβουν τελικά στην Άνω Όκενα.
«Τα σπιτάκια στο Καρατσάμ, όπως είναι η τουρκική ονομασία της Άνω Όκενας, κάποτε ήταν φτιαγμένα μόνο από ξύλο. Σήμερα είναι σύγχρονα, από τσιμέντο» εξηγεί.
Όλοι οι συγχωριανοί του αλλά και ο ίδιος έχουν από τρία σπίτια. Το χειμωνιάτικο, που είναι το βασικό σπίτι στο χωριό, τη μαζερά που βρίσκεται μεταξύ χωριού και παρχαριού (πηγαίνουν γύρω στον Μάρτιο), και τον γιαϊλά στο παρχάρι που γεμίζει ζωή στις αρχές Μαΐου. Κατά την εκπνοή του Αυγούστου οι οικογένειες γυρίζουν στη μαζερά, και το πρώτο χιόνι τους βρίσκει στο βασικό σπιτικό τους.
Ο Μεχμέτ Κιουτσούκ στον προαύλιο χώρο του pontos-news.gr (φωτ.: Βασίλης Καρυοφυλλίδης)
«Τον χειμώνα κάνει πολύ κρύο. Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο έχει ζέστη. Ο καιρός είναι ωραίος τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο. Αυτή την περίοδο την αποκαλούμε “καλοκαίρι του φτωχού”», προσθέτει.
Οι αλλαγές των κατοικιών συμπίπτουν όχι μόνο με τον καιρό αλλά και με τις δουλειές που φέρνει κάθε εποχή με τον ερχομό της. Τον Μάρτιο οι άνδρες φεύγουν από το χωριό για να πάνε στο Κουρδιστάν, την Άγκυρα ή την Πόλη προκειμένου να εργαστούν στον κατασκευαστικό τομέα. Επιστρέφουν στα τέλη Σεπτεμβρίου.
Τις δουλειές στην Άνω Όκενα τις κάνουν αποκλειστικά και μόνο οι γυναίκες. Φροντίζουν το σπίτι, τα παιδιά, ασχολούνται με την κτηνοτροφία, κόβουν ξύλα και κάνουν όλες εκείνες τις δουλειές που εμείς εδώ με άνεση θα αποκαλούσαμε «βαριές ανδρικές εργασίες».
Τον ρωτάμε πού πάνε σχολείο τα παιδιά. «Στην Άνω Όκενα υπάρχει ένα 8τάξιο δημοτικό σχολείο με 220 μαθητές». Όμως σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δεν υπάρχει και τα παιδιά πρέπει να πηγαίνουν στο Κατωχώρι ή την Τραπεζούντα.
Κινητήριος δύναμη στο χωριό είναι οι γυναίκες. Από τα χέρια τους περνάνε όλα
«Σπουδάζουν τα παιδιά εδώ ή παντρεύονται νωρίς;» τον ρωτάμε. «Παλιότερα οι γυναίκες παντρεύονταν νωρίς. Όχι σήμερα. Οι περισσότερες σπουδάζουν. Αλλά και οι άνδρες αργούν να δεσμευτούν πια. Δεν κάνουν παιδιά όπως παλιά» τονίζει ο Μεχμέτ.
Όσο για το πώς διασκεδάζουν οι ντόπιοι, ο Πόντιος ξεναγός μας λέει ότι οι άνδρες πηγαίνουν στα δύο καφενεία του χωριού και εκεί παίζουν χαρτιά, πίνουν τσάι, καφέ και μιλούν ποντιακά.
«Μιλάμε συνέχεια ποντιακά. Εάν μπεις σ’ αυτούς τους χώρους, θα ακούσεις ακόμα και να βρίζουν στα ποντιακά. Στα τούρκικα δεν το φχαριστιέσαι. Το στόμα σου γεμίζει με τα ποντιακά!» λέει γελώντας ο Μεχμέτ Κιουτσούκ.
Οι γυναίκες, πάλι, έχουν ελάχιστες επιλογές. Εκτός από παρακάθ’, εάν έχουν χρόνο και αφού τελειώσουν όλα όσα πρέπει να κάνουν στην ημέρα τους, επιτρέπεται να επισκέπτονται τα δύο ίντερνετ καφέ που υπάρχουν στο χωριό.
Στην Άνω Όκενα, όπου όλοι οι κάτοικοι είναι μουσουλμάνοι, εξισλαμισμένοι από τον 17ο αιώνα, δεν υπάρχουν πολλά μαγαζιά. Μόλις δυο-τρία μπακάλικα και ένα μαγαζί με ρούχα. Οι ντόπιοι προσεύχονται στα τέσσερα τζαμιά του χωριού, ένα σε κάθε μαχαλά.
Κάπου, εκεί κοντά στην άνοιξη…
«Κι όταν αρρωσταίνετε πού πηγαίνετε;» ρωτήσαμε. «Στο χωριό υπάρχει Κέντρο Υγείας, ένας γιατρός και μια νοσοκόμα. Εάν η κατάσταση είναι σοβαρή πηγαίνουμε στην Τραπεζούντα» εξηγεί ο Μεχμέτ, προσθέτοντας ότι λεωφορεία κινούνται από τις 07:00 έως τις 14:00. Εάν υπάρχει ανάγκη το βράδυ, τη δουλειά των ταξί την κάνουν ιδιωτικά αυτοκίνητα, τα οποία λειτουργούν με αυτό τον τρόπο.
«Με τόσες δουλειές, προλαβαίνετε να διασκεδάσετε;», ρωτάμε. «Και βέβαια», λέει ο Μεχμέτ.
Στο χωριό όλοι χορεύουν τριπόδ’ (üç ayak), σαλαμάνι (sallama) και ατλαμά (atlama), ενώ κορυφαίο γεγονός του χωριού είναι το παρχάρι Τουρναλού που γίνεται το δεύτερο σαββατοκύριακο του Αυγούστου.
Αρχαία μνημεία στο χωριό που μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν δήμος, δεν υπάρχουν. Περίοπτη θέση όμως έχει το κάστρο που οι ντόπιοι το αποκαλούσαν ανέκαθεν «Εκκλησία», επειδή νόμιζαν ότι ήταν χριστιανική εκκλησία. «Θα τα δείτε όλα όταν έρθετε. Να έρθετε την άνοιξη. Δεν θα θέλετε να φύγετε» λέει, ολοκληρώνοντας την ξενάγησή του.
Ο τόπος του Μεχμέτ Κιουτσούκ είναι πράγματι ένας τόπος που θέλεις να πας, να μείνεις, ίσως να κρυφτείς, αλλά και να απολαύσεις όλα όσα λείπουν σε κάθε Πόντιο που δεν έζησε ποτέ σε εκείνα τα χώματα. Δεν έζησε γιατί οι πρόγονοί του, αν δεν έπεσαν θύματα της Γενοκτονίας, εκτοπίστηκαν για «να καθαρίσει ο τόπος από τους χριστιανούς» όπως διαβάζει κανείς στις εφημερίδες εκείνης της εποχής…
*Οι φωτογραφίες είναι του Ali Soylu (Αλί Σοϊλού)