Κόκκινη αυλαία από βελούδο, αμφιθεατρικά τοποθετημένα καθίσματα κατά μήκος της μεγάλης σάλας, λάμψη στη σκηνή, ημίφως και περισυλλογή στα καμαρίνια. Κι εκείνη εκεί, στη φιλόξενη αγκαλιά του χώρου που στεγάζει άπειρους ρόλους, πολλές χαρές και άλλες τόσες στιγμές μοναξιάς, όταν σβήνουν τα φώτα και η ζωή πραγματοποιεί ελεύθερη πτώση στην πραγματικότητα. Από τότε που θυμάται τον εαυτό της βρίσκεται εκεί μέσα. Από τότε που ήταν μικρό κοριτσάκι, πέντε μόλις ετών. Η Σόφη Ζαννίνου. Ηθοποιός, τραγουδίστρια, μητέρα, και κόρη ενός από τους σπουδαιότερους Έλληνες ηθοποιούς: του Γιάννη Παπαδόπουλου ή αλλιώς του Ζαννίνο – το όνομα με το οποίο κέρδισε διαχρονικά μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά του κόσμου.
27 Μαΐου του 1995 έδειχνε το ημερολόγιο, όταν ο γεννημένος στον Γαλατά της Κωνσταντινούπολης ηθοποιός αναχώρησε για το τελευταίο ταξίδι του. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη καλλιτεχνική φυσιογνωμία που υποδύθηκε, μεταξύ άλλων, τον Τούρκο ανακριτή στην κινηματογραφική ταινία Το Εξπρές του Μεσονυχτίου και έναν από τους 300 του Λεωνίδα στην πρώτη εκδοχή της κινηματογραφικής μεταφοράς με τον Ρόμπερτ Μίτσαμ σε πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η Σόφη Ζαννίνου στην ηλικία των πέντε ετών, σε φινάλε παράστασης (φωτ.: Προσωπικό αρχείο Σόφης Ζαννίνου)
Με αφορμή τη σημερινή μέρα, η κόρη του ανοίγει την καρδιά της στο pontos-news.gr και θυμάται στιγμές από την παιδική της ηλικία, την επιρροή που δέχτηκε από τις γιαγιάδες και τους παππούδες της με καταγωγή από τα μέρη του Πόντου και τη φιγούρα του πατέρα της που υπήρξε για εκείνην καθοριστική μέχρι και σήμερα.
Ως παιδί που μεγάλωσε σε μια κατεξοχήν θεατρική οικογένεια, την ρωτάμε πότε κατάλαβε ότι η επαφή της με το θέατρο θα εξελισσόταν σε μια σχέση ζωής στη μετέπειτα πορεία της.
«Το θέατρο ήταν για εμένα τρόπος ζωής και ουσιαστικά μονόδρομος, γιατί παίζω επαγγελματικά από την ηλικία των πέντε ετών, μεγάλωσα μέσα στο θέατρο, είναι όλη μου η ζωή και άρα η μόνιμη παραμονή μου σε αυτό ήρθε ως φυσικό επακόλουθο. Για την ακρίβεια, βρέθηκα πάνω στη σκηνή όταν ήμουν εννέα ημερών, καθώς η μητέρα μου –ηθοποιός κι εκείνη– επέστρεψε σχεδόν αμέσως στο θεατρικό σανίδι αφότου γέννησε και οι συντελεστές χρειάστηκαν ένα μωρό για τις ανάγκες της παράστασης Ο ρακοσυλλέκτης των Παρισίων. Αυτό το μωρό ήμουν εγώ, και από τότε δεν έχω σταματήσει να παίζω. Θυμάμαι ότι σαν παιδί δεν μπορούσα να πω ότι θέλω να παίξω με τα παιχνίδια μου και βαριέμαι να εμφανιστώ στην παράσταση στο θέατρο. Κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο να συμβεί».
