Ό,τι είναι η Παναγία της Τήνου για τους Έλληνες του Νότου, είναι και η Παναγία Σουμελά για τους απανταχού Ποντίους και τους Έλληνες του Βορρά. Είναι η οδηγήτρια των Ελλήνων του Πόντου, που για αιώνες στάθηκε προστάτιδα και παρηγορήτριά τους, το Ιερό και Εθνικό τους Σύμβολο, το Ακρωτήρι της Ελπίδας, η τροφός και φρουρός των ονείρων, των στοχασμών και των μύχιων πόθων τους.
Είναι αυτή που έδωσε δύναμη στον υπόδουλο και μαρτυρικό ποντιακό λαό να κρατήσει με πείσμα και αυτοθυσία –χωρίς εμπάθεια και μίσος προς τους αλλόθρησκους και αλλοεθνείς τυράννους του– τα πατροπαράδοτα, τη θρησκεία του, την εθνική του συνείδηση, τη λαογραφία του, τις ηθικές, κοινωνικές και οικογενειακές του αρχές και παραδόσεις, και προπάντων τη γλώσσα του.
Το Μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά μπορεί να έμεινε στον μακρινό Πόντο, εκεί στο όρος Μελά, αλλά η εικόνα του βρίσκεται ριζωμένη στις καρδιές των απανταχού Ποντίων.
Από τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των παππούδων μας στην ελεύθερη Ελλάδα δεν έπαψαν ούτε στιγμή να την ονοματίζουν, να προσεύχονται σ’ αυτήν και να ζητούν τη χάρη Της.
Οι χιλιάδες Πόντιοι πρόσφυγες κάθε Δεκαπενταύγουστο θρηνούσαν και έλεγαν πως «είναι ορφανοί χωρίς την Παναγιά τους», και τότε, το 1950, ένα άρθρο του γιατρού Φίλωνα Κτενίδη στην Ποντιακή Εστία αναπτέρωσε το ηθικό τους. Έγραφε ότι δεν μπορεί να ανεχθεί την παραμονή της εικόνας της Παναγιάς σε μουσείο, ενώ δύο γεγονότα γέννησαν την επιθυμία να αποκτήσουν οι Πόντιοι μοναστήρι ανάλογο μ’ εκείνο στον Πόντο για να προσκυνούν τη Μεγαλόχαρη.
Ορφανεμένοι οι Πόντιοι ζητούν την Παναγιά τους
Μια γριούλα από την Καλαμαριά επισκέπτεται τον Κτενίδη και του λέει: «Όλον ο κόσμον έχ’ Παναΐαν και μοναχά εμείς είμεσ’ ορφανοί», και τον προέτρεψε να χτίσουν μοναστήρι για να δώσει πριν πεθάνει το αφιέρωμα που είχε φέρει από τον Πόντο. Το δεύτερο ήταν η επιστολή του Πόντιου υπουργού Βορείου Ελλάδος Λεωνίδα Ιασωνίδη, που ζητούσε «να εκτελέσουμε το καθήκον μας» απέναντι στην πρόσφυγα Παναγιά. Ξεσηκώθηκαν τότε οι Πόντιοι βουλευτές Λαμπριανίδης, Νικολαΐδης, Παυλίδης, Μιχαηλίδης, Μπαλτατζής, Λαυρεντίδης (φωτ. δεξιά), και άλλες προσωπικότητες, για να υλοποιήσουν την ποντιακή «Μεγάλη Ιδέα».
Τότε, γεμάτος χαρά και συγκίνηση, ο ιερομόναχος Αμβρόσιος Σουμελιώτης έγραψε στον Φ. Κτενίδη: «ησθάνθην ανέκφραστον χαράν δια την καταβαλλομένην προσπάθειαν, διότι διατελέσας αδελφός της ιστορικής Μονής Σουμελά επί μακράν σειράν ετών και τελευταίος επισκέπτης αυτής κατά το 1931, ότε μετέβην εκείσε εντολή της κυβερνήσεως και μετεκόμισα εκείθεν τα κεκρυμμένα υπό την γην ιερά κειμήλια της Μονής, μετά βαθυτάτης θλίψεως και σπαραγμού καρδίας έβλεπον να παραμένωσι ταύτα κεκλεισμένα εντός μουσείου, συμμεριζόμενος και τον πόνον των αδελφών Ποντίων οραματιζομένων την Θεοτόκον εν τη ημέρα της κρίσεως αναφωνούσαν αυτούς: “Εν φυλακή ήμην και ουκ ήλθατε πρός με…”».
Ο Τύπος της εποχής για την υπό ανέγερση Παναγία Σουμελά στο Βέρμιο
Στις 12 Αυγούστου 1951 η εφημερίδα Εμπρός προβάλλει έντονα το θέμα της Παναγίας Σουμελά: «Το έτος 391 η εικόνα της Παναγίας της Αθηναίας που ιστορήθηκε σύμφωνα με την παράδοση από τον Ευαγγελιστή Λουκά, εγκαταστάθηκε κατά θαυμαστόν τρόπον στην κορυφή του όρους Μελά του Πόντου, εις το εσωτερικόν της Τραπεζούντος. Και πέντε χρόνια αργότερα ιδρύθηκε το ξακουστό Μοναστήρι που πήρε μαζί με την εικόνα το όνομα της “Παναγίας Σουμελά”.
»Από τότε ως την ημέρα της μικρασιατικής συμφοράς, δεκαέξ περίπου αιώνας η Παναγία Σουμελά δεν έπαυσε να προσκυνάται και να λατρεύεται ως εξαιρετικό ίνδαλμα από τους Ποντίους. Τα θαύματα και οι θρύλοι της έφεραν προσκυνητάς εις εκείνο το μακρινό βουνό Μεγιστάνας και Αυτοκράτορας, ακόμα και παντοδύναμους Σουλτάνους. Ποικίλα και πολύτιμα αναθήματα που διεσώθησαν μέχρι των ημερών μας, εναπετέθησαν προ της ιεράς εικόνος της Μεγαλόχαρης του Πόντου από τους μεγάλους όλων των Εποχών.
