Η ελεύθερη αναρρίχηση είναι ένα επικίνδυνο άθλημα. Κι αυτό γιατί ο αναρριχητής, εν όσω αναρριχάται, είναι ανά πάσα στιγμή αντιμέτωπος με τον γκρεμό που χάσκει από κάτω του. Γι’ αυτό άλλωστε συγκαταλέγεται στην κατηγορία των λεγομένων extreme sports. Σε αυτήν τη διαδικασία υπάρχει μια απαράβατη αρχή, την οποία σε περίπτωση που παραβείς, αντιμετωπίζεις στην κυριολεξία θανάσιμο κίνδυνο – αυτό που λέμε να κάνεις άλμα στο κενό.
Η αρχή αυτή είναι η εξής: Ο αναρριχώμενος έχει τη δυνατότητα να στηρίζεται σε τέσσερα σημεία. Δύο με τα πόδια και δύο με τα χέρια. Στη διάρκεια της αναρρίχησης, και όσο είσαι κρεμασμένος στο βράχο, θα πρέπει πάντα να στηρίζεσαι τουλάχιστον σε τρία σημεία. Δύο με τα πόδια και ένα με το χέρι ή αντίστροφα, και με το άλλο πόδι ή χέρι να αναζητείς το επόμενο σημείο στήριξης.
Οι εκπαιδευτές λένε πάντα ότι σε καμία περίπτωση ο αναρριχητής δεν πρέπει να αποτολμήσει να στηριχτεί μόνο σε δύο σημεία, γιατί αυτό ισοδυναμεί με άλμα στο κενό και ίσως με θάνατο.
Μάλιστα ο εκπαιδευτής μας στη Ρεντίνα, στο Σχολείο Καταδρομών, μας έλεγε ότι αυτήν την αρχή πρέπει να τηρούμε και στη ζωή μας, αλλά και στην πολιτική, λέω εγώ, ιδιαιτέρως όταν πρόκειται για τη διακυβέρνηση μιας ολόκληρης χώρας.
Φαίνεται ότι κανείς από την κυβέρνηση δεν υπήρξε καταδρομέας ή αναρριχητής ή, αν υπήρξε, δεν εφάρμοσε τον ανωτέρω κανόνα ή μάλλον τον παραβίασε και μάλιστα όχι μία αλλά δύο φορές.
Η χώρα όσο ήταν στο μνημόνιο έμοιαζε να είναι κρεμασμένη σε έναν κατακόρυφο βράχο, κάνοντας μια κωπιώδη και επικίνδυνη αναρρίχηση για να βγει κάποια στιγμή επιτέλους στο πλάτωμα.
Στο πρώτο μας άρθρο για το 2015, που δημοσιεύθηκε στην κυριακάτικη δημοκρατία της 4ης Ιανουαρίου, όταν ήδη είχε αποφασιστεί η διενέργεια των εκλογών, λόγω της επιμονής του ΣΥΡΙΖΑ, των ΑΝΕΛ και της Χρυσής Αυγής να μην ψηφίσουν για Πρόεδρο της Δημοκρατίας όποιον και να πρότεινε η κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, γράφαμε για τον κίνδυνο που θα είχε να αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση σε περίπτωση που δεν είχε εναλλακτικό σχέδιο για την απεμπλοκή από το μνημόνιο.
Συγκεκριμένα, γράφαμε σε κάποιο σημείο του άρθρου:
Τι θα κάνει μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, αν η ΕΚΤ, η ΕΕ και το ΔΝΤ δεν αποδεχτούν το πρόγραμμά της και συνεχίσουν να έχουν τις ίδιες απαιτήσεις που είχαν από την προηγούμενη κυβέρνηση, για να συνεχιστεί η κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της πατρίδας μας;
Ποια είναι η εναλλακτική λύση στο τρομακτικό αδιέξοδο που δημιουργείται;
Η απάντηση που δίνουν οι περισσότεροι από τους κορυφαίους εκπροσώπους του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι από τη στιγμή που θα εγκριθεί το πρόγραμμα από τους Ελληνες ψηφοφόρους, οι δανειστές και οι εταίροι μας είναι υποχρεωμένοι να το σεβαστούν και να το αποδεχτούν!
Όμως, εδώ υπάρχει ένα άλμα λογικής ή, για την ακρίβεια, ένα άλμα στο κενό, όχι του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά της ίδιας της χώρας.
Από πού προκύπτει ότι είναι υποχρεωμένοι οι εταίροι και οι δανειστές μας να αποδεχτούν ένα κυβερνητικό πρόγραμμα που εγκρίθηκε προεκλογικά από τους ψηφοφόρους μιας χώρας;
Μα, φυσικά, από πουθενά. Είναι απλά μια ευχή ή υπόθεση εργασίας και τίποτε παραπάνω.
Τελικώς, δυστυχώς για την κυβέρνηση, αποδείχτηκε ότι είχαμε δίκιο. Οι δανειστές δεν υποχώρησαν και η κυβέρνηση «κατάφερε» να βγει από το μνημόνιο χωρίς όμως να έχει το στήριγμα που απαιτεί αυτή η επικίνδυνη αναρρίχηση. Κι έτσι η χώρα βρέθηκε στην κυριολεξία στο κενό.
Όμως ενώ πρέπει να διδασκόμαστε από τα λάθη μας, η κυβέρνηση κάνει για δεύτερη φορά ακριβώς το ίδιο λάθος.
Οδηγεί τη χώρα σε ένα δημοψήφισμα, το αποτέλεσμα του οποίου δεν υπάρχει καμία λογική εξήγηση και προσδοκία ότι υποχρεώνει τους δανειστές να το αποδεχτούν.
Και το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού, όπως και το δις εκτινάσεσθαι στο κενόν, ου κυβερνήσεως σοφής, που θα έλεγαν και οι πρόγονοί μας.
Τελικώς, μήπως όσοι ασχολούνται με την πολιτική, κυρίως εκείνοι που καλούνται να κυβερνήσουν, εκτός από τον ψυχολόγο πρέπει να περνούν και από τη Ρεντίνα, για μια εκπαίδευση στην ελεύθερη αναρρίχηση και όχι μόνο;