Σαράντα χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη, στις πλαγιές του όρους Βερτίσκου και σε υψόμετρο 700 μ., είναι χτισμένη η Όσσα, φημισμένη για τα κόκκινα και τραγανά κεράσια της. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ονομαζόταν Βυσσώκα. Από τα διώροφα πέτρινα μακεδονικά σπίτια της ακουγόταν ο ήχος του αργαλειού, με τον οποίο οι γυναίκες της Όσσας κατασκεύαζαν πανέμορφα και πολύχρωμα μάλλινα υφαντά. Έγινε ιδιαίτερα γνωστή κατά την ελληνιστική περίοδο ως πόλη της αρχαίας Βισαλτίας γιατί έκοβε δικό της νόμισμα. Οι κάτοικοί της είναι ντόπιοι, αν και πολλές οικογένειες έχουν καταγωγή από την Ήπειρο. Μετά το 1922 κατέφθασαν εδώ και πρόσφυγες από το Αλμαλί της Ανατολικής Θράκης. Εκεί είναι και ο ναός της Αγίας Νεομάρτυρος Κυράννας της θαυματουργής.
Η κυρα-Βαγγελιώ ήξερε περίπου την ώρα που θα πάμε και μας περίμενε στην παραδεισένια αυλή του σπιτιού της με τα δεκάδες πολύχρωμα λουλούδια. Καλοσυνάτα, μας οδήγησε σε ένα δωμάτιο στο οποίο ο αργαλειός είχε την καλύτερη θέση. Ήταν ζεστό και ντυμένο με κιλίμι, μαξιλάρια, πάντες και ριχτάρια που ύφανε με τα χεράκια της.
Ήθελε να ανοίξει την καρδιά της στο pontos-news.gr και να μιλήσει για τις χαρές και τα συναισθήματα που της προσφέρει ο αργαλειός. «Αρέσουν σε όλους τα υφαντά· δίνουν στο χώρο φως και ομορφιά» βιάστηκε να μας πει δείχνοντας τις δημιουργίες της στον τοίχο, στον καναπέ και στο πάτωμα, ενώ συγχρόνως τακτοποιούσε τα κουβάρια με τις κλωστές που κύλησαν στο κιλίμι.
Υφαντά κουβερτάκια
Το πρώτο που προσέξαμε ήταν τα χρώματα. Μπλε ελεκτρίκ, τιρκουάζ, βαθύ μπορντό, κίτρινο, μοβ, γκρι με γραμμές κόκκινες και μπλε κ.ά. Το δεύτερο ήταν η λέξη «αγνύθες». «Έτσι λέγονται τα βάρη που δένονται πάνω στα στημόνια» μας εξήγησε.
Όλα καθαρά, μοσχοβολούσαν φρεσκάδα. Οι φωτογραφίες με τους γονείς, τον σύζυγο, τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονα πάνω στον μπουφέ συνωμοτούσαν με το χρόνο. Ένιωθες να χαίρεσαι και να λυπάσαι μαζί. Τα χρόνια πέρασαν και εκείνη εκεί, όποια ώρα της μέρας και αν την ψάξεις, εκεί καθισμένη στον αργαλειό θα την βρεις.
Tα υπέροχα χρώματα μιας κουρελούς
Ξεχνάει να φάει πολλές φορές. Είναι όμως γεμάτη. Φαίνεται στο χαμόγελό της. Ακόμη και οι ρυτίδες λειαίνουν όταν υφαίνει. Είναι το ελιξίριό της ο αργαλειός.
Ανοίγει τις ντουλάπες, τα σεντούκια, τους καναπέδες, μας τα ανοίγει ένα-ένα, μας δείχνει τα σχέδια και τα μοτίβα, μας αναλύει τη διαφορά στα νήματα και στην πλέξη.
Λεπτομέρεια από κουρελού της κυρα-Βαγγελιώς
«Δουλεύω τον αργαλειό από πολύ μικρή, γιατί η μάνα μου είχε καεί από τον ασβέστη και δεν μπορούσε να μου κάνει την προίκα μου. Μόνο τρεις μήνες πήγα σχολείο, και μετά έπρεπε, ας πούμε, να μάθω τις δουλειές του σπιτιού. Ζούσε μια γριούλα, η κυρία Διαμαντούλα, εδώ στο χωριό, και είχε έναν αργαλειό χοντρό. Κάνανε κάτι μαλλιώτες κάπες τότε και μ’ έβαζε πρώτα-πρώτα να μάθω τα πόδια. Έπαιζα με τις πατήθρες στην αρχή. Μου άρεσαν όλα. Τα χρώματα, ο θόρυβος, τα υφαντά. Όταν μεγάλωσε πολύ και δεν μπορούσε να υφάνει, μου δώρισε τον αργαλειό. Ξεκίνησα σιγά-σιγά μόνη μου. Την πρόσεχα και έμαθα πολλά. Όλα τα χρόνια που υφαίνω, μόνη μου αδειάζω τις κλωστές, μόνη μου τις περνάω· χωρίς δεύτερο άτομο».
