Ανεξάρτητα από τη διπλωματική αποτίμηση του ταξιδιού του Έλληνα πρωθυπουργού στην Τουρκία, δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο ένα γεγονός που έχει τεράστια συμβολική σημασία και ανατρέπει μια παράδοση της ελληνικής διπλωματίας που καλά κρατούσε από το 1922. Και η παράδοση αυτή συνδέεται με την -αληθινή ή όχι- εκδήλωση σεβασμού προς το αμφιλεγόμενο πρόσωπο του ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας, του Μουσταφά Κεμάλ πασά, ο οποίος έλαβε το προσωνύμιο «Ατατούρκ», δηλαδή «πατέρας των Τούρκων».
Για τους σύγχρονους Τούρκους ο Μουσταφά Κεμάλ ήταν όντως Ατατούρκ, εφόσον συνεχίζοντας την πολιτική των Νεότουρκων εθνικιστών κατασκεύασε σχεδόν εκ του μηδενός ένα νέο έθνος. Όμως για τις μη μουσουλμανικές κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Αρμένιους, Έλληνες, Ασσύριους) υπήρξε ο μοιραίος άνθρωπος, ο οποίος επέφερε το οριστικό τέλος στην ύπαρξή τους.
Η καταστροφή και η πυρπόληση της Σμύρνης το Σεπτέμβρη του 1922 υπήρξε η τελευταία βίαιη πράξη που συνέβη συνειδητά από τον τουρκικό εθνικισμό υπό τα όμματα και την επιδοκιμασία του Κεμάλ.
Εκτός από όλα αυτά όμως, ο Μουσταφά Κεμάλ έδωσε την έμπνευση στο ναζιστικό κίνημα, που επικράτησε λίγα χρόνια αργότερα στην Ευρώπη και τελειοποίησε τις μεθόδους που από το 1914 είχαν αρχίσει να εφαρμόζονται επί των στοχοποιημένων μη μουσουλμανικών κοινοτήτων. Η πρόσφατη μελέτη του Stefan Ihring με τίτλο Atatürk in the Nazi Imagination που εκδόθηκε από τις εκδόσεις του Harvard έδωσε τις τελικές απαντήσεις πάνω στα ερωτήματα αυτά.
Η επίσημη ελλαδική στάση μετά το 1922
Από την επαύριο της Μικρασιατικής Καταστροφής και της προσπάθειας ομαλοποίησης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η εκδήλωση σεβασμού προς το πρόσωπο του Μουσταφά Κεμάλ υπήρξε η κορυφαία συμβολική πράξη των ελλαδικών κυβερνήσεων. Ήδη, το 1931, λίγο μετά τη σύναψη της ελληνοτουρκικής συμφωνίας της Άγκυρας, που θεωρήθηκε από τους προσφυγικούς πληθυσμούς ότι έθετε τέρμα στις οικονομικές τους απαιτήσεις και χάριζε στο τουρκικό δημόσιο τις τεράστιες ελληνικές περιουσίες, ο Ελευθέριος Βενιζέλος τον πρότεινε για Νόμπελ Ειρήνης. Να σημειώσουμε ότι μετά την υπογραφή της Συνθήκης αυτής, μια κρίσιμη μάζα προσφύγων θα μετατοπιστεί εκλογικά προς την Αριστερά και αυτό θα συμβάλλει στην εκλογική ήττα του Ελ. Βενιζέλου το 1932.
Αυτός όμως που υπήρξε ο ειλικρινέστερος θαυμαστής του Μουσταφά Κεμάλ ήταν ο δικτάτορας -εθνικιστής, αντικομμουνιστής και αντιπρόσφυγας- Ιωάννης Μεταξάς.
Η κορυφαία πράξη περιφρόνησης και προσβολής των προσφύγων ήταν αποτέλεσμα του φιλο-ατατουρκισμού του. Το 1938, με έξοδα του ελληνικού δημοσίου αγόρασε από τον ιδιώτη που το κατείχε το υποτιθέμενο σπίτι που γεννήθηκε ο Μουσταφά Κεμάλ πασά. Στη συνέχεια το δώρισε στο τουρκικό κράτος, το οποίο το μετέτρεψε σε τουρκικό προξενείο. Επιπλέον, ο Μεταξάς μετονόμασε την Οδό Αποστόλου Παύλου σε Οδό Κεμάλ Ατατούρκ. Την ονομασία αυτή είχε έως και το ’55. Την ονομασία αυτή σεβάστηκαν απολύτως και οι νικητές του Εμφυλίου πολέμου –επίσης εθνικιστές και αντικομμουνιστές. Η Οδός ξαναπήρε το παλιό της όνομα λόγω του πογκρόμ που πραγματοποίησε το τουρκικό Βαθύ Κράτος κατά της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης.
Την πολιτική αυτή θα ακολουθήσουν με συνέπεια όλες ο συντηρητικές μετεμφυλιακές κυβερνήσεις καθώς και η χούντα των συνταγματαρχών (1967-1974).
Αλλά και μετά τη Μεταπολίτευση κανένα από τα δημοκρατικά κόμματα που διαχειρίστηκαν την εξουσία(ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) δεν τόλμησε να αμφισβητήσει αυτήν τη παράδοση της απόδοσης τιμής προς έναν μεγάλο εθνικιστή, που βαρύνεται με την ολοκληρωτική εξόντωση των μειονοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Χαρακτηριστικές είναι οι συμπεριφορές των Ελλήνων πρωθυπουργών Γιώργου Παπανδρέου και Κώστα Καραμανλή, όταν δουλοπρεπέστατα και παρά τις μεγάλες αντιδράσεις των προσφυγικών οργανώσεων αποδέχτηκαν να τηρήσουν κατά γράμμα το διπλωματικό πρωτόκολλο, παρότι γνώριζαν ότι υπήρχε η περίπτωση να παρακαμφθεί, όπως είχε γίνει σε άλλες περιπτώσεις επίσκεψης αρχηγών κρατών.
Το συμπέρασμα
Η παράκαμψη του πρωτόκολλου από τον Αλέξη Τσίπρα και η μη κατάθεση στεφανιού στο Μαυσωλείο του Ατατούρκ αλλάζει οριστικά την παράδοση που επικρατούσε έως τώρα. Αποδεικνύει επίσης ότι η νέα γενιά των πολιτικών έχει πληρέστερη ιστορική γνώση και διατηρεί την πεποίθησή της ότι μπορεί να αλλάξει ακόμα και μια παράδοση που κρατά 90 και πλέον έτη.
Μετά από αυτή την αξιοπρεπή στάση, κανείς επόμενος Έλληνας πρωθυπουργός δεν θα διανοηθεί να επανέλθει σε εθελόδουλες συμπεριφορές υποκλινόμενος μπρος στα σύμβολα ενός ακραίου και αντιμειονοτικού εθνικισμού.
Βλάσης Αγτζίδης