«Οι Πόντιοι εζήτησαν άρτον και έλαβον πέτραν, εζήτησαν ιχθύν και έλαβον όφιν, εζήτησαν την ζωήν και έλαβον τον θάνατον, εζήτησαν την ελευθερίαν και έλαβον την δουλείαν». Τον επιμνημόσυνο αυτό λόγο εκφώνησε ο πολιτικός Λεωνίδας Ιασονίδης, για τους σφαγιασθέντες Ποντίους, στις 24 Απριλίου 1922 κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εντός του ιερού ναού του Αγίου Νικολάου στον Γαλατά της Κωνσταντινούπολης.
Σαν σήμερα το 1959 έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος αυτός πολιτικός και αντιπρόσωπος του ποντιακού ελληνισμού, που σε όλη του τη ζωή αγωνίστηκε για την ελευθερία και αποκατάσταση των Ποντίων.
Γεννήθηκε στην Πουλαντζάκη του Πόντου. Μεγάλωσε και έμαθε τα πρώτα γράμματα στη γενέτειρά του και στη συνέχεια φοίτησε στο ημιγυμνάσιο Κερασούντας και αμέσως μετά στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας. Σπούδασε νομικά στην Κωνσταντινούπολη, αποφοιτώντας με άριστα. Αργότερα σπούδασε πολιτικές και νομικές επιστήμες στο Παρίσι, απ’ όπου αποφοίτησε το 1915.
Στις 21 Σεπτεμβρίου 1921 καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο από τα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας της Αμάσειας, για τον διεθνή αγώνα που είχε ξεκινήσει από το Παρίσι για την ανεξαρτησία του Πόντου, ως εκπρόσωπος του Εθνικού Συμβουλίου των Ελληνικών Κοινοτήτων.
Επειδή, όμως, οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να τον συλλάβουν, έπιασαν τον 27χρονο αδελφό του και τον έκαψαν ζωντανό. Στην Ελλάδα ήρθε το 1923.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών, αλλά βοήθησε πολύ και στο έργο της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης.
Χρησιμοποιώντας την υπουργική του ιδιότητα, αλλά και με τη στήριξή του από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, κινούσε τα νήματα για την τύχη και το μέλλον των προσφύγων σε αυτές τις δύσκολες στιγμές για τον ποντιακό ελληνισμό. Βοήθησε τους συμπατριώτες του να εγκατασταθούν στην Ελλάδα όσο πιο ομαλά γίνεται και να τους επιστραφούν οι περιουσίες που εγκατέλειψαν βεβιασμένα στα τουρκικά εδάφη.
Βέβαια, στις 26 Νοεμβρίου 1928 σε ομιλία του στη Βουλή κατήγγειλε ότι πολλά απ’ αυτά που έδωσε η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων δεν έφτασαν ποτέ στους πρόσφυγες παρόλο που τους χρεώθηκαν: «Χρεώθηκαν ακόμη και δισκία κινίνης, ενώ η ιατρική περίθαλψις έπρεπε να παρέχεται δωρεάν, χρεώθηκαν τα ετοιμόρροπα σπίτια που άφησαν οι Τούρκοι και οι Βούλγαροι, αλλά που στη συνέχεια πήραν αξία από τους ίδιους τους πρόσφυγες. Τα προσφυγικά βιβλιάρια είναι γεμάτα ατέλειες. Αναγράφονται ποσά και είδη που δεν δόθηκαν καθόλου, σημειώνονται είδη χωρίς την τιμή τους ή με υπερβολική χρέωση. Γίνεται συμψηφισμός χρεών και αποζημιώσεων ερήμην των προσφύγων».
Το 1931 ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού, ανταποδίδοντας την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου στην Άγκυρα, επισκέφθηκε την Αθήνα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ζήτησε από τον Ιασονίδη να προσφωνήσει τον Τούρκο πρωθυπουργό. Εκείνος εκφώνησε τότε έναν από τους λαμπρότερους λόγους, σε άπταιστη τουρκική λόγια γλώσσα.
Ο Ισμέτ Ινονού ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που ρώτησε τον Έλληνα πολιτικό αν είχε κάποια επιθυμία, για να του την πραγματοποιήσει. Ο Λεωνίδας Ιασονίδης ζήτησε την άδεια για τη μεταφορά της ιστορικής εικόνας της Παναγίας Σουμελά από τον Πόντο στην Ελλάδα.
Ο Τούρκος πρωθυπουργός δέχτηκε να εκπληρώσει την επιθυμία του, όπως είχε υποσχεθεί, και ο διακαής όλων των Ποντίων ικανοποιήθηκε. «Eν Eλλάδι υπήρχαν οι Πόντιοι, αλλά δεν υπήρχεν ο Πόντος. Mε την εικόνα της Παναγίας Σουμελά ήλθε και ο Πόντος», δήλωσε.
Αν και διατέλεσε επί δεκαετίες υπουργός και βουλευτής, αν και διαχειρίστηκε τα δισεκατομμύρια της αποκατάστασης των προσφύγων του 1923, ζούσε πάντα σε ένα ξενοδοχείο τρίτης κατηγορίας και δεν απέκτησε ποτέ ούτε ακίνητη ούτε κινητή περιουσία. Πέθανε φτωχός.
Αξέχαστη θα μείνει σε όλους η φράση του «Ξηρανθήτω ημίν ο λάρυγξ, εάν επιλαθώμεθά σου ω πάτριος Ποντία γη!».