Εδώ και αρκετό καιρό διάφοροι αρθρογράφοι αναζητούν το τέλος της Μεταπολίτευσης με αφορμή σημαντικά γεγονότα. Τελευταίο ήταν η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία. Αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά την ηλικία του ηγέτη του, δεν αποτελεί μεταπολιτευτικό γεγονός. Είναι η ουσία της μεταπολίτευσης.
Ο βασικός πυρήνας των στελεχών του που διαμορφώνουν την έως τώρα πολιτική του είναι πρόσωπα του αντιδικτατορικού αγώνα που πρωταγωνίστησαν μεταπολιτευτικά στο ΚΚΕ κυρίως, και σε χώρους της ανανεωτικής Αριστεράς δευτερευόντως. Μιλάμε για τα στελέχη και όχι για την ΠΑΣΟΚογενή μάζα που του έδωσε την κυβερνητική πλειοψηφία. Αυτό σημαίνει ότι στο ΚΚΕ υπήρχε μια κρίσιμη μάζα στελεχών που επιζητούσε την πολιτική εξουσία και δεν έβλεπε το κόμμα να συμπληρώνει, απλώς, το πολιτικό φάσμα.
Ο κίνδυνος για το (μηδέποτε συγκροτηθέν με Δυτικούς όρους) αστικό πολιτικό σύστημα ήταν υπαρκτός. Μεταξύ των πολλών αδυναμιών του ήταν και το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να αναγνώσει τη μεταπολιτευτική δυναμική που αναπτύχθηκε στα πανεπιστήμια.
Παρά το γεγονός ότι η σύγχρονη ελληνική διανόηση δεν παράγει ιδέες αλλά –και αυτές– τις εισάγει από το εξωτερικό, ό,τι εισήχθη και αναπαρήχθη στον ελληνικό δημόσιο διάλογο έγινε από την Αριστερά, κυρίως την ανανεωτική, που αναζητούσε ιδεολογική ταυτότητα. Η άλλη, η παραδοσιακή κομμουνιστική, αρκούνταν στα έργα των μεντόρων της, της Οκτωβριανής ή της κινεζικής επανάστασης.
Ο απλοϊκός και μανιχαϊστικός λόγος αυτής της Αριστεράς προσέλκυσε το ενδιαφέρον της μεταπολιτευτικής νεολαίας η οποία, παρά το γεγονός ότι διάβαζε, δεν ήθελε και πολλές-πολλές δυσκολίες με πειραματισμούς που αμφισβητούσαν την κομμουνιστική, κυρίως, ορθοδοξία.
Μια αίσθηση συνωμοτικότητας και ομαδοποίησης προσέδιδε ακόμα περισσότερη γοητεία στις αριστερές αναζητήσεις οι οποίες ήταν της μόδας.
Ακόμη και σε ένα σαθρό και ευάλωτο πολιτικό σύστημα, όπως το ελληνικό, τα αριστερά αυτά κόμματα και ομάδες δεν επρόκειτο να δουν την προοπτική κυβερνητικής εξουσίας παρά μόνο ύστερα από μια μεγάλη κρίση, όπως αυτή που διανύουμε.
Δεν είναι τυχαίο ότι η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ που διεκδίκησε και κατέκτησε την πολιτική εξουσία προέρχεται από τη μανιχαϊστική Αριστερά. Την Αριστερά δηλαδή της λογικής «αυτοί οι κακοί και εμείς οι καλοί», και όχι της ανανεωτικής, όπως αποκλήθηκε, η οποία αναζητούσε εδώ και χρόνια τις λεπτές αποχρώσεις του ελληνικού πολιτικού και κοινωνικού σχηματισμού και το ρόλο που θα μπορούσε να διαδραματίσει στον εκσυγχρονισμό του.
Αυτή η τελευταία Αριστερά απέτυχε, παρά το γεγονός ότι από την ηγεσία της πέρασαν πολιτικές προσωπικότητες όπως ο Δρακόπουλος και ο Κύρκος, διότι η πλειοψηφία του ελληνικού εκλογικού σώματος δεν πολυασχολείται με λεπτομέρειες. Θέλει απλά λόγια. Μνημόνιο ή αντιμνημόνιο; Αυτή είναι και η βαθιά της πολιτικοποίηση!
Τις συνέπειες της μνημονιακής πολιτικής τις υπέστη το σύνολο σχεδόν της ελληνικής κοινωνίας αλλά στον ΣΥΡΙΖΑ συσπειρώθηκε η ρευστή εκείνη πλειοψηφία που ήταν εμφανής από τα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα. Οι κρίσεις είναι οι καλύτερες στιγμές διαφόρων ομάδων για να διαδώσουν και να αναπαραγάγουν τις αντιλήψεις τους, συνήθως με συνθήματα και ηθικολογικές αναφορές που ενεργοποιούν το δεξιό ημισφαίριο του ανθρώπινου εγκεφάλου – αλλά και καιροσκοπικά στρώματα της κοινωνίας που αναζητούν πάντοτε τη στενή σχέση με το γκουβέρνο.
Ακόμη και τώρα, τα στρώματα αυτά έχουν ενεργοποιημένες τις κεραίες τους αναζητώντας τη διάδοχη κατάσταση. Διότι η ιδεολογία του ΣΥΡΙΖΑ, η εναντίωση προς τα μνημόνια, κατέρρευσε. Και χωρίς ιδεολογία, χωρίς δηλαδή την αναπαραγωγή μιας ψευδούς συνείδησης, οι πολλές και ποικίλες διαφορετικές τάσεις δεν μπορεί να συνυπάρξουν. Οι επιμέρους ιδεολογικές διαφορές τους είναι τεράστιες. Εκείνο που τις ανάγκαζε σε συμπόρευση, ήταν ο κοινός αντιμνημονιακός τόπος.