Ο Ζαννίνο με τη σύζυγό του, επίσης ηθοποιό Τζένη Παπαδοπούλου (Προσωπικό αρχείο Σόφης Ζαννίνου)
Και τι της έλεγε ο πατέρας της όταν αντιμετώπιζε δύσκολες στιγμές εξασκώντας συστηματικά και με συνέπεια την τέχνη του ηθοποιού;
«Το μότο του πατέρα μου σε αυτές τις περιπτώσεις ήταν να είμαι ετοιμοπόλεμη για κάθε ενδεχόμενο που θα μου παρουσιαζόταν επί σκηνής, αλλά και στη ζωή μου γενικότερα. “Έσο έτοιμη”, μου έλεγε χαρακτηριστικά. Από μωρό μού είχε τονίσει ότι “σε αυτήν τη δουλειά δεν πρέπει να πεις ποτέ τη λέξη κρυώνω, πεινάω, νυστάζω. Μόνο ο θάνατος δικαιολογεί την όποια απουσία από το καθήκον που έχεις ως ηθοποιός να εμφανίζεσαι στην παράσταση, και τη συνέπεια, την ακρίβεια και τον επαγγελματισμό σου οφείλεις πάντοτε να επιδεικνύεις».
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια θεατρικής τουρνέ των γονιών της, αλλά η καταγωγή και των δύο παππούδων και γιαγιάδων της ήταν από την Κερασούντα και τη Σαμψούντα του Πόντου.
Τι είναι αυτό που έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη της από τις αφηγήσεις τόσο εκείνων όσο και του πατέρα της από την εποχή του διωγμού τους από την Πόλη;
«Μέσα σε 24 ώρες η οικογένεια του πατέρα μου εξαναγκάστηκε να αφήσει πίσω όλα της τα υπάρχοντα. Έντονα φορτισμένες στιγμές, γεμάτες πόνο και αβεβαιότητα για το μέλλον.
»Ο πατέρας μου ήταν μωρό και η γιαγιά μου θυμάμαι ότι μου έλεγε όταν αναφερόταν σε εκείνη την περίοδο, ότι αναζητούσε το παιχνίδι του, το “τικ”, το διακόπτη δηλαδή του ρεύματος που τον άνοιγε και τον έκλεινε, τον οποίο είχαν πίσω στην Κωνσταντινούπολη, καθώς στην Ελλάδα δεν είχαν αυτήν τη δυνατότητα τότε».
Στη συνέχεια τη ρωτάμε ποιο στοιχείο από την ποντιακή ανατροφή της πιστεύει ότι την χαρακτηρίζει περισσότερο.
«Το στοιχείο της παράδοσης, του σεβασμού στην οικογένεια, στην ανατροφή των παιδιών, στον τρόπο που αντιμετωπίζω τα όσα προκύπτουν στη ζωή. Κρατάω σαν κάτι πολύτιμο όλα όσα έμαθα από τη γιαγιά, τον παππού και τον πατέρα μου, και τα εφαρμόζω κατά γράμμα. Θυμάμαι έντονα τη γιαγιά μου να βγαίνει να αγοράσει μακαρόνια και να βάζει το καπέλο της με το βέλο και την πούδρα. Πάντοτε κοκέτα. Και κάθε Τετάρτη καλούσε τις φίλες της για να πιούν τσάι, με εκείνα τα αριστουργηματικά σερβίτσια και ασημικά που ήταν πραγματικά ξεχωριστά, κάποια από τα οποία μου είχε χαρίσει και τα προσέχω σαν κόρη οφθαλμού».
Απόσπασμα από την ταινία Πράκτορας Θου-Βου, όπου ο Ζαννίνο εκπαιδεύει τον αδερφικό φίλο του Θανάση Βέγγο
Μιλάει για την πρώτη φορά που ταξίδεψε στην Πόλη, εκεί όπου γεννήθηκε ο πατέρας της, και τα λόγια της κρύβουν συγκίνηση, νοσταλγία και δέος.
«Βρέθηκα στην Κωνσταντινούπολη πριν από αρκετά χρόνια, όταν πήγα και τραγούδησα σε εκδήλωση προς τιμήν της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή που μπήκα στην Αγια-Σοφιά, σε αυτόν τον υπέρλαμπρο χώρο, τον γεμάτο με τρομερή ενέργεια που αφυπνίζει μέσα σου το αίσθημα του δέους σε όλο του το μεγαλείο. Περπάτησα επίσης στη γειτονιά του πατέρα μου, στον Γαλατά, και καθώς διέσχιζα τα σοκάκια, σκεφτόμουν ότι κάπου εδώ μπορεί να έπαιζε και να τριγυρνούσε κι εκείνος όταν ήταν μικρό παιδί».
