Μπήκαμε στην πιο καθοριστική για το μέλλον της Ελλάδος περίοδο έχοντας ομολογουμένως, διά στόματος του Έλληνα πρωθυπουργού, «συνθηκολογήσει», και βαδίζουμε προς επικύρωση των μέχρι σήμερα άτυπα συμφωνηθέντων. Γιατί;
Ξέρουμε πού θέλουμε να πάμε ως χώρα; Ναι.
Αφήνει περιθώρια η προς υπογραφή συμφωνία να πάμε εκεί που εμείς θέλουμε; Όχι.
Δυστυχώς για το όχι υπάρχει βεβαιότητα, όση βεβαιότητα μπορεί να έχει κάποιος για το μέλλον. Αυτό το νόημα είχε και το «όχι» που έλαβε 61,3% στο πρόσφατο δημοψήφισμα. Ότι, δηλαδή, τα μέτρα λιτότητας που έχουν επιλεγεί και τα οποία εκτιμάται ότι θα καθορίσουν αρνητικά και για πολλά χρόνια το μέλλον της χώρας δεν είναι ικανά να επιτρέψουν ανάκαμψη της οικονομίας – αντιθέτως μάλιστα, δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας ότι πρόκειται να μας βυθίσουν σε ακόμη μεγαλύτερη ύφεση με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την περαιτέρω φτωχοποίηση των Ελλήνων, την αύξηση της ανεργίας, την αύξηση της μετανάστευσης του ανθού του ελληνικού πληθυσμού, τη μείωση της αμυντικής ισχύος της Ελλάδας, με περαιτέρω άμεση συνέπεια τη μεγαλύτερη πολιτική και οικονομική εξάρτηση από αυτούς που αποφασίζουν σήμερα για εμάς ενάντια στη δική μας γνώμη και στα δικά μας συμφέροντα.
Στο τι φταίει, έχει πολλές φορές τεθεί ως λύση το δίλημμα: ευρώ ή δραχμή; Η ερώτηση είναι διπλά λανθασμένη διότι
- Δεν υφίσταται μόνο η δραχμή, όπως τη γνωρίσαμε, ως εναλλακτική λύση. Ως εναλλακτική πρόταση στο ευρώ, έστω θεωρητικά ως λύση ανάγκης, πρέπει να τεθεί ένα «εθνικό νόμισμα». Σημασία για το εθνικό νόμισμα x που μπορεί να επιλεγεί, ασχέτως ονόματος, θα είναι η ισοτιμία του προς τα ισχυρά νομίσματα συμπεριλαμβανομένου του ευρώ. Μπορεί δηλαδή η ισοτιμία του νέου εθνικού νομίσματος να είναι 250 x για 1 ευρώ, 100 x για 1 ευρώ, 1 x για 1 ευρώ, 0,5 x για 1 ευρώ κ.ο.κ. Συνεπώς, σημασία έχει πόσο ισχυρό θα είναι το νέο εθνικό νόμισμα που θα έχει επιλεγεί, και δεν είναι δεδομένο ότι σε περίπτωση εξόδου (προαιρετικής ή υποχρεωτικής) της Ελλάδας από την Ευρωζώνη θα γυρίσουμε υποχρεωτικά στη δραχμή της ισοτιμίας 1 ευρώ = 340,75 δραχμές.
- Το νόμισμα είναι ένα εργαλείο στην εργαλειοθήκη μιας οικονομίας, σημαντικό μεν, αλλά ένα εργαλείο και τίποτε περισσότερο. Δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Στόχος της κάθε οικονομίας είναι η ανάπτυξη, η οποία επιτυγχάνεται με την αύξηση του πλούτου μέσω της αύξησης της παραγωγής και των εξαγωγών, της προσφοράς υπηρεσιών (τουρισμός, ναυτιλία κ.ά.), επενδύσεων που εξασφαλίζουν κεφάλαια, σύγχρονη τεχνολογία, καλοπληρωμένη απασχόληση στο εργατικό δυναμικό της χώρας (διευρύνοντας τη φορολογική βάση για το κράτος) κ.ο.κ. Η νομισματική πολιτική, με κύριο εργαλείο το νόμισμα, είναι ένα τμήμα μόνο των οικονομικών πολιτικών που πρέπει να εφαρμόζει σωστά μια κυβέρνηση προκειμένου να πετύχει τους οικονομικούς της στόχους, που θα εξασφαλίζουν ευημερία στον πληθυσμό της χώρας.
Σήμερα η χώρα μας βρίσκεται δυστυχώς σε μια κατάσταση πολλαπλού θεσμικού εγκλωβισμού:
- Ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία έχουμε εκχωρήσει εθνική κυριαρχία δεδομένου ότι αποφάσεις που αφορούν πολλούς τομείς διοίκησης της χώρας λαμβάνονται από κοινοτικά όργανα. Όχι λίγες από τις αποφάσεις αυτές δεν εξυπηρετούν εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας διότι έχουν ληφθεί από το σύνολο των χωρών της ΕΕ, πολλές από τις οποίες λογικό είναι να έχουν ποικίλα άλλα συμφέροντα που δεν συμπίπτουν με τα δικά μας.
