Νέα επιστημονική έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι βαθμολογικές διαφορές των διαγωνιζομένων στις εξετάσεις, τόσο της θετικής όσο και της θεωρητικής κατεύθυνσης, επηρεάζονται σε σημαντικό βαθμό (γύρω στο 60%) από τα γονίδιά τους, δηλαδή από το DNA που έχουν κληρονομήσει από τους γονείς τους.
Με δεδομένο ότι σε πολλούς κύκλους (εκπαιδευτικούς και άλλους) το ζήτημα κάποιου τύπου… γενετικής επίδρασης στην Παιδεία είναι ταμπού, η μελέτη αυτή αναζωπυρώνει την κόντρα με όσους επιμένουν ότι η επιτυχία ή αποτυχία στις εξετάσεις είναι πρωτίστως θέμα κοινωνικών, οικονομικών και πάντως παραγόντων του περιβάλλοντος των διαγωνιζομένων, πέρα φυσικά από το πιο αντικειμενικό κριτήριο του γνωστικού επιπέδου τους.
Τα νέα ευρήματα προέκυψαν από έρευνα του Ινστιτούτου Ψυχιατρικής, Ψυχολογίας και Νευρολογίας του King’ s College του Λονδίνου και δείχνουν ότι οι επιδόσεις των μαθητών σε ένα ευρύ φάσμα μαθημάτων (γλώσσες, ιστορία, μαθηματικά, φυσική, βιολογία, πληροφορική, τέχνες κ.α.) επηρεάζονταν από τα ίδια γονίδια. Σύμφωνα με τους βρετανούς επιστήμονες, όλα τα αποτελέσματα των εξετάσεων GCSE έχουν μια έντονη διάσταση κληρονομικότητας. Μάλιστα, εκτιμάται ότι οι γενετικοί παράγοντες εξηγούν τις βαθμολογικές διαφορές μεταξύ των μαθητών σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό (54% έως 65%), σε σχέση με τους περιβαλλοντικούς (μόνο 14% έως 21%).