Μετά το θάνατο του πατέρα του, ο νεαρός τότε ηθοποιός προσπαθεί να βρει δουλειά και προσλαμβάνεται ως χορευτής στα μπαλέτα Ραμασόφ που έδιναν παραστάσεις σε διάφορα κέντρα «καφέ-σαντάν» της εποχής. Ήταν σε μία από εκείνες τις παραστάσεις στη Μάντρα του Αττίκ, στις αρχές της δεκαετίας του ’40, όταν ο ίδιος ο Αττίκ (από τους μεγαλύτερους Έλληνες μουσικοσυνθέτες, στιχουργούς, ερμηνευτές και εκφραστές του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού στις αρχές και τα μέσα του 20ού αιώνα) τον ρώτησε πώς τον λένε. Εκείνος απάντησε Γιάννης, η διευθύντρια όμως του μπαλέτου, Σοφία Ραμασόφ τον αποκαλούσε Νίνο και τότε ο Αττίκ είπε: «Τι Γιάννης και αηδίες. Γιάννης δηλαδή Ζαν, Ζαν και Νίνο ίσον Ζαννίνο. Έτσι θα σε παρουσιάσω». Από τότε έμεινε το καλλιτεχνικό αυτό ψευδώνυμο τόσο για τον ίδιο όσο και για τη μετέπειτα γυναίκα του και την κόρη του.
Από την ταινία Θεέ μου, δώσ’ μου το φως μου (1963), όπου εμφανίζεται η 10χρονη Σόφη με τον πατέρα της, τη Μίρκα Καλατζοπούλου και τον Γιάννη Καλατζόπουλο
Πώς ήταν ο Ζαννίνο ως ηθοποιός και κυρίως ως άνθρωπος;
«Ως ηθοποιός ήταν εξαιρετικός, και ιδίως από τεχνική άποψη, και οφείλω να ομολογήσω ότι σε πάρα πολλές ταινίες παίζω τον πατέρα μου, τον έχω “κατακλέψει”. Το βλέμμα του, τις παύσεις του, το ύφος του, τα πάντα! Άψογος επαγγελματίας, ακριβής, υπεύθυνος, υπερβολικά έντιμος και εργατικός, αλλά και πάρα πολύ νευρικός. Αυτό που έλεγε αυτό εννοούσε, δεν υπήρχε δεύτερη σκέψη από πίσω. Μου έλεγε θυμάμαι αναφορικά με τον τρόπο που χειριζόμουν τα επαγγελματικά μου, “κάνε ό,τι θες, αλλά οι κανόνες είναι αυτοί”. Αρσενικό παλαιάς κοπής, με λίγα λόγια!».
Είναι ο άνθρωπος που λόγω της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας, του ταλέντου και της εργατικότητάς του πήρε μέρος εκτός από τις παραγωγές στη χώρα μας, και σε όλες όσες είχαν έρθει από το εξωτερικό στην Ελλάδα, όπως για παράδειγμα στην πρώτη εκδοχή της κινηματογραφικής ταινίας Οι 300 του Λεωνίδα με τον Ρόμπερτ Μίτσαμ και στο Εξπρές του Μεσονυχτίου – τα γυρίσματα του οποίου έγιναν στη Μάλτα και όπου σύμφωνα με την κόρη του έπαθε το πρώτο του έμφραγμα από το τεράστιο άγχος του.
Ο Ζαννίνο με τη Μαριάννα Κουράκου, τον Κώστα Κακκαβά και τον Βασιλάκη Καΐλα (Προσωπικό αρχείο Σόφης Ζαννίνου)
Ακολουθώντας τα καλλιτεχνικά του χνάρια, η Σόφη Ζαννίνου έγραψε τη δική της ιστορία στο θέατρο, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση και το χώρο του τραγουδιού. Ποιες είναι οι συνεργασίες που πιστεύει ότι υπήρξαν καθοριστικές για εκείνη;
«Έχω συμμετάσχει σε πάρα πολλές παραγωγές, όλες τους ιδιαίτερες για μένα, και συνεργάστηκα σχεδόν με όλους. Θεωρώ ότι η προίκα μου είναι οι συνεργασίες μου με τον Βασίλη Αυλωνίτη, τον Κώστα Χατζηχρήστο, τον Νίκο Σταυρίδη, τον Μίμη Φωτόπουλο, τη Γεωργία Βασιλειάδου και τον Θανάση Βέγγο που ήταν ο πιο στενός φίλος του πατέρα μου και τον είχε σαν αδερφό. Στο χώρο του τραγουδιού έπαιξαν σημαντικότατο ρόλο για εμένα ο Γιώργος Μαρίνος, ο Γιώργος Κατσαρός και ο Τόλης Βοσκόπουλος. Επίσης, η Μαρινέλλα, ο Γιάννης Πουλόπουλος, ο Δημήτρης Μητροπάνος, η Ρίτα Σακελλαρίου, η Δούκισσα, ο Στράτος Διονυσίου, η Βίκυ Μοσχολιού και ο Φίλιππος Νικολάου.
