Στις 15 Σεπτεμβρίου 1802 το βρετανικό πλοίο «Μέντωρ» σηκώνει άγκυρα από το λιμάνι του Πειραιά με κατεύθυνση τη Μάλτα και τελικό προορισμό την Αγγλία. Το φορτίο του είναι 20 μεγάλα ξύλινα κιβώτια που περιέχουν τμήματα από τις ζωφόρους του Παρθενώνα και της Απτέρου Νίκης, αλλά και μεμονωμένα σπαράγματα και μέρη αγαλμάτων που είχε αποσπάσει το συνεργείο του λόρδου Έλγιν. Δύο ημέρες μετά, το πλοίο ναυαγεί στα Κύθηρα.
Ο γραμματέας του Έλγιν, Γουίλιαμ Χάμιλτον, που επέβλεπε τη μεταφορά των κλοπιμαίων από την Ελλάδα προσλαμβάνει Καλύμνιους δύτες προκειμένου να ανασύρουν από το βυθό της αρχαιότητες. Σήμερα, 213 χρόνια μετά, οι δύτες της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων βούτηξαν και πάλι στο ναυάγιο του «Μέντορα» φέρνοντας στο φως νέα ευρήματα.
Η υποβρύχια έρευνα διήρκεσε από τις 26 Ιουνίου έως τις 12 Ιουλίου, ενώ η ανασκαφή επικεντρώθηκε στο δυτικό όριο του σωζόμενου τμήματος του σκαριού του πλοίου και προς την πλώρη του, στην περιοχή όπου το 2013 είχαν εντοπισθεί τα δύο θραύσματα αιγυπτιακών γλυπτών.
Οι έρευνες υποστηρίχθηκαν αποκλειστικά από το Κυθηραϊκό Ερευνητικό Σύνδεσμο.
Από το χώρο της τομής που ορίστηκε ανελκύστηκαν αντικείμενα που σχετίζονται με την διαβίωση και τη λειτουργία του πλοίου, όπως ο δίσκος μίας ξύλινης τροχαλίας, μία ακέραιη γυάλινη κλεψύδρα, αρκετά θραύσματα πιάτων και σκευών καθημερινής χρήσης. Βρέθηκαν επίσης και προσωπικά αντικείμενα: μία γυάλινη διακοσμητική σφραγίδα που φέρει το γράμμα «Β», ένα οστέινο πιόνι σκακιού, θραύσματα οστέινου χτενιού.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες ήταν τρεις αρχαίες λαβές ροδιακών αμφορέων (κατά μια πρώτη εκτίμηση χρονολογούνται στο 3ο αι. π.Χ.), καθώς και ένα μικρό ακέραιο λίθινο αγγείο.