«Αν δεν πας στο Σχοινούδι δεν θα μπορέσεις να καταλάβεις πώς άδειασαν την Ίμβρο από τους Έλληνες», μου είπαν, και είχαν δίκιο. Γιατί υπάρχει η Ιστορία που τη διαβάζεις στα βιβλία, υπάρχει και εκείνη που σε βάζουν να τη μαθαίνεις όταν είσαι στο σχολείο και που συνήθως έχει μερικά κεφάλαια που δεν είναι στα SOS και απλώς τα αγνοείς.
Υπάρχει όμως και ενός άλλου είδους Ιστορία, αυτή που τη μαθαίνεις επιτόπου, αυτή που σε πιάνει από το λαιμό απροετοίμαστο ένα ασυνήθιστα ζεστό αποσημεσήμερο του Οκτωβρίου σε ένα χωριό της Ίμβρου, του κάποτε αμιγώς ελληνικού νησιού που πλέον ζει κάτω από την πανταχού παρούσα τουρκική σημαία.
Μια ελβετική πόλη, που εύκολα της «κολλάς» το επίθετο γραφική, η Λοζάνη, το 1923 έμελλε να σφραγίσει τις μοίρες σχεδόν 2 εκατ. ανθρώπων, των ανταλλάξιμων. Η Συνθήκη της Λοζάνης ήταν μια συνθήκη ειρήνης που έθεσε τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας. Η Ίμβρος, μαζί με την Τένεδο, εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή των πληθυσμών και πλέον αποτελούσαν την παραμεθόριο της Τουρκίας. Αυτό ήταν το «επίσημο» κεφάλαιο της Ιστορίας.
Υπάρχουν όμως και τα ψιλά γράμματα που ακόμα και σήμερα πρέπει να σκαλίσεις για να τα βρεις. Βρισκόμαστε στο 1964 όταν το περίφημο Eritme Programı (Πρόγραμμα Διάλυσης) μπαίνει σε εφαρμογή σε Ίμβρο και Τένεδο με στόχο τον αφελληνισμό των νησιών, κατά παράβαση της συνθήκης. Το μυστικό αυτό πρόγραμμα της τουρκικής Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας αναθεωρήθηκε το 1975, καθώς κρίθηκε ότι η αύξηση του τουρκικού πληθυσμού δεν ήταν αρκετή, ενώ αποτέλεσε και «μοντέλο» για την κατεχόμενη Κύπρο.
Τα ελληνικά σχολεία κλείνουν, καλλιεργήσιμες εκτάσεις απαλλοτριώνονται αναγκαστικά για «δύο αυγά το τετραγωνικό», Τούρκοι και Κούρδοι έποικοι, καθώς και Βούλγαροι πρόσφυγες, έρχονται στο νησί.
Έξω από το ελληνικό Σχοινούδι δημιουργούνται οι ανοιχτές αγροτικές φυλακές. Τα απομεινάρια αυτών των τρομακτικών φυλακών αναζητώ μια φωτεινή, γλυκιά φθινοπωρινή ημέρα για να πιάσω το νήμα από την αρχή και να καταλάβω «πώς άδειασαν την Ίμβρο».
Προσπερνάω το Σχοινούδι, στο οποίο θα επιστρέψω αργότερα. Λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω μια ταμπέλα γράφει Σιρίνκιοϊ (Şirinköy). Είναι το χωριό των Τούρκων εποίκων με τα «στοιχισμένα» ομοιόμορφα σπίτια που από ψηλά μοιάζει με στρατώνας. Στα όριά του βρίσκονται τα κτήρια των φυλακών. Σήμερα εκτελούν χρέη στάβλων, κοτετσιών και αποθηκών· κάποτε εκεί έμεναν μέχρι και 6.000 βαρυποινίτες ακόμα και από τα βάθη της Ανατολίας. Ανάμεσά τους καταδικασμένοι για φόνους, κλοπές, βιασμούς.
