Μετά την επανάστασή του, το 1917, ο Λένιν αντιμετώπιζε πολλές δυσκολίες. Καταρχάς είχε στο κόμμα του καλά συγκροτημένες αντιπολιτεύσεις («Αριστεροί Κομμουνιστές», «Εργατική Αντιπολίτευση», «Ομάδα Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού», «Εξέγερση της Κροστάνδης»), αλλά κυρίως τη γερμανική στρατιωτική πίεση. Έβγαλε τη χώρα από την Αντάντ και έριξε το σύνθημα «ειρήνη άνευ όρων», με τους Γερμανούς.
Η ειρήνη επετεύχθη με μια επώδυνη συνθήκη, στις 3 Μαρτίου 1918, στην πόλη Μπρεστ Λιτόφσκ της Λευκορωσίας. Οι απώλειες και για τη Ρωσία και για το επαναστατικό κίνημα της εποχής ήταν τεράστιες.
Αλλά ο Λένιν υποστήριζε πως έπρεπε να διασωθεί η επανάσταση και πως χωρίς τη συνθήκη αυτή δεν θα ήταν δυνατόν. Ο ρωσικός στρατός είχε διαλυθεί. Και οι φανατικοί του «επαναστατικού πολέμου» υποχώρησαν μπροστά στο ρεαλισμό του Λένιν. Ωστόσο ένα μέρος της εσωκομματικής αντιπολίτευσης, οι «Αριστεροί Κομμουνιστές», αντέδρασαν πεισματικά και η αλήθεια είναι πως έμειναν πιστοί στα συνθήματα που χρησιμοποιούσαν οι Μπολσεβίκοι στην εποχή που βρίσκονταν οι ίδιοι στην αντιπολίτευση.
«Μόνο το κόμμα μας», έγραφε τότε ο Λένιν, «μπορεί να σώσει την Πετρούπολη [από τη γερμανική απειλή], αν νικήσει η επανάσταση. Γιατί αν οι Γερμανοί απορρίψουν τις προτάσεις μας ειρήνης, εμείς θα γίνουμε οι πιο αποφασισμένοι μαχητές της εθνικής άμυνας… Θα γίνουμε το πιο “φιλοπόλεμο” κόμμα και θα κάνουμε τον πόλεμο μ’ έναν τρόπο πραγματικά επαναστατικό» .
Η επανάσταση έγινε, και για την επικράτησή της ο Λένιν αναγκάστηκε να υποχωρήσει υπογράφοντας μια επώδυνη συνθήκη. Το μέλλον της «Αριστερής Αντιπολίτευσης», όπως και των άλλων τάσεων στο κόμμα του Λένιν, ήταν η εξαφάνισή τους – κάτι όμως που δεν κινδυνεύουν να υποστούν σήμερα οι εσωκομματικές αντιπολιτεύσεις του κ. Τσίπρα. Το δίδαγμα από την ομάδα που επικράτησε στο κόμμα του Λένιν ήταν αρνητικό. Οποιαδήποτε προσπάθεια καθολικού ελέγχου οδηγεί στον ολοκληρωτισμό.
Δεν το θέλει αυτό ο Τσίπρας, και δεν πρέπει να συμβεί. Πρέπει όμως να βρεθεί ένας τρόπος ώστε να λειτουργήσει και να είναι αποτελεσματική η κυβέρνηση που προήλθε από το κόμμα που πλειοψήφησε στις βουλευτικές εκλογές. Και αυτό είναι, από σήμερα, το ζητούμενο.
«Καμιά επαναστατική ιδεολογία» έγραφε ο Κώστας Παπαϊωάννου στο βιβλίο του Γένεση του Ολοκληρωτισμού «δεν μπορεί να πετύχει αν δεν περιέχει έναν κόκκο ουτοπίας. Ο επαναστάτης έχει ανάγκη την ουτοπία γιατί χωρίς αυτήν δεν θα έχει κανέναν λόγο να ριψοκινδυνεύσει τη ζωή του. Χρειάζεται την ουτοπία όπως ο μεταρρυθμιστής χρειάζεται τη νηφάλια και θετική σκέψη, που είναι η μόνη που μπορεί να δικαιώσει την κατά τα άλλα πεζή του δραστηριότητα. Γι’ αυτό, ίσως, και η κοινωνία κρίνει με αυστηρότητα τον μεταρρυθμιστή που δεν πραγματοποίησε το πρόγραμμά του, ενώ δίνει άφεση αμαρτιών στον επαναστάτη που δεν τήρησε τις χιλιαστικές υποσχέσεις που περιβάλλουν τις πραγματικές διεκδικήσεις της τάξης που καθοδηγεί».
Αυτό που είναι αξιοσημείωτο στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι το πρόγραμμά του δεν περιείχε παρά μόνο ουτοπία, ότι η ουτοπία εξαντλεί όλη τους την πολιτική σκέψη. Ότι το μόνο μέρος του προγράμματός του το οποίο μπόρεσε να πραγματοποιήσει ήταν αυτό που δεν έπρεπε να πραγματοποιηθεί.
