Στις αρχές Νοεμβρίου 1958, ο βασιλιάς Παύλος επισκέφθηκε με την κόρη του, πριγκίπισσα Ειρήνη, την Παναγία Σουμελά, συνοδευόμενος από τον νομάρχη Ημαθίας Αναπλιώτη και από στρατιωτικές και αστυνομικές Αρχές. Έτυχε θερμής υποδοχής από τον πρόεδρο του Ιδρύματος «Παναγία Σουμελά» Φίλωνα Κτενίδη, τον αντιπρόεδρο Δημήτριο Φυλλίζη, τον ηγούμενο της Μονής Θεοφύλακτο, τους μοναχούς, νέους με ποντιακές ενδυμασίες και τους λίγους προσκυνητές που έτυχε να βρίσκονται εκεί.
Αφού προσκύνησε την εικόνα της Παναγιάς παρακολούθησε τη δοξολογία που εψάλη, και στον προθάλαμο της εκκλησιάς έπιασε κουβέντα με τον Δημήτρη Φυλλίζη. Τον ρώτησε από ποιο μέρος του Πόντου ήρθε στην Ελλάδα, κι εκείνος αποκρίθηκε «από την Τραπεζούντα». Αφηγήθηκε στη συνέχεια πώς έφυγαν κυνηγημένοι από τον Πόντο, τα δεινά που υπέστησαν, και πώς εγκατέλειψαν τον πολιτισμό που δημιούργησαν επί πολλούς αιώνες.
Ο βασιλιάς άκουγε με προσοχή όσα του διηγούνταν ο Φυλλίζης. Και μετά του έκανε την ερώτηση: «Θα θέλατε να επιστρέψετε στην Τραπεζούντα;».
Το πρόσωπο του Φυλλίζη εγκατέλειψε το χαμόγελο και ντύθηκε με το ύφος της λύπης. Γύρισε μετά, κοίταξε στα μάτια τον βασιλιά και του απάντησε: «Προσωπικώς, Μεγαλειότατε, όχι! Δεν θα ήθελα να επιστρέψω… Δεν θα ήθελα και δεν θα μπορούσα να αντικρύσω την καταστροφή…». Στο σημείο αυτό βούρκωσαν τα μάτια του, πήρε μια ανάσα και πρόσθεσε: «Εύχομαι να επιστρέψουν κάποτε οι νεότεροι…».
Ο Παύλος τον πλησίασε, και τον χτύπησε απαλά στην πλάτη λέγοντας: «Καταλαβαίνω τον πόνο σου και τον πόνο όλων των Ποντίων… Αφήσατε εκεί στη μακρινή πατρίδα σας τα πάντα, και την καρδιά σας, και πήρατε μαζί σας μόνο τις αναμνήσεις…».
Τάσος Κ. Κοντογιαννίδης