Γεννήθηκε σε ένα χωριό της Αμισού το 1912, και όταν ήταν έξι χρονών, το 1918, εκτοπίστηκε μαζί με την οικογένειά της. Τότε, ενώ ήταν στην εξορία, δόθηκε ψυχοπαίδι σε μια οικογένεια μουσουλμάνων, στα Κοτύωρα (Ορντού).
Η Πελαγία έγινε έτσι μουσουλμάνα και πήρε το όνομα Λουτφιγιέ. Τώρα, έναν αιώνα μετά, τα εγγόνια της αναζητούν τους Έλληνες συγγενείς τους…
Μετά από πορεία αρκετών ημερών, το καραβάνι των εκτοπισμένων φτάνει στο χωριό Γιόλμπασι (Yolbaşı) της επαρχίας Άκους, του νομού Κοτυώρων. Εκεί οι στρατιώτες που συνοδεύουν το καραβάνι των εκτοπισμένων κάνουν στάση. Μια γυναίκα από το χωριό, που δεν είχε παιδιά, ζητά τη μικρή Πελαγία για ψυχοπαίδι της. Οι στρατιώτες της την δίνουν. Η Πελαγία παίρνει το όνομα Λουτφιγιέ και γίνεται μουσουλμάνα.
Σε όλη της τη ζωή η Πελαγία αναπολούσε την οικογένεια και τους συγγενείς της, μέχρι που μια μέρα αποκάλυψε το μυστικό στα εγγόνια της, λέγοντας ότι είναι Ελληνίδα. Μάλιστα, σε όλη της τη ζωή αρνείται να περάσει από τη Σαμψούντα, λέγοντας πάντα «Αν περάσω από κει, θα με πάρουν από σας…».
Την ιστορία της Πελαγίας ανακάλυψε ο δημοσιογράφος Μεσούτ Τουράν, ο οποίος έγραψε στην εφημερίδα Habertürk το ακόλουθο άρθρο, με τίτλο «Τα εγγόνια αναζητούν τους Έλληνες συγγενείς της γιαγιάς τους»:
Την ιστορία του εκτοπισμού της οικογένειάς της από ένα ελληνικό χωριό της Αμισού το 1918, την εξιστόρησε η γιαγιά Πελαγία λίγο πριν πεθάνει, το 1983, στα εγγόνια της, Μινεβέρ και Μεχμέτ Ντεμίρ.
Μια μέρα, ενώ η Πελαγία είναι έξι χρονών, οι στρατιώτες εισβάλλουν στο χωριό όπου ζει με τους γονείς της. Η μητέρα της πεθαίνει ενώ προσπαθεί να ειδοποιήσει για την εισβολή τον πατέρα της.
Μαζεύουν τον κόσμο στην πλατεία και λένε στους άνδρες ότι θα τους μεταφέρουν σε άλλη περιοχή. Στη συνέχεια συγκεντρώνουν τα γυναικόπαιδα και αρχίζει η πορεία του εκτοπισμού και της εξορίας. Η Πελαγία, που κρατούσε για δεκαετίες μέσα της το μυστικό, το εξιστορεί στα εγγόνια της: «Ήταν χειμώνας. Περπατούσαμε για μέρες. Κάποια στιγμή έχασα το ένα παπούτσι που μου είχε μείνει. Συνέχισα την πορεία ξυπόλητη. Όταν το είδαν οι στρατιώτες, με έβαλαν στην πλάτη ενός ανθρώπου».
Μετά από μακρά πορεία, οι στρατιώτες διέταξαν στάση για ξεκούραση στο χωριό Γιόλμπασι, του Άκους. Εκεί, μια γυναίκα που δεν έχει παιδιά, ζητάει να πάρει την Πελαγία ψυχοπαίδι. Οι στρατιώτες δέχονται το αίτημα της γυναίκας και δίνουν τη μικρή Πελαγία στην άτεκνη οικογένεια. Παίρνει το όνομα Λουτφιγιέ και γίνεται μουσουλμάνα.
