Κατά τις αντιλήψεις της Αριστεράς, η ιδεολογία είναι ψευδής συνείδηση. Διαμορφώνεται στους ανθρώπους κάτω από την επήρεια διαφόρων παραγόντων (σχολείο, εκκλησία, οικογένεια, κρατικοί μηχανισμοί κ.ά.) και καθορίζει την πολιτική συμπεριφορά των ατόμων. Η κοινωνία όμως είναι χωρισμένη σε τάξεις, και κάποια στιγμή ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την ταξική του θέση. Τότε δρα σύμφωνα με το ταξικό του συμφέρον και δεν επηρεάζεται από την ιδεολογία του. Ο επηρεασμένος από την αστική ιδεολογία εργάτης, γίνεται προλετάριος όταν συνειδητοποιήσει την ταξική του θέση.
Αυτή σε γενικές γραμμές η μαρξιστική αντίληψη –όπως τουλάχιστον την έχω προσλάβει– επιχειρεί να αναλύσει τη διαμόρφωση και το ρόλο των τάξεων στον καπιταλισμό, οι αντιφάσεις του οποίου θα οδηγήσουν σε ένα νέο κοινωνικό σύστημα, το σοσιαλισμό.
Ο Μαρξ όμως ανέλυσε τη φύση του καπιταλισμού στις αναπτυγμένες αστικές κοινωνίες, κυρίως στη Βρετανία της εποχής, για την οποία πίστευε πως θα ήταν η πρώτη χώρα που θα περνούσε στο σοσιαλισμό. Μεγάλο μέρος της μαρξίζουσας πολιτικής σκέψης αναλώθηκε στην προσέγγιση του ερωτήματος γιατί δεν επαληθεύτηκε ο Μαρξ στην εκτίμησή του αυτή, και αντιθέτως η επανάσταση έγινε στην πλέον καθυστερημένη χώρα, τη Ρωσία.
Γιατί όλα αυτά; Διότι προσπαθούμε να καταλάβουμε ποιοι είναι οι νόμοι κίνησης της σύγχρονης, αποδομημένης ελληνικής κοινωνίας, και αν υπάρχει προηγούμενο για την ερμηνεία της συμπεριφοράς της. Ο μαρξισμός μάλλον δεν προσφέρεται.
Καταλληλότερη είναι η θεωρία περί μη προνομιούχων, την οποία εξέφρασε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Η θεωρία αυτή ανέχεται τάσεις, αλλά υπό μια ισχυρή και αδιαμφισβήτητη ηγεσία. Το ότι ο Τσίπρας δεν είναι Ανδρέας απεδείχθη από την αμφισβήτηση του ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ από τις εσωκομματικές τάσεις. Στην περίπτωση του ανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ, αυτό θα ήταν αδιανόητο.
Αν επιμείνουμε στη μαρξιστική προσέγγιση, τηρουμένων των αναλογιών θα μπορούσε κανείς να αναζητήσει αναφορές στη λενινιστική Ρωσία. Και εκεί οι λενινιστικές υπερβάσεις του Μαρξ διαμόρφωσαν ένα νέο σύστημα: τον μαρξισμό- λενινισμό – τη λενινιστική δηλαδή ερμηνεία του Μαρξ. Αυτό το σύστημα που κατέρρευσε το 1989. Αλλά η εκδοχή αυτή προϋποθέτει τη διαμόρφωση μιας «πρωτοπορίας», μιας γραφειοκρατίας, την επιβολή τους επί του κόμματος και του κόμματος επί της κοινωνίας. Στην ελληνική περίπτωση η «πρωτοπορία» διαμορφώθηκε, τα άλλα είναι ζητούμενα.
Η στροφή της ελληνικής κοινωνίας προς την Αριστερά δεν έγινε σε κάποια περίοδο οικονομικής ευμάρειας και αντιμετώπισης των αδιεξόδων του εγχώριου καπιταλισμού, αλλά όταν το πολιτικό σύστημα που τον στήριζε, κλήθηκε να αντιμετωπίσει τα αδιέξοδά του.
