Μια σπουδαία ανακάλυψη έκαναν αρχαιολόγοι στο Ισραήλ ισχυριζόμενοι ότι έλυσαν «ένα από τα μεγαλύτερα αρχαιολογικά μυστήρια των Ιεροσολύμων».
Είναι πεπεισμένοι ότι έφεραν στο φως την οχύρωση της ισχυρότατης κάποτε ελληνιστικής πόλης Άκρα και της βάσης ενός πύργου «εντυπωσιακών διαστάσεων» που οικοδομήθηκαν από τον Αντίοχο Δ΄ τον Επιφανή, αυτοκράτορα της δυναστείας των Σελευκιδών, αμέσως μετά την κατάληψη της πόλης το 168 π.Χ.
Ο πύργος έχει ύψος 18 μέτρα, μήκος 20 και πλάτος 4 μέτρα. Δέκα χρόνια αφότου η αρχαιολογική σκαπάνη άρχισε το έργο της, οι ειδικοί αποκάλυψαν σε χώρο στάθμευσης της παλιάς πόλης την ηλικίας 2.000 ετών περιτείχιση καθώς και ένα όρυγμα που εμπόδιζε τους επιτιθέμενους να φθάσουν στο οχυρό.
Το κάστρο είχε κατασκευαστεί τότε σε σημείο ώστε να μπορεί να προστατεύσει το Όρος του Ναού, σύμφωνα με τους επικεφαλής των ανασκαφών. Αναφορά για την Άκρα υπάρχει και στο εβραϊκό βιβλίο των Μακκαβαίων καθώς και στα γραπτά του ιστορικού Ιώσηπου Φλάβιου, που την τοποθετούν εντός της Πόλεως του Δαυίδ.
Στο σημείο των ερευνών έχουν εντοπιστεί πολλά ευρήματα, όπως μπρούτζινες αιχμές βελών και πέτρες που χρησιμοποιούνταν στους καταπέλτες, βλήματα για σφεντόνες κτλ. Τα περισσότερα έφεραν εγχάρακτη τρίαινα του Βασιλιά Αντίοχου.
Αντικείμενα που φέρουν τη «σφραγίδα» του Βασιλιά Αντίοχου
Ο Ντόρον Μπεν-Άμι, ο οποίος ηγήθηκε της ανασκαφής, δήλωσε σχετικά: «Πρόκειται για ένα σπάνιο παράδειγμα για το πώς πέτρες, νομίσματα και χώμα μπορούν να συμβάλουν σε μια ενιαία αρχαιολογική αφήγηση που αφορά συγκεκριμένες ιστορικές πραγματικότητες της πόλης της Ιερουσαλήμ».
Η πόλη έπεσε το 141 μ.Χ. μετά από μακρά πολιορκία του Σίμωνος Μακκαβαίου, η οποία οδήγησε σε λιμοκτονία την ελληνική φρουρά.