Εκεί που κάποτε «σωφρονίστηκαν» χιλιάδες, τα κτήρια χάσκουν άδεια, τα παράθυρα σπασμένα, το φως παίζει περίεργα παιχνίδια με τις σκιές στους τοίχους. Η σκιά των ίδιων των κτηρίων είναι ακόμα πολύ βαριά για τους Έλληνες. «Στο βουνό ήταν τα ντάμια, τα εξοχικά των Σχοινουδιωτών», μου λένε δείχνοντας πάνω από τις φυλακές.
Κάτω στον κάμπο, ορθογώνια τσιμεντένια κτήρια, ένα παλιό γήπεδο ποδοσφαίρου, τσιμεντένια δρομάκια και αιωνόβιες ελιές συνθέτουν ένα σκηνικό βγαλμένο από ταινία. Πίσω στο 1966, όταν οι φυλακές άρχισαν να γεμίζουν, η ταινία ήταν σίγουρα τρόμου. Οι βαρυποινίτες κυκλοφορούσαν σχεδόν ελεύθεροι, έφταναν στο Σχοινούδι και έσπερναν το φόβο. Η φυγή για τους κατοίκους άρχιζε να φαντάζει μονόδρομος.
Ακόμα και σήμερα κανείς δεν περιγράφει με άνεση στους ξένους την κατάσταση που επικρατούσε. Αν και το αστυνομικό δελτίο της εποχής περιλαμβάνει ακόμα και φόνους, ο ελληνικός πληθυσμός του νησιού μιλά απλώς για «κλίμα τρομοκρατίας», και συνεχίζει να είναι επιφυλακτικός. «Ποτέ δεν ξέρεις», είναι η απάντηση που παίρνεις ανάμεσα στα μισόλογα.
Οι περισσότεροι, ωστόσο, θα περιγράψουν την εποχή που έφευγαν σαν κλέφτες με μια βαλίτσα ρούχα, ειδικά μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
«Η οικογένειά μου έφυγε το 1974, όταν ήμουν τεσσάρων ετών. Φυσικά και η κατάσταση με τους βαρυποινίτες ήταν άγρια. Ο πατέρας μου μας έκρυβε όσο εκείνοι έμπαιναν μέσα στο σπίτι, έκλεβαν, έσπαγαν. Είχαν τέτοιο μένος που κατουρούσαν ακόμα και στα στρώματα», μου είχε πει μια συνταξιδιώτισσά μου μία μέρα πριν, σε άλλο σημείο του νησιού, πίνοντας τσάι και κοιτάζοντας μηχανικά ένα άγαλμα του Κεμάλ.
Αφήνω τις φυλακές και κατευθύνομαι πίσω, προς το Σχοινούδι, για το οποίο καμιά φωτογραφία και καμιά περιγραφή δεν μπορεί να σε προετοιμάσει· το άλλοτε μεγαλύτερο χωριό των Βαλκανίων, το στρατηγικά κρυμμένο και προστατευμένο από τους πειρατές, σήμερα είναι σχεδόν στοιχειωμένο.
Ο δρόμος μοιάζει να χωρίζει στα δύο το χωριό.
Πάνω στο δρόμο, δύο τα ορόσημα: στα αριστερά μας βρίσκεται η εκκλησία της πολιούχου Αγίας Μαρίνας που οριοθετεί τις συνοικίες Πέρα Χωριό και Αγία Ελένη που εκτείνονται στο βουνό Σκάφη. Στα δεξιά το παλιό σχολείο που σήμερα έχει γίνει ξενοδοχείο με Τούρκους ιδιοκτήτες οριοθετεί τη συνοικία του Χάλακα που είναι χτισμένη στις απότομες πλαγιές του όρους Μαδαρό.
Κάτω από το σκληρό μεσημεριανό φως που κάνει ακόμα πιο έντονες τις σκιές στα χαλάσματα (σαν οι σκιές να είναι πάντα μέρος αυτού του ταξιδιού), ανηφορίζω στα σοκάκια του Χάλακα, στο άλλοτε διοικητικό και εμπορικό κέντρο που σήμερα φαντάζει ακόμα πιο άδειο σε σχέση με τις συνοικίες του Βορρά. Σε αντίθεση με τα τσιμεντένια κτήρια των φυλακών και τα χωριά των εποίκων, ακόμα και στα χαλάσματα του Σχοινουδίου κυριαρχεί η αισθητική. Τα καφετιά πέτρινα σπίτια, χτισμένα με μακεδονική αρχιτεκτονική, δένουν αρμονικά με το περιβάλλον.