Το αποτέλεσμα ήταν η διάλυση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, που ακολούθησε την προσπάθεια καπιταλιστικού εξορθολογισμού της οικονομίας και των πολιτικών δομών που την συνοδεύουν.
Ταξική διαστρωμάτωση στην Ελλάδα, αυτήν τη στιγμή, δεν υφίσταται. Η κοινωνία έχει κατηγοριοποιηθεί σε τρεις μεγάλες ομάδες: αυτούς που δεν μπορούν πλέον να αντεπεξέλθουν στις σημερινές οικονομικές συνθήκες, αυτούς που βρίσκονται στο όριο της αντοχής και σε μερικούς που δεν έχουν πρόβλημα.
Αυτά δεν είναι κοινωνικά στρώματα. Είναι κοινωνικά φάσματα που αντιστοιχούν σε μια διαλυμένη οικονομία, πολιτεία και κοινωνία. Η ένδεια και η κοινωνική και διεθνής απαξία στην οποία έχει περιέλθει η Ελλάδα, έχουν δημιουργήσει ένα στρώμα εκατομμυρίων ανθρώπων, ενδεχομένως και πλειοψηφικό, που δεν έχει στον ήλιο μοίρα και που δεν ενδιαφέρεται παρά για την επιβίωσή του. Ακριβώς επειδή πρόκειται για ζήτημα επιβίωσης, οι αντιδράσεις της ομάδας αυτής είναι δυναμικές και ριζοσπαστικές. Η ιδεολογική του αναφορά –η ψευδής δηλαδή συνείδηση της εισαγωγής– εκτείνεται από τη Δεξιά έως την Αριστερά. Η ταξική του συνειδητοποίηση, όμως, ξεπερνά αυτά τα σχήματα. Το οικονομικό στοιχείο είναι το καθοριστικό.
Το «μπλοκ» αυτό δημιουργεί μια ρευστή κοινωνική μάζα η οποία «καταπίνει» πολιτικούς σχηματισμούς που προσπαθούν να το διαχειριστούν ορθολογικά. Η πολιτική του έκφραση μπορεί να γίνει μόνο αντιπολιτευτικά. Η κυβερνητική του έκφραση είναι αδύνατη, όπως απέδειξε και η σύντομη ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ.
Η Ελλάδα βρίσκεται στην αρχή της δημιουργίας της ως κράτους και ως κοινωνίας υπό τις δυσμενέστερες συνθήκες. Τα μέτρα που αναγκάζεται να πάρει όχι μόνο δεν θα της λύσουν (σύντομα, όπως το έχει ανάγκη) το πρόβλημα, αλλά θα το επιδεινώσουν. Η ομάδα που βρίσκεται σε απόγνωση θα αυξηθεί αριθμητικά, καθώς, όπως αναμένεται, και άλλοι άνθρωποι, που βρίσκονταν στο μεταίχμιο της επιβίωσης, θα διαβούν τον κοινωνικό Ρουβίκωνα.
Αυτή την ομάδα των ανθρώπων που δεν έχει καμιά κοινή αναφορά, ίσως και κοινά συμφέροντα, ήρθε να εκφράσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Τα κατάφερε, μέχρι την ανάληψη της εξουσίας. Η άσκηση όμως της εξουσίας προϋποθέτει τη λήψη μέτρων. Και αυτό είναι η αρχή της πολιτικής αποσύνθεσης ενός κόμματος που ως αντιπολίτευση κατάφερνε να συνενώσει τις πολιτικές και κοινωνικές αντιθέσεις των τάσεών του. Διότι δεν υπάρχουν μέτρα που να τους ικανοποιούν όλους. Κάποιους θα βλάψουν. Και αυτοί, σε ένα κόμμα με πολιτική κουλτούρα διαμαρτυρίας, θα αντιδράσουν.