Από το 1904, ήδη, η Ρόζα Λούξεμπουργκ –το όνομα της οποίας φέρει μια εσωκομματική συνιστώσα του Σύριζα– προειδοποιούσε τους Ρώσους επαναστάτες για τους κινδύνους που κυοφορούσε ο αβάσιμος μαξιμαλισμός του σοσιαλιστικού τους προγράμματος: «οι Ρώσοι επαναστάτες», παρατηρούσε τότε η Λούξεμπουργκ, «χαρακτηρίζονται από μια άμετρη εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και από μια βασική άγνοια των αντικειμενικών προϋποθέσεων της κοινωνικής δράσης. Πιστεύοντας ότι η καλή τους θέληση αρκεί για να κάνουν θαύματα και να υπερπηδήσουν όλα τα αντικειμενικά εμπόδια, κινδυνεύουν να κάνουν τα αντίθετα ακριβώς από αυτά που θέλουν. Είναι πραγματικά πολύ διασκεδαστικό να δει κανείς τις ακροβασίες που το αξιότιμο Εγώ του ανθρώπου εξαναγκάζεται από την ιστορία να κάνει» (Marxisme contre Dictature, σ. 33).
Είναι φανερό πως οι αναφορές γίνονται για να συγκριθούν με το σήμερα και να δώσουν ένα άλλοθι υποστήριξης στον Τσίπρα, ο οποίος πρέπει να νιώθει την απόλυτη μοναξιά. Από το «ωσαννά» στο «σταύρωσον» δεν χρειάστηκαν παρά ελάχιστες ημέρες.
Το ερώτημα στην ελληνική περίπτωση είναι κατά πόσον έχουμε να κάνουμε με επαναστάτες ή με καιροσκόπους. Και επειδή η ιστορία έδειξε ότι οι ισοπεδώσεις είναι άδικες και επικίνδυνες, στο «μπλοκ» της εσωκομματικής αντιπολίτευσης υπάρχουν λογής-λογής λουλούδια. Για τους ιδεολόγους θα λέγαμε πως μόλις ήρθαν στην εξουσία, αντίκρισαν το ίδιο τους το κενό. Για τους καιροσκόπους, πως όλα κάποτε αποκαλύπτονται. Και πως οι κοινωνίες έχουν τα αντισώματα να αντιδρούν στην υπονόμευση της ύπαρξής τους. Στις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας τους, οι Έλληνες διαμορφώνουν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την επιβίωσή τους.
Δεν χρειάζονται ρήξεις αυτήν τη στιγμή, πέραν της σύνθεσης της κυβέρνησης, διότι η πορεία της διάσωσης είναι ναρκοθετημένη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να γίνει ένα πειραματικό εργαστήρι από το οποίο θα αναπηδήσουν νέες ιδέες και πολιτικές, οι οποίες θα πάρουν θέση στο υπό διαμόρφωσιν πολιτικό φάσμα. Και να πυροδοτήσει εξελίξεις και στα άλλα κόμματα, κάτι που τόσο το έχει ανάγκη η ελληνική κοινωνία. Με την προϋπόθεση, όμως, πως η Ελλάδα θα συνεχίσει να υπάρχει. Και αυτό θα γίνει μέσα στο ευρωπαϊκό καμίνι.
Η πολιτική ατζέντα μπορεί να μετατεθεί από την εσωστρέφεια στο διάλογο για το μέλλον της Ευρώπης, το οποίο δεν πρέπει να είναι γερμανικό. Διότι αν είναι γερμανικό, δεν υπάρχει μέλλον για την Ευρώπη. Η σημερινή Γερμανία ενδιαφέρεται για την Ευρώπη όσο εξυπηρετεί τα συμφέροντά της. Αλλά η ιδέα της Ευρώπης στην οποία θέλουμε να ζήσουμε δεν ήταν και δεν μπορεί να είναι αυτή. Η Γαλλία, με τις ρήξεις που προκάλεσε η ελληνική κυβέρνηση, άρχισε να απεγκλωβίζεται από την απόλυτη προσκόλληση στην αντίληψη Σόιμπλε για την Ευρώπη. Η γαλλική στάση αποτελεί προϋπόθεση για οποιαδήποτε αλλαγή. Φαίνεται ότι αυτό συμβαίνει με την υποστήριξη των ΗΠΑ, οι οποίες ορθά διαγιγνώσκουν πως η πολιτική του Βερολίνου υποσκάπτει τα ευρωπαϊκά θεμέλια.
Εκείνο που διακρίνεται στον ελληνικό πολιτικό ορίζοντα είναι ότι προσώρας ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα θα βαδίσει ενωμένος. Αλλά όχι για πολύ. Οι διεργασίες για την πολιτική έκφραση των δυνάμεων που στη χθεσινή ψηφοφορία αντέδρασαν στην κυβερνητική πολιτική έχουν αρχίσει εδώ και καιρό. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι ένα μέρος αυτών των δυνάμεων θα προχωρήσει στη δημιουργία νέου κόμματος. Η κοινωνική τους αναφορά, όμως, δεν είναι το 62% του δημοψηφίσματος. Αν αυτό πιστεύουν και αν σ’ αυτό βασίζονται, θα αποτύχουν.
Η πολιτική τους συμπεριφορά αλλά και η χθεσινή εμφάνιση των ταγμάτων εφόδου θα περιορίσουν την εμβέλεια των «επαναστατών». Διότι στο χώρο του «όχι» υπήρξαν πολλά στοιχεία με αστική ή μικροαστική ιδεολογία (ψευδή συνείδηση) τα οποία φόβισε η απόλυτη διάλυση. Και τα οποία μπορεί να αντιδρούν, αλλά θέλουν το μέλλον τους στον ευρωπαϊκό χώρο.