Ο αρχιτέκτονας Γιάννης Γιαννάκης έχει γράψει ότι η απουσία αρχοντικών σπιτιών στα ελληνικά χωριά της Ίμβρου, οι εκκλησίες χωρίς τρούλους και καμπαναριά, και τα λιτά εκπαιδευτικά ιδρύματα οφείλονται στο φόβο των επιδρομών και στην πολιτική αστάθεια που επέβαλλαν στους Ιμβρίους να αποφεύγουν κάθε επίδειξη πλούτου, εθνικών και θρησκευτικών συμβόλων μέσα στην αρχιτεκτονική τους.
Στην ακμή του το Σχοινούδι είχε τρεις ενοριακούς ναούς, εννιαθέσιο σχολείο, ιατρείο, φαρμακείο, τέσσερα ελαιοτριβεία, τέσσερις αλευρομηχανές, 21 εμπορικά καταστήματα, έξι σκεπαστά δημόσια πλυσταριά, δύο κινηματογραφικές αίθουσες, 14 καφενεία. Σήμερα στον Χάλακα το μοναδικό καφενείο είναι σε τούρκικα χέρια, ενώ τη μονοτονία των χαλασμάτων σπάει η χρωματιστή μπουγάδα μιας οικογένειας Κούρδων.
Εκείνες τις ημέρες ακμής υπενθυμίζουν οι αναστηλωμένες σκεπαστές βρύσες του Χάλακα, ένα μακρύ πετρόχτιστο κτίσμα με ξύλινη οροφή. Ήταν το δημόσιο πλυσταριό με τις πέτρινες γούρνες. Στον ένα τοίχο η βρύση που έφερνε νερό, στον άλλο τοίχο εσοχές για τις φωτιές και τα καζάνια.
Προχωρώντας μέσα στη συνοικία, νά κι ένα σπίτι με πωλητήριο. Στα περισσότερα ωστόσο οι ιδιοκτήτες έχουν βάλει λουκέτο και έχουν καρφώσει σανίδες στα παράθυρα. Όσα δεν έχουν πέσει, και είναι ξεκλείδωτα, χρησιμεύουν ακόμα και ως κοτέτσια. Υπάρχουν όμως και σπίτια στα οποία μπορείς να μπεις μέσα. Προσέχεις τα σαπισμένα σανίδια στο πάτωμα και ανακαλύπτεις «θησαυρούς»: ένα εμαγέ πιάτο, ένα καλάθι, ένα λαγήνι. Στον τοίχο χάσκουν τα φύλλα από τις ντουλάπες, ένα εικονοστάσι παραμένει άδειο.
Αντιστέκομαι στον πειρασμό να πάρω «λάφυρο» ένα αδράχτι που βρίσκω. Θέλω να σκέφτομαι ότι κάποια μέρα κάποιος από τους ιδιοκτήτες θα επιστρέψει.
Την εικόνα εγκατάλειψης επιτείνει το ιδιοκτησιακό καθεστώς που περιπλέχθηκε όταν πολλοί έχασαν την τουρκική υπηκοότητα, κυρίως οι άντρες που δεν εκπλήρωσαν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις. Όσοι πάλι έχουν κληρονομικά δικαιώματα και ελληνική υπηκοότητα, θα πρέπει να κατοχυρώσουν δικαστικά την κληρονομιά τους.
«Σήμερα το Σχοινούδι έχει 70-80 μόνιμους κατοίκους. Μέχρι να φτιαχτούν οι φυλακές είχε 4.500 κατοίκους. 350 παιδιά πήγαιναν στο σχολείο. Ήταν το πιο πλούσιο χωριό», μου λέει λίγο αργότερα ο 78χρονος Μίμης Κοκκινάκης. Με υποδέχεται στο σπίτι του, επιμένει να κεράσει καφέ ή ρακή, και μου δίνει κολόνια για τα χέρια. Σχεδόν τριάντα χρόνια έμεινε στην Αθήνα, «πρόσφυγας» όπως λέει ο ίδιος. Επέστρεψε στην Ίμβρο όταν πέθανε η γυναίκα του και σπάνια πλέον φεύγει από το νησί.