Τον δικό της αργαλειό τον πήρε παντρεμένη. «Εγκατέλειπε μια γυναίκα το χωριό και πήγαινε για τη Θεσσαλονίκη. Ήρθε και μου είπε “εγώ θα φύγω, εσύ είσαι μερακλού, μόνο σε σένα θα πιάσει τόπο. Θα σου κάνω καλή τιμή”». Με τον άντρα της είχαν και άλλες δουλειές – τον βοηθούσε, ήταν κτηνοτρόφος. Όταν του το είπε, την μάλωσε. «Θα τον πάρω κι εσύ ό,τι θέλεις πες, του είπα, και τον αγόρασα 300 δραχμές το 1962».
Ανακαλύπτει πολλά με τα χρώματα και τα παινεύει. «Κάθομαι στον αργαλειό με μεγάλο μεράκι. Τα χρώματα και οι κλωστές ζωντανεύουν, εκτός από τα υφαντά, και τη δική μου ζωή. Κάνουμε μασουράκι τις κλωστές με το τσικρίκι. Ο αργαλειός έχει ξυλόχτενο, μιτάρια, αντί, στημόνι, καλαμίδια, ανέμη – το καθένα έχει τον δικό του ρόλο».
Έντυσε σπίτια και σπίτια με τα υφαντά της. Δωρίζει κάθε χρόνο πάντες και κιλίμια στον Πολιτιστικό Σύλλογο Όσσας και στον Ιερό Ναό της Αγίας Κυράννας της Θαυματουργής, την περίοδο της γιορτής της Αγίας, για τη δημοπρασία. «Με αυτό τον τρόπο βοηθάω στα έσοδα της εκκλησίας και του συλλόγου» μας εξήγησε η κυρα-Βαγγελιώ.
Μία από τις πολύχρωμες πάντες της
Πηγαίνουν να την συναντήσουν για να τους δείξει την τέχνη του αργαλειού πολιτιστικοί σύλλογοι, μαθητές, δημοσιογράφοι, λαογράφοι κ.ά. Όλους τους υποδέχεται με διάθεση σπάνια για τις συνήθειες μιας κλειστής κοινωνίας ενός ορεινού χωριού όπως η Όσσα.
Ο αργαλειός είναι πάνω και από το φαγητό για την κυρα-Βαγγελιώ
«Πήγαμε εκδρομή στον Βόλο με τον Πολιτιστικό Σύλλογο Όσσας κι εγώ κόλλησα σε μια βιτρίνα που είχε υφαντά. Έπρεπε να πάρω ένα σχέδιο που μου άρεσε. Κυνήγησα έναν φωτογράφο και του ζήτησα να το βγάλει φωτογραφία, να την τυπώσει και να μου την δώσει. Είχα ψώρα. Έμεινα νηστική στην εκδρομή, αλλά πήρα το σχέδιο. Νά το, αυτό που γράφει Κνωσός και έχει την Κρήτη.»
Η γλυκιά κυρά-Βαγγελιώ Καμάρη είναι η τελευταία υφάντρα της Όσσας και εξακολουθεί σε πείσμα των καιρών –αλλά και της ηλικίας της– να δημιουργεί με τα άξια χέρια της εξαιρετικά χειροποίητα υφαντά αριστουργήματα! Λουλούδια, φυτά, πουλιά και άλογα είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά μοτίβα των υφαντών της.
Οι εξαιρετικές πάντες με τα μοτίβα πάνω σε κόκκινο φόντο είναι πιστά αντίγραφα από παλαιότερα παραδοσιακά υφαντά της Όσσας, που από τα άξια χέρια της κυρα-Βαγγελιώς ζωντανεύουν σήμερα στον 21ο αιώνα.
Ετοίμασε έτσι την προίκα των παιδιών της και τώρα ετοιμάζει την προίκα των εγγονιών της.
«Κάθε φορά που βλέπω τον αργαλειό θυμάμαι τη γιαγιά Διαμαντούλα που μου χάρισε τον πρώτο και μου έμαθε την τέχνη. Την πλούσια υφάντρα της ψυχής μου! Ήμουν τόσο δα μικρή και με έβαζε να κάτσω κοντά της όταν ύφαινε. Σ’ ένα μικρό σκαμνάκι δίπλα στον αργαλειό. Η γιαγιά ύφαινε τόσο όμορφα! Ύφαινε δύσκολα σχέδια, αν και μιλούσαμε και τραγουδούσαμε. Ήταν μερακλού.»
Έτσι κλείσαμε το όμορφο απόγευμα στην Όσσα, με την ανάμνηση της μερακλούς γιαγιάς Διαμαντούλας και την εικόνα της κυρα-Βαγγελιώς στον αργαλειό. Φύγαμε με την αισιοδοξία και την ελπίδα ότι θα στηθούν κι άλλοι αργαλειοί και θα γεμίσουν τα σπίτια χρώματα και ζεστασιά.
Αναστασία Χατζηλασκαράκη