Η Σόφη Ζαννίνου σε μια από τις εμφανίσεις της στην πίστα
»Η συνεργασία που θα μου μείνει επίσης αξέχαστη, είναι εκείνη που είχα στο Θέατρο Πειραιώς 131 στην παράσταση Φούστα-Μπλούζα με τον Αλέξανδρο Αντωνόπουλο και τη Δάφνη Λαμπρόγιαννη, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Ρέππα και σενάριο των Ρέππα-Παπαθανασίου. Ήταν ίσως η ωραιότερη συνεργασία από όλες, γιατί δεν αντιμετώπισα κανένα πρόβλημα, είδα ανοιχτές αγκαλιές από όλους και όλη η παράσταση ήταν σαν μια όμορφη και ανέμελη παιδική χαρά».
Το 1985 συμμετείχε στην ταινία Ιππότης της λακκούβας με τον Κώστα Βουτσά, σε σκηνοθεσία Όμηρου Ευστρατιάδη. Παίρνουμε το θάρρος να την ρωτήσουμε αν θεωρεί ότι υπάρχουν και σήμερα τέτοιου είδους… ιππότες στην πολιτική και κοινωνική σκηνή της χώρας μας.
«Ειλικρινά θέλω να πιστεύω πως δεν ισχύει κάτι τέτοιο και ελπίζω ότι θα βρεθεί κάποιος, κάπως, κάποτε να το αλλάξει αυτό, διότι έχουμε πέσει σε λακκούβες άπειρες φορές μέχρι τώρα! Με λίγα λόγια να μπορέσει να φανεί Έλληνας! Επιβάλλεται να ελπίζουμε, αλλιώς πρέπει να πεθάνουμε. Τώρα, για το αν έχει βρεθεί κάποιος που πλησιάζει σε αυτό το πρότυπο, θα δείξει το μέλλον. Είναι πολύ νωρίς ακόμη για να βγάλουμε συμπεράσματα».
Δείτε στο βίντεο τη Σόφη Ζαννίνου να ενώνει τις δυνάμεις της στην πίστα με τον αγαπημένο της συνάδελφο και φίλο Δάκη
Αεικίνητη, δραστήρια, με ζέση και μεράκι για το αντικείμενο που αποτελεί τη ζωή της την ίδια από τότε που ήταν κοριτσάκι πέντε ετών. Η τελευταία συμμετοχή της στην τηλεόραση ήταν στη σειρά Πόλεμος των Άστρων και σε κάποια επεισόδια στις Ιστορίες του Αστυνόμου Μπέκα, ενώ στον κινηματογράφο στην ταινία Σούλα έλα ξανά, με συμπρωταγωνίστρια την Ζέτα Μακρυπούλια. Εδώ και δύο χρόνια τραγουδάει με τον αγαπημένο της συνάδελφο και «αδερφό», όπως τονίζει, τον Δάκη, με τον οποίο εμφανίζονται μαζί από το 1972. Κάθε Παρασκευή και Σάββατο στο Όμικρον, στην Κηφισιά, και στο Cirroco’s Club αντίστοιχα, οι δυο καλλιτέχνες ενώνουν τις δυνάμεις τους και οδηγούν το κοινό σε μουσικά ταξίδια γεμάτα μελωδίες από παλαιότερες εποχές αλλά και σύγχρονες μουσικές αναζητήσεις.
Όλο το καλοκαίρι θα συνεχίσει τις εμφανίσεις της στο Cirroco’s Club και το ταξίδι της προχωρά με εκείνην πιο δημιουργική από ποτέ. Άλλωστε, όπως η ίδια λέει, «η δουλειά αυτή είναι πρωταθλητισμός και δεν πρέπει να επαναπαύεσαι ποτέ. Έχει πολλές χαρές, αλλά και πολλή μοναξιά – αντίθετα με το στοιχείο της ομαδικότητας που φαίνεται προς τα έξω».
Όπως και να έχει όμως, ένα είναι σίγουρο: ότι ο χρόνος έχει δείξει πως διαθέτει την ικανότητα να ελίσσεται και να αντιμετωπίζει τα πάντα με δύναμη και αισιοδοξία. Από πέντε ετών μέχρι και σήμερα…