Δεν διαθέτω κανένα απολύτως ψήγμα αλυτρωτισμού μέσα μου. Ο πατριωτισμός μου, δε, δεν ξεπερνάει καθόλου τον μέσο πατριωτισμό ενός μέσου πολιτικά φιλελεύθερου πολίτη. Ήξερα, ταξιδεύοντας στη Σμύρνη, ότι δεν επρόκειτο να νιώσω κανενός είδους νοσταλγία για κάτι που, έτσι κι αλλιώς, δεν έζησα, αν και η καταγωγή μου έλκεται ακριβώς από εκεί – όπως και χιλιάδων άλλων. Πατώντας, όμως, το πόδι μου στη Σμύρνη (στο Ιζμίρ, όπως λέγεται πια σήμερα), δεν απέφυγα να φέρω στο μυαλό μου τη Θεσσαλονίκη. Ένα παράξενο συναίσθημα οικειότητας· κάτι σαν να μου χτυπούσε ένα καμπανάκι που έλεγε: αυτή την πόλη την ξέρεις. Φυσικά, δεν ήξερα τίποτα από την πόλη. Φρόντισαν να μας τη μάθουν, ωστόσο, οι φιλόξενοι διοργανωτές ενός φεστιβάλ γραμμάτων και τεχνών, του οποίου ήμουν προσκεκλημένος.
Η παραλία της Σμύρνης είναι ίδια, ολόιδια, η παραλία του κέντρου της Θεσσαλονίκης.
Οι μυρωδιές του νερού, οι πηγμένες πολυκατοικίες, ο πεζόδρομος, τα πάρκα κατά μήκος της παραλίας, οι παρέες, οι περιπατητές, οι ποδηλάτες – μια Θεσσαλονίκη μπροστά μου (χωρίς τον Λευκό Πύργο, βέβαια). Τα σοκάκια της πόλης μού θύμισαν την Άνω Πόλη και οι κλειστές αγορές το Καπάνι. Και, ασφαλώς, οι αρχαιολογικοί χώροι. Έτυχε, δε, την ίδια περίοδο να επισκέπτεται την πόλη ο Ερντογάν – το είχαμε καταλάβει από τις χιλιάδες αφίσες που είχαν γεμίσει τους δρόμους. Οι διοργανωτές λες και είχαν βάλει στόχο να μας δείξουν τα πάντα που είχαν άμεση σχέση με την Ελλάδα. Κι ας μη μιλήσω για τη φιλοξενία των Τούρκων (που κατά έναν –ίσως ανεξήγητο, ίσως κι όχι– λόγο, είχαν όλοι καταγωγή από την Ελλάδα), η οποία είναι κάτι ανίδωτο. Τους θαύμασα. Ό,τι στερεότυπο έχετε ακούσει (και, ίσως, εμπεδώσει) για τη Θεσσαλονίκη, θα το βρείτε παρομοίως και στη Σμύρνη (εκτός από τους αμέτρητους Κεμάλ σε κάθε σημείο, μαγαζί και σπίτι της πόλης).
Υπερβολές; Ενδεχομένως.
Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι οι πόλεις που φτιάχτηκαν από τα ίδια «υλικά», δεν μπορεί, κάτι θα κράτησαν ζωντανό μες στους αιώνες.
Δημήτρης Αθηνάκης
- Αναδημοσίευση από την εφ. Καθημερινή.