Όταν τον ρωτάς για το πώς ήταν την περίοδο που λειτουργούσαν οι φυλακές, αρκείται να πει: «Έρχονταν νύχτα, σκοτεινιά… Ποιος να βγει έξω από το σπίτι του;». Όταν τον ρωτάς γιατί το 1975 πήρε γυναίκα και παιδιά και έφυγε, απαντά: «Μας πήραν όλα τα καλά μας».
Επιστρέφοντας στον κεντρικό δρόμο με προορισμό τις βορινές συνοικίες Πέρα Χωριό και Αγία Ελένη, με τους χωμάτινους δρόμους και λίγο περισσότερους Έλληνες –όπως μου είπαν–, μπαίνω στο νεκροταφείο του χωριού, απέναντι από την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας. Έχει πιάσει πλέον απόγευμα.
Λίγους μήνες νωρίτερα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης είχε τελέσει εδώ μνημόσυνο για τα θύματα δύο ναυαγίων στα νερά του επινείου, του Πύργου, ένα το 1950 και ένα το 1955. Ίσως δεν είναι το πιο κατάλληλο μέρος, αλλά είμαι περίεργη να μάθω αν στο Σχοινούδι, και στην Ίμβρο γενικά, οι Έλληνες παντρεύονται Τούρκους. Μου δείχνουν ένα μνήμα και μου μιλούν για ένα έγκλημα που ακόμα συζητείται στο νησί: το 2013, πάνω σε καβγά, Τουρκάλα σκοτώνει Ελληνίδα. Συγγενής της πρώτης είχε σχέση με την κόρη της δεύτερης, και η Τουρκάλα πήγε να ζητήσει το λόγο.
Την ησυχία του απογεύματος σπάνε οι χαμηλές πτήσεις των μαχητικών. Βρίσκομαι πλέον στις «από κει» συνοικίες, όπου οι κάτοικοι του καλοκαιριού παρατείνουν τη διαμονή τους λίγο πριν πιάσει ο βαρύς χειμώνας. Εδώ οι ελληνικές πινακίδες στα αυτοκίνητα είναι πιο συχνές, οι συνοικίες έχουν λιγότερη ανηφόρα, τα περισσότερα σπίτια είναι ολόκληρα. Με έναν καφέ στο χέρι πιάνουμε να μιλάμε για τα χρόνια που οι Σχοινουδιώτες πήγαιναν στην Ελλάδα και έκαναν τις πιο «ταπεινές» δουλειές: οικοδομή οι άντρες, ράφτρες και καθαρίστριες οι γυναίκες.
Και πώς τα πράγματα «αγρίεψαν» ακόμα περισσότερο μετά την εισβολή στην Κύπρο. «Και εμείς φιλοξενούμενοι είμαστε», μου λένε, και ένα αίσθημα ανάμεσα σε πίκρα και αποδοχή μένει να αιωρείται. Η Ίμβρος έγινε İmroz και πλέον είναι Γκιοκτσέαντα (Gökçeada), το νησί του μικρού ουρανού στα τούρκικα.
Έχει πάρει πια να νυχτώνει όταν φεύγω από το Σχοινούδι. Τη λεγόμενη «μπλε ώρα», όταν το φως αρχίζει να δίνει τη θέση του στο σκοτάδι, τα ελάχιστα φώτα του χωριού αρχίζουν να ανάβουν. Σχεδόν ένα 48ωρο μετά, όταν στο δρόμο της επιστροφής στην Ελλάδα με ρωτούσαν τι μου άρεσε περισσότερο από την Ίμβρο, δεν δυσκολεύτηκα να διαλέξω το Σχοινούδι. Στο μυαλό μου δεν είναι το θλιμμένο χωριό αλλά το χωριό που με έμαθε Ιστορία όπως κανένας δάσκαλος δεν μπόρεσε.