»Η σεπτή αυτή εικών της Παναγίας Σουμελά ως εκ θαύματος διεσώθη της ολοκληρωτικής καταστροφής που ενέσκηψεν εις τον αλύτρωτον Ελληνισμόν και από το 1931 διεκομίσθη εις την Ελλάδα όπου και φυλάσσεται μαζί με άλλα κειμήλια της Μονής εις κάποιαν γωνίαν του Βυζαντινού Μουσείου».
Το δημοσίευμα συνεχίζει με την κίνηση των Ποντίων Βορείου Ελλάδος, πρωτοστατούσης της Ποντιακής Εστίας (το περιοδικό του Φίλωνα Κτενίδη), για την κατασκευή ναού που θα στεγάσει μια μέρα την εικόνα της Παναγίας και τα κειμήλια ώστε να είναι κατορθωτή η λατρεία και το προσκύνημά τους από τους χιλιάδες πιστούς.
Τρεις μήνες πριν, στις 30 Μαΐου 1951, είχε βρεθεί το κατάλληλο μέρος –το νέο όρος Μελά– στο Βέρμιο της Ημαθίας, είχε συγκεντρωθεί ικανό ποσό από εράνους, είχαν παραχωρηθεί από την κοινότητα Καστανιάς με την έγκριση της κυβερνήσεως Σοφοκλή Βενιζέλου 500 στρέμματα και είχε αρχίσει με τη βοήθεια του στρατού η οικοδόμηση του ναού.
Στις 15 Αυγούστου 1952 έγιναν τα θυρανοίξια του Ναού, και εύχαρις ο Πίνδαρος των Ποντίων Φίλων Κτενίδης έγραψε στην Ποντιακή Εστία: «Ατώρα θεμελίωσα, και χτίζω ξάν’ φωλέαν, θα έχω ξάν’ τα σήμαντρά μ’ θα έχω τα καμπάνας».
Η θαυματουργή εικόνα παίρνει τη θέση της στο ναό
Το 1992 ο Πόντιος ευπατρίδης Ισαάκ Λαυρεντίδης επισκέφθηκε τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και του μετέφερε την επιθυμία εκατομμυρίων Ποντίων λέγοντας ότι η θέση της θαυματουργής εικόνας της Παναγιάς είναι στο μοναστήρι και όχι στο μουσείο.
Έτσι, τα τρία ιερά κειμήλια που είχε φέρει το 1931 από τον Πόντο ηγούμενος της Μονής ο Αμβρόσιος Σουμελιώτης, αφού φιλοξενήθηκαν για εξήντα χρόνια στο Βυζαντινό Μουσείο, με εντολή του τότε πρωθυπουργού παραχωρήθηκαν στη Μονή. Με τιμές αρχηγού κράτους υποδέχθηκαν στο μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά στο Βέρμιο την εικόνα της Παναγιάς, έργο του ευαγγελιστή Λουκά, το σταυρό του αυτοκράτορα Εμμανουήλ Κομνηνού και το ιερό ευαγγέλιο του πατρός Χριστοφόρου, επίσης δώρο του αυτοκράτορα Δαυίδ του Κομνηνού, και αποτελούν από τότε πανελλήνιο προσκύνημα.
Στις πλαγιές του Βερμίου θα συγκεντρωθούν και φέτος χιλιάδες πιστοί Πόντιοι απ’ όλη την Ελλάδα, για να προσκυνήσουν την Παναγία Σουμελά, για να προσευχηθούν και να κλάψουν. Ναι, να κλάψουν, όπως κάνουν πάντα, γιατί μόνο έτσι βλέπουν με τα μάτια της ψυχής τους την Παναγία και λυτρώνονται.
Για τους σημερινούς Ποντίους, της δεύτερης και της τρίτης γενιάς, η Παναγία Σουμελά είναι αρωγός και οδηγήτρια. Για την πρώτη γενιά, την γενιά του ξεριζωμού, ήταν ανάγκη ψυχική, αναπότρεπτη, πρώτα απ’ όλα για να παρηγορηθεί, να πραΰνει τον καημό της, να θυμηθεί και να κλάψει τη χαμένη ευτυχία:
Να σαν εσάς ψηλά ραχιά, ’ς σην ξενιτέαν ’κί πάτε,
Η ξενιτέα κι ο θάνατον τα δύο έναν είναι.
Η κάρδια μ’ έν γιαραλούν, η ψή μ’ φαρμακωμένον,
Βάσταξον κάρδια μ’ βάσταξον, αν θελτς και αν ’κί θελτς.
Στη Νέα Παναγία Σουμελά στο Βέρμιο βρίσκονται τάφοι επιφανών Ποντίων: Του Αλέξανδρου Υψηλάντη, του πολιτικού αρχηγού της Επαναστάσεως του 1821, των βουλευτών Ισαάκ Λαυρεντίδη, Ελ. Ελευθεριάδη, Στ. Νικολαΐδη, αλλά και του ξεχωριστού Πόντιου ευεργέτη Ζώρα Μελισσανίδη, του οποίου τα παιδιά Δημήτρης και Ιάκωβος διέθεσαν πάνω από 5 εκατ. ευρώ για τη δημιουργία του ξενώνα «Μελισσανίδειο Μέλαθρο» στη μνήμη των γονιών τους Ζώρα και Βέρας.
Τάσος Κοντογιαννίδης