Το ερώτημα τώρα, και με δεδομένη τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, είναι αν η ηγετική ομάδα που εκφράζει ο Τσίπρας αποτελεί πολιτική πλειοψηφία στο κυβερνών κόμμα, και σε ποιες κοινωνικές δυνάμεις θα στηριχτεί για να συνεχίσει να έχει την κοινωνική και ιδεολογική ηγεμονία. Αν τα απωλέσει, δεν μπορεί να κυβερνήσει.
Τα δυσαρεστημένα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας αποτελούν σίγουρα πλειοψηφία, αλλά δεν είναι ακόμη σαφές ποια από αυτά είναι διατεθειμένα να ακολουθήσουν μια πορεία αχαρτογράφητων νερών στην πορεία εξόδου από την Ευρώπη, η οποία αποτέλεσε τη στερεοτυπική αναφορά της ελληνικής κοινωνίας και πολιτείας από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα.
Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα: έχει αποκτήσει πλειοψηφική διάσταση η τάση που θέλει την έξοδο της χώρας από την Ευρώπη; Και αν ναι, τι ακριβώς προτείνει ως εναλλακτική λύση;
Το θέμα είναι πολύ σοβαρό για να απαντηθεί με ένα «θα δούμε» ή «δεν βαριέσαι, ας πάμε στη δραχμή». Και επειδή είναι τόσο σοβαρό για τη ζωή των Ελλήνων, ήταν τουλάχιστον ανεύθυνη η μεθόδευση του πρώην υπουργού Οικονομικών να οδηγήσει τη χώρα σε μια τέτοια σύγκρουση. Αυτού του είδους οι επιλογές μιας κοινωνίας που γίνονται με βάσανο και έχουν βάθος χρόνου, δεν ανατρέπονται εν μια νυκτί επειδή έτσι ήθελε ένας υπουργός Οικονομικών – ή ακόμη και ένα κόμμα. Είναι άλλο η προετοιμασία για την αντιμετώπιση κάθε ενδεχομένου και άλλο η σταδιακή εφαρμογή μιας πολιτικής που χρειάζεται πολλή σκέψη, προβληματισμό και ξεκάθαρο ερώτημα προς τον ελληνικό λαό για να τεθεί σε εφαρμογή.
Το επικίνδυνο είναι η μέχρι σήμερα φαινομενικά συμπαγής αυτή ομάδα να εγκαταλείψει τον Τσίπρα και να αναζητήσει πολιτική έκφραση στην τετράδα Λαφαζάνης, Κωνσταντοπούλου, Λαπαβίτσας, Βαρουφάκης. Αν αυτό συμβεί, η χώρα θα βαδίσει προς ένα ανολοκλήρωτο δράμα. Μόνο ένας Δάντης θα μπορούσε να περιγράψει το τοπίο.
Το μείζον ζήτημα αυτήν τη στιγμή είναι αν υπάρχει κοινωνική πλειοψηφία στην οποία θα μπορέσει να βασιστεί η κυβέρνηση Τσίπρα μετά την εσωκομματική και ενδοκυβερνητική σύγκρουση, για να προωθήσει όσα συμφώνησε στις Βρυξέλλες, ή η Ελλάδα θα περιέλθει και πάλι στην περιδίνηση δυναμικών κινητοποιήσεων που θα αδρανοποιήσουν οτιδήποτε θα μπορούσε να την οδηγήσει σε μια δύσκολη και επώδυνη (αλλά μακροχρόνια με κάποια προοπτική) πορεία.
Αυτήν την κοινωνική πλειοψηφία ο Τσίπρας δεν θα μπορέσει να την ξαναβρεί στον πολιτικοκοινωνικό χώρο τον οποίο εξέφρασε μέχρι σήμερα. Μπορεί να ηγηθεί ενός νέου πολιτικοκοινωνικού μπλοκ, το οποίο είναι υπαρκτό και αναζητά μια νέα πολιτική έκφραση.
Αποτελεί μονόδρομο να το επιδιώξει.