Ήταν 34 ετών όταν είδε μπροστά στα μάτια της να πυροβολούνται εν ψυχρώ από Τούρκους στρατιώτες ο άνδρας της, ο πατέρας της, οι σύζυγοι των δύο αδελφών της, ο θείος και νονός της και ο ξάδελφός της.
Ήταν 20 Ιουλίου του 1974, μια αποφράδα μέρα για την ίδια αλλά και για χιλιάδες οικογένειες στο μαρτυρικό νησί της Κύπρου. Η Χαρίτα Μάντολες, ένα πρόσωπο-σύμβολο του αγώνα για τους συγγενείς των αγνοουμένων αλλά και για ολόκληρη το νησί, δηλώνει αποφασισμένη να συνεχίσει να αγωνίζεται για τη δίκαιη επιστροφή στο σπίτι της και στο χωριό της, την Ελιά της Κερύνειας.
«Έγινε ένα έγκλημα στην Κύπρο. Έγινε τουρκική εισβολή. Έγινε ένα πραξικόπημα που ήταν η αφορμή για να ‘ρθει η Τουρκία στην Κύπρο. Αυτό για μένα, το γεγονός ότι δεν τιμωρήθηκε κανείς, δεν με καθησυχάζει. Έχω πόνο και θυμό μέσα μου», λέει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Για πολλά χρόνια πίστευε ότι ο άντρας της δεν ήταν νεκρός γιατί, όπως λέει η ίδια, όταν τον πυροβόλησαν, οι στρατιώτες δεν την άφησαν να τον αγγίξει.
Ακολούθησαν μεγάλες περιπέτειες για εκείνη και τα παιδιά της. Όμως δεν έπαψε να ελπίζει ότι μπορεί κάποιος μπορεί να είχε επιζήσει. Ακόμη και στο γραφείο του Ντενκτάς τηλεφώνησε, το 1978, επιχειρώντας να αποσπάσει κάποια πληροφορία. Τελικά, το 2009 ταυτοποιήθηκαν τα οστά των συγγενών της και τότε αποφάσισε να δεχτεί την πρόταση της φίλης της, Ευρυδίκης Περικλέους-Παπαδοπούλου, να γράψει ένα μυθιστόρημα για τη ζωή της.
«Αυτό το βιβλίο δεν είναι η δική μου η ζωή, αλλά η ζωή της μάνας, της γυναίκας της Κύπρου που πόνεσε πολύ, υπέφερε και συνεχίζει να πονά» σημειώνει μιλώντας στο περιθώριο της παρουσίασης του βιβλίου (με τίτλο Ως Αληθώς), που έγινε την περασμένη Δευτέρα στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών στη Θεσσαλονίκη.
Συγκλονιστική είναι η αφήγησή της όταν ανατρέχει στις μνήμες από την εκταφή των οστών, στο σημείο όπου πυροβολήθηκαν οι δικοί της άνθρωποι.
«Εγώ πήγαινα εκεί πέντε μέρες και έσκαβα με τα χέρια και έβρισκα λείψανα. Και όταν η μπουλντόζα έμπηξε τη φούχτα για να βγάλει χώμα, κρεμάστηκε πάνω της το κίτρινο πουκάμισο του ξαδέλφου μου. Μακάβρια πράγματα ζήσαμε», αναφέρει δακρυσμένη.
Ένα ακόμη γεγονός που σφράγισε τη ζωή της, ήταν οι κηδείες των ανθρώπων που έχασε κατά την εισβολή. «Τότε πήρα την απόφαση να γράψω γι’ αυτά τα πράγματα. Με παρακινούσε πολύς κόσμος», εξηγεί, και συμπληρώνει ότι η νέα γενιά διψά να μάθει τι έγινε στα γεγονότα του ’74.
«Σε ένα σχολείο μπορεί να βρίσκονται 800 μαθητές και όταν τους μιλώ δεν ακούω ούτε την αναπνοή τους. Με περιμένουν με στόμα ανοιχτό και μάτια καρφωμένα για να ακούσουν», λέει με έμφαση.
Και προσθέτει: «Περιμένουν να αλλάξει κάτι για τον τόπο μας. Οι πολιτικοί μας είναι ανάξιοι, δεν διεκδικούν αυτά τα πιστεύω μας».
Τονίζει παράλληλα το δράμα που βίωσε περνώντας στις ελεύθερες περιοχές με δύο παιδιά γυμνά. «Τότε δεν είχα τίποτε. Η Ελλάδα να είναι καλά και ο ελληνισμός. Αυτοί μας βοήθησαν να επανέλθουμε. Μας έστειλαν ρούχα, παπούτσια, την αγάπη τους, τη δύναμη και το κουράγιο».