Αυτός πλέον δεν υφίσταται, γι’ αυτό και άρχισε η διαδικασία αποδόμησης του ΣΥΡΙΖΑ όπως τον γνωρίζαμε. Είμαστε δηλαδή στην αρχή του τέλους του. Ένας, δύο ή πολλοί ΣΥΡΙΖΑ, όπως τα λουλούδια της κινεζικής επανάστασης, μπορεί να δημιουργηθούν, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ που γνωρίζαμε δεν θα υπάρχει.
Είναι μια αναγκαιότητα να ξεκαθαρίσει το πολιτικό σκηνικό για να πορευθεί η χώρα προς την κατεύθυνση που θα επιλέξει με όρους καθαρούς.
Δεν είναι ασυνήθιστη, για τμήματα της Αριστεράς, η καπηλεία λαϊκών αγώνων και προσανατολισμών (εν προκειμένω αναφέρομαι στο υψηλό ποσοστό του «όχι» και την επίμονη προσπάθεια να το καπηλευθούν ως επιλογή επιστροφής στη δραχμή και όχι ως εκδήλωση της άρνησης των μνημονιακών μέτρων). Ούτε είναι ασυνήθιστη η ταύτιση της Αριστεράς με την κρατικοποίηση της οικονομίας, η οποία αποτέλεσε την κύρια αιτία υπονόμευσης της Οκτωβριανής επανάστασης και ανάπτυξης μιας νέας άρχουσας τάξης, της γραφειοκρατίας.
Τη δημιουργία αυτού του γραφειοκρατικού πυρήνα επιδιώκει, όσο βρίσκεται στην εξουσία –και θέλει να παραμείνει, παρά τη διάστασή της με την προεδρική ομάδα σε μείζονος σημασίας ζητήματα– η «Αριστερή Πλατφόρμα», οι άλλες αριστερές ομάδες αλλά και η πρόεδρος της Βουλής. Η ομάδα αυτή είναι απαραίτητη για τη μακροημέρευσή της στην εξουσία και για να διαμορφωθεί χρειάζεται ένας ισχυρός κρατικός τομέας, μέσω του οποίου θα αναπαράγεται, και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης για τη διαμόρφωση όρων ιδεολογικής ηγεμονίας. Και προς την κατεύθυνση αυτή γίνονται επίμονες προσπάθειες.
Στον αριστερό χώρο είναι τόσο σχετικές οι έννοιες «Δεξιά-Αριστερά» που αρκεί να αναφερθεί ότι ακόμη και ο Στάλιν υπήρξε περίοδος που χαρακτηριζόταν «δεξιός».
Ο Στάλιν, γενικός γραμματέας του κόμματος, μαζί με τον Μπουχάτριν, θεωρητικό του κόμματος, τον Τόμσκι, ηγέτη των συνδικάτων, και τον Ρίκοφ, πρωθυπουργό της χώρας, αποτελούσαν τη δεξιά τάση επειδή δεν συμφωνούσαν με την επίθεση και εξαφάνιση των κουλάκων (εύπορων αγροτών χωρικών) και τη βιομηχανοποίηση, όπως πρότεινε η «αριστερή» τάση των Τρότσκι, Ζινόβιεφ και Κάμενεφ για να αντιμετωπιστεί το επισιτιστικό πρόβλημα.
Στο έργο του Νέα Γραμμή που δημοσίευσε στα τέλη του 1923 ο Τρότσκι ζητούσε να υπαχθεί η δημοσιονομική και νομισματική πολιτική του κράτους στις ανάγκες της βιομηχανοποίησης και γι’ αυτό θεωρήθηκε από τους «δεξιούς» υπέρμαχος της δικτατορίας της βιομηχανοποίησης. Ας προσεχθεί και σήμερα η θέση αυτή του Τρότσκι, ακόμη και από την τάση που φέρει το όνομά του.
Ο Τρότσκι δεν αμφισβητούσε διόλου την αρχή της γραφειοκρατικής διεύθυνσης της οικονομίας, ούτε και ζήτησε ποτέ να δοθεί στους εργάτες η δυνατότητα να αναπτύξουν την πρωτοβουλία τους μέσα στα εργοστάσια. Απλώς θεωρούσε σκανδαλώδες να θυσιάζονται οι επενδύσεις του τόπου και να εξανεμίζονται τα κέρδη της βιομηχανίας στη συντήρηση του υπεράριθμου και τόσο λίγο αποδοτικού υπαλληλικού προσωπικού.
Βεβαίως αργότερα ο Στάλιν, αφού εξόντωσε τους «αριστερούς» αντιπάλους του, εφάρμοσε ακριβώς αυτά που πρότειναν, οπότε πέρασε στην άλλη όχθη και έγινε «αριστερός». Τα ίδια στερεότυπα αντιμετωπίζουμε και σήμερα στους κόλπους του κυβερνώντος κόμματος, στα οποία και αναλώνεται η περισσότερη ενέργειά του. Την ώρα δηλαδή που η χώρα κινδυνεύει με αφανισμό, το ενδιαφέρον των συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ είναι η επιβίωση και η καθαρότητά τους. Από αυτήν την άποψη, μια διάσπαση του κυβερνώντος κόμματος θα ήταν λυτρωτική.
Η αρχή του τέλους του επί θύραις… Κάτι νέο θα γεννηθεί.