- Ως μέλος της Ευρωζώνης, δεδομένου ότι η νομισματική πολιτική της χώρας αποφασίζεται από συλλογικά κοινοτικά όργανα με γνώμονα στην πράξη τα συμφέροντα των μεγάλων και πλούσιων χωρών, όπως απέδειξε περίτρανα η οικονομική κρίση που μας ταλανίζει.
- Ως χώρα-μέλος που έχει δεσμευτεί από τη Συνθήκη Σένγκεν, η οποία δένει τα χέρια της Ελλάδος όσον αφορά την ευρύτερη διαχείριση του μεταναστευτικού προβλήματος, που έχει επηρεάσει λίαν αρνητικά την οικονομική και κοινωνική κατάσταση της χώρας και κυρίως τείνει να αλλοιώσει καθοριστικά την πληθυσμιακή σύνθεσή της και να ναρκοθετήσει την εσωτερική ασφάλειά της.
Δυστυχώς η συμφωνία που πιεστικά πρόσφεραν στην Ελλάδα οι εκπρόσωποι των «θεσμών-δανειστών» και αποδέχθηκε στις 13 Ιουλίου 2015 ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, ενάντια στη νωπή λαϊκή βούληση, συνιστά ουσιαστικά παράδοση της χώρας προς λεηλασία. Συγχρόνως την ταπεινώνουν καταρρακώνοντας την εθνική της αξιοπρέπεια και κυριαρχία πέραν της χαρακτηριστικής γερμανικής αλαζονικής συμπεριφοράς.
Ο Βίας ο Πριηνεύς χαρακτήρισε την αλαζονεία εμπόδιον σοφίας και είναι γεγονός ότι με την επίτευξη της «συμφωνίας» στις Βρυξέλλες τα χαράματα της 13ης Ιουλίου 2015 οι Γερμανοί, για μια ακόμη φορά, δεν διέψευσαν τη διεθνή κοινότητα και επιβεβαίωσαν ότι είναι αυτοί που ο κόσμος γνωρίζει ότι είναι.
Εν ολίγοις, η συγκεκριμένη συμφωνία ως προϊόν εκβιασμού είναι τελείως απαράδεκτη τόσον επί της ουσίας όσο και λόγω αρχών. Δεν έπρεπε να γίνει δεκτή από Έλληνα πρωθυπουργό τέτοια ταπεινωτική συμφωνία, και δευτερευόντως δεν έπρεπε να γίνει δεκτή ως πλήρως ασύμφορη και εναντίον των οικονομικών συμφερόντων της χώρας μας. Είναι κατάντια για τον πρωθυπουργό της Ελλάδος αλλά και για τους πολίτες της που το ανέχονται.
Τι δυνατότητες προσφέρονται σήμερα:
Αν, ο μη γένοιτο, υπογραφεί η συμφωνία και αποδεχθούμε επισήμως το περιεχόμενό της, η χώρα μας στο ορατό μέλλον εκτιμάται ότι θα πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο διότι θα είναι προγραμματισμένη να «ξεζουμίζεται» μέχρι τελικής οικονομικής κατάρρευσης. Αναπτυξιακή προοπτική δεν υπάρχει. Η συμφωνία περιλαμβάνει έξοδα, έσοδα, πληρωμές στους δανειστές. Πρόκειται για οικονομική καταδίκη, μια χώρα σε οικονομικά κάτεργα.
Συνεπώς, με τα σημερινά δεδομένα, η μόνη λύση που αφήνει ένα πολύ μικρό παράθυρο ανοικτό, στο βάθος ενός μεγάλου και σκοτεινού τούνελ, είναι η ουσιαστική δραπέτευση από τη σημερινή φυλακή μας. Δεν έχει πλέον σημασία η πιθανή υπεροχή του ευρώ ως οικονομικού εργαλείου έναντι κάποιας δραχμής, όταν βρίσκεσαι έγκλειστος στο διαβόητο οικονομικό αναμορφωτήριο της σημερινής Ευρώπης.
Επιβάλλεται να αρνηθούμε τη συμφωνία-καταδίκη, να αποδεσμευτούμε πλήρως από τα κοινοτικά οικονομικά και διοικητικά δεσμά που έχουμε δεχθεί να μας περιορίζουν, και να ανακτήσουμε τον πλήρη εθνικό έλεγχο στα του οίκου μας ώστε να δώσουμε τη δυνατότητα στην οικονομία μας, υπό δασμολογική προστασία, να ξανασταθεί στα πόδια της και να κάνει εκ νέου βήματα προόδου που θα εξασφαλίσουν πρόοδο και ευημερία στις επερχόμενες γενιές των Ελλήνων.