Ο Μουσταφά Κεμάλ γεννήθηκε το 1880 (ή 1881) κάπου στη Θεσσαλονίκη. Κάποιες πηγές τοποθετούν τη γέννησή του στο χωριό Χρυσαυγή του Λαγκαδά, ωστόσο πρόκειται για πληροφορίες που δεν έχουν εξακριβωθεί.
Για τον πατέρα του σαφή στοιχεία δεν υπάρχουν. Οι ισλαμιστές διακινούν έγγραφο των οθωμανικών δικαστηρίων, σύμφωνα με το οποίο η μητέρα του, Ζουμπεϊντέ, ήταν εργαζόμενη σε οίκο ανοχής, ενώ ο ίδιος ήταν αγνώστου πατρός.
Πάντως δεν υπάρχουν εν ζωή συγγενείς του από την πλευρά του πατέρα του, παρόλο που οι Σκοπιανοί έχουν ανακαινίσει ένα σπίτι στο στο χωριό Κοτζατζίκ των Σκοπίων, το οποίο ανήκε στον Αλή Ριζά, φερόμενο ως πατέρα του.
Μία από τις ταυτότητες του Κεμάλ
Επίσης υπάρχουν στοιχεία σύμφωνα με τα οποία ο Μουσταφά Κεμάλ κατάγεται από οικογένεια Σαμπαταϊστών της Θεσσαλονίκης, κάτι που ομολόγησε και ο ίδιος σε επίσκεψή του στην Παλαιστίνη.
Όσον αφορά το σπίτι που παρουσιάζεται ως κατοικία του και έχει μετατραπεί σε μουσείο, φιλοξενώντας ταυτοχρόνως το Γενικό Προξενείο της Τουρκίας στη Θεσσαλονίκη, αυτό ήταν το σπίτι του Ραγκίπ μπέη, πατριού του Κεμάλ, δεύτερου συζύγου της μητέρας του.
Το όνομα, το διαζύγιο και οι φήμες
Το 1934, με τον υπ’ αρ. 2587 νόμο, του δόθηκε το επώνυμο Ατατούρκ, που σημαίνει «Ο Γεννήτωρ των Τούρκων».
Όσον αφορά την προσωπική του ζωή, παντρεύτηκε το 1923 την Λατιφέ Ουσάκι (φωτ. κάτω) που γεννήθηκε το 1899 στη Σμύρνη και ανήκε κι αυτή σε οικογένεια Σαμπαταϊστών. Χώρισαν το 1925.
Οι επιστολές της Λατιφέ (προηγήθηκαν του χωρισμού και με πρόσφατα ανανεωμένη απόφαση του τουρκικού κράτους παραμένουν απόρρητες) σύμφωνα με τους ερευνητές αφήνουν υπονοούμενα για τις σεξουαλικές προτιμήσεις του Κεμάλ, οι οποίες αποτέλεσαν την κύρια αιτία του χωρισμού.
Ο Μουσταφά Κεμάλ ήταν μοναχικό άτομο. Δεν απέκτησε ποτέ δικά του παιδιά, αν και υιοθέτησε εννέα. Τουλάχιστον ένα από αυτά, η Σαμπιχά Γκιοκτσέν, ήταν ορφανή Αρμένια, η οικογένεια της οποίας σφαγιάστηκε από τους Νεότουρκους.
Πέθανε στις 10 Νομεβρίου του 1938 από κίρρωση του ήπατος, η οποία προήλθε από αλκοολισμό από τον οποίο έπασχε επί χρόνια.
Τέσσερα από τα εννέα υιοθετημένα παιδιά του Μουσταφά Κεμάλ
Η θητεία του στο στρατό
Ο Κεμάλ εγγράφηκε το 1893 στο στρατιωτικό γυμνάσιο της Θεσσαλονίκης, όπου φοίτησε τρία χρόνια. Στη συνέχεια μπήκε στο στρατιωτικό λύκειο του Μοναστηρίου, όπου φοίτησε από το 1896 μέχρι το 1899. Το 1899 εισήλθε στη στρατιωτική ακαδημία της Κωνσταντινούπολης, από την οποία αποφοίτησε το 1902 με το βαθμό του ανθυπολοχαγού, όγδοος μεταξύ 549 αποφοιτησάντων. Το 1905 εισήλθε στη Σχολή Επιτελών, απ’ όπου αποφοίτησε με το βαθμό του λοχαγού και την ειδικότητα του Επιτελούς.
Η στρατιωτική σχολή του Μοναστηρίου
Ενώ υπηρετούσε στην 5η Στρατιά, με έδρα τη Δαμασκό, τον Οκτώβριο του 1906 ίδρυσε με άλλους αξιωματικούς μυστική οργάνωση με τίτλο «Πατρίδα και Ελευθερία» και έφυγε κρυφά στη Θεσσαλονίκη, όπου ίδρυσε ομάδα της οργάνωσής του. Στη συνέχεια έφυγε στη Γιάφα, στην Αίγυπτο και ξανά στη Δαμασκό. Το 1907 μετατέθηκε στην 3η Στρατιά, στη Θεσσαλονίκη, όπου ενσωμάτωσε την οργάνωσή του στο Κομιτάτο Ένωσις και Πρόοδος, του οποίου έγινε το 322ο μέλος.
Μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων, το 1908, εστάλη από την οργάνωση στην Τρίπολη της Λιβύης, μια περιοχή με κοινωνικοπολιτικά προβλήματα. Εκεί προσπάθησε να διαδώσει στις ελίτ και την κοινωνία τις ιδέες των Νεοτούρκων, ενώ εκπαίδευε ταυτοχρόνως και τους αξιωματικούς του Στρατοπέδου της Βεγγάζης.
Στον Πόλεμο της Λιβύης
Το 1909 επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και συμμετείχε στην είσοδο της Επιχειρησιακής Στρατιάς στην Κωνσταντινούπολη, στις 19 Απριλίου. Στη συνέχεια υπηρέτησε ως επιτελής στην 3η Στρατιά, στο 5ο Σώμα Στρατού και στο 38ο Σύνταγμα Πεζικού.
Το 1911 συμμετείχε στον Πόλεμο της Λιβύης, εναντίον των Ιταλών, με το βαθμό του ταγματάρχη επιτελούς. Το 1912 τραυματίστηκε και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς μετατέθηκε σε μονάδα στο Πλαγιάρι των Δαρδανελίων. Στη συνέχεια, στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, το 1913, φέρεται να επισκέφθηκε το Διδυμότειχο και την Αδριανούπολη.
Στις 27 Οκτωβρίου 1913 μετατέθηκε στη Σόφια ως Στρατιωτικός Ακόλουθος της Οθωμανικής Πρεσβείας. Στις 20 Ιανουαρίου του 1915 μετατέθηκε στο 3ο Σώμα Στρατού, στη 19η Μονάδα, στο Τεκφούρνταγ, και συμμετείχε στον Πόλεμο των Δαρδανελίων, όπου διακρίθηκε.
Ο Μουσταφά Κεμάλ με τον Ενβέρ πασά
Το 1916 μετατέθηκε από την Καλλίπολη στην Αδριανούπολη, στο 16ο Σώμα Στρατού, με το οποίο έκανε εκστρατεία στο Ντιγιάρμπακιρ, για την αναχαίτιση της προέλασης των Ρώσων. Εκεί έλαβε το βαθμό του ταξίαρχου. Το 1917 έγινε υποδιοικητής της 2ης Στρατιάς, με έδρα το Ντιγιάρμπακιρ, και αμέσως μετά διοικητής του 7ου Σώματος Στρατού. Τότε φέρεται να σχεδίασε την ανατροπή της τριάδας Ταλαάτ-Ενβέρ-Τζεμάλ, σχέδιο που απέτυχε με την εκτέλεση ενός εκ της ομάδας των κινηματιών, του Γιακούπ Τζεμίλ.
Το 1917 και το 1918 επισκέφθηκε το Βερολίνο και τη Βιέννη αντιστοίχως, ενώ τον Αύγουστο του 1918 μετατέθηκε στο 7ο Σώμα Στρατού, στο Μέτωπο της Παλαιστίνης. Στη συνέχεια πήρε τον τίτλο του Επίτιμου Υπασπιστή του Σουλτάνου, για να παραιτηθεί από τη Διοίκηση του 7ου Σώματος Στρατού στις 6 Οκτωβρίου του 1918.
Είχε προηγηθεί η βαριά ήττα των τουρκικών σχηματισμών στη Συρία, με τη Δαμασκό να πέφτει στα χέρια των Άγγλων την 1η Οκτωβρίου και να ακολουθεί το Χαλέπι, στις 25 του ίδιου μήνα.
Στις 30 Οκτωβρίου 1918, με την υπογραφή της Συνθήκης του Μούδρου, ο Μουσταφά Κεμάλ τοποθετήθηκε διοικητής των Στρατιών Γιλντιρίμ, θέση που κατείχε μέχρι τότε ο Γερμανός Λίμαν φον Σάντερς. Με τη διάλυση των στρατιών, μετά από λίγες εβδομάδες, πήγε στην Κωνσταντινούπολη που ήταν υπό τον έλεγχο των Άγγλων.
Η απόβαση στην Αμισό
Τον Νοέμβριο του 1918 ο Άγγλος ναύαρχος Κάλθορπ (Calthorpe) και ο Γάλλος ναύαρχος Αμέ (Amet), τοποτηρητές των συμμάχων στην Κωνσταντινούπολη, επέδωσαν διάβημα διαμαρτυρίας στον σουλτάνο Βαχντετίν, επειδή ένοπλες ομάδες Τούρκων σκότωναν χριστιανούς στην ενδοχώρα της Ανατολής.
Από την κηδεία του Μουσταφά Κεμάλ
Έτσι, ο σουλτάνος ανέθεσε στον Κεμάλ την αποστολή να ελέγξει τη δράση των ένοπλων ομάδων σε έξι νομούς (βιλαέτια), με στόχο την προστασία των χριστιανικών πληθυσμών που κατοικούσαν σ’ αυτούς.
Με βάση αυτήν την αποστολή ο Μουσταφά Κεμάλ, συνοδευόμενος από μερικές δεκάδες αξιωματικούς, επιβιβάστηκε στο πλοιάριο «Μπαντίρμα», για να αποβιβαστεί στις 19 Μαΐου στη μαρτυρική Αμισό, «εγκαινιάζοντας» έτσι τη δεύτερη και σκληρότερη φάση της γενοκτονίας του ελληνισμού του Πόντου.