Δεν πήρε ποτέ κανένα μήνυμα από την ποντιακή οικογένειά της
Η Λουτφιγιέ δεν πήρε ποτέ κανένα μήνυμα από τον πατέρα της –ο οποίος έμαθε ότι έφυγε στη Ρωσία– ούτε από τα αδέλφια της, Νικόλα και Σοφοκλή, που η γιαγιά τους τους είχε στείλει σε κάποιους συγγενείς της στη Μερζιφούντα.
Έτσι, όταν έγινε 20 χρόνων, την πάντρεψαν με τον Χουσνού Ντεμίρ από ένα διπλανό χωριό. Ο Αλί Ντεμίρ, ένα από τα παιδιά του ζευγαριού, γεννήθηκε το 1941, μεσούντος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.
Ο Αλί έκανε εφτά παιδιά. Τα δύο από αυτά, η Μινεβέρ Γιανάρ και ο Μεχμέτ Ντεμίρ, πάντα άκουγαν από τη γιαγιά Πελαγία, που την ήξεραν ως Λουτφιγιέ, τις ιστορίες από την εξορία και τα πικρά χρόνια που ακολούθησαν. Η Πελαγία, που αναζητούσε πάντα τον πατέρα και τα αδέλφια της, πέθανε σε ηλικία 71 ετών, το 1983.
«Κάναμε έρευνα, όμως δεν βρήκαμε τίποτα»
Τα αδέλφια, που είχαν στα χέρια τους δυο στοιχεία, έκαναν έρευνα για τους συγγενείς της γιαγιάς τους, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
«Ο πατέρας μας, Αλί Ντεμίρ, στο ραδιόφωνο της Σόφιας άκουσε την εξής ανακοίνωση: “Αν υπάρχει κανείς που να γνωρίζει στοιχεία για κάποια Πελαγία, ας επικοινωνήσει”. Όμως δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον αριθμό τηλεφώνου. Από τότε ακούγαμε πάντα το σταθμό της Σόφιας, όμως δεν ξανακούσαμε εκείνη την ανακοίνωση.
»Πριν από επτά χρόνια ήλθαν στο χωριό μας τρία άτομα και ζητούσαν μια Ελληνίδα ονόματι Πελαγία. Όμως επειδή δεν ήξερε κανείς στο χωριό ότι τη γιαγιά μας την έλεγαν Πελαγία, οι άνθρωποι έφυγαν άπρακτοι, χωρίς να το μάθουμε εμείς. Προσπαθήσαμε να μάθουμε ποιοι ήταν εκείνοι που ήλθαν στο χωριό, όμως δεν κατορθώσαμε να μάθουμε τίποτα».
Μιλώντας για τη γιαγιά τους, που δεν μπόρεσε να ξεχάσει και να απαλλαγεί ποτέ από τις μνήμες της εξορίας, η Μινεβέρ και ο Μεχμέτ Ντεμίρ προσθέτουν:
«Η γιαγιά μας δεν μπόρεσε ποτέ να ξεχάσει εκείνες τις στιγμές. Ο πατέρας μου της είπε να την πάει στη Σαμψούντα, να αναζητήσει και να βρει τους συγγενείς της, όμως εκείνη φοβήθηκε και του είπε: “Όχι, θα με συλλάβουν και θα μας χωρίσουν. Μην το πεις σε κανέναν ότι είμαι Ελληνίδα. Αν το ακούσουν, θα ξανάρθουν να με πάρουν…”. Έτσι, εμείς δώσαμε το λόγο μας στη γιαγιά μας ότι δεν θα αποκαλύψουμε σε κανέναν ότι είναι Ελληνίδα. Εκείνη δεν μπόρεσε να βρει τον πατέρα και τα αδέλφια της, όμως εμείς όσο ζούμε θα ψάχνουμε για τους συγγενείς μας. Πιστεύουμε ότι κι εκείνοι ψάχνουν να μας βρουν».