Με αφορμή τη Γενοκτονία των Ποντίων, αναγνώστης του pontos-news.gr θυμίζει ένα τραγούδι του Αζναβούρ αφιερωμένο στους συμπατριώτες του Αρμενίους, θύματα Γενοκτονίας.
Πέθαναν χωρίς πολύ το γιατί να το γνωρίσουν,
άνδρες, γυναίκες και παιδιά που απλά ήθελαν να ζήσουν,
παραπατώντας βαδίζανε σαν μεθυσμένοι,
με τον τρόμο στα μάτια καταλήξανε σφαγμένοι.
Άλλοι πεθάνανε ενώ έκαναν στον Θεό την ικεσία τους.
Πεθάνανε μπροστά στην πόρτα ή στην εκκλησία τους.
Άλλοι σαν αγέλες στην έρημο βαδίζοντας ομαδικά,
χαθήκανε από δίψα, πείνα, το σίδερο και τη φωτιά.
Στον κόσμο της ευφορίας κανείς δεν ύψωσε φωνή,
όταν αυτόν το λαό οδηγούσαν στη σφαγή.
Η Ευρώπη ανακάλυπτε τότε της τζαζ τις μουσικές.
Οι ήχοι της τρομπέτας, των παιδιών σκεπάζαν τις κραυγές.
Έτσι πεθάναν ντροπιασμένοι μέσα στη σιωπή,
κατά εκατομμύρια, χωρίς κανείς να συγκινηθεί.
Άλικα λούλουδα σε μια στιγμή γινήκαν.
Από μιαν ανεμοθύελλα καλυφθήκανε και ξεχαστήκαν.
Με τα μάτια γεμάτα ήλιο σβήσανε ξεψυχώντας,
όπως ένα πουλί που από σφαίρα συντρίβεται πετώντας.
Πεθάνανε, δεν έχει σημασία πού, χαθήκανε τα ίχνη,
αγνοημένοι, λησμονημένοι, στον ύστατό τους ύπνο.
Πέσανε νεκροί μ’ αφέλεια πιστεύοντας
πως τα παιδιά τους θα ζούσαν παίζοντας,
κι ότι μια μέρα θα περπατούσαν στις χώρες με ελπίδες,
μ’ ανθρώπους καλόκαρδους και σ’ ανοιχτές πατρίδες.
Ανήκω σ’ αυτόν το λαό που βρήκε κοίμηση χωρίς ταφή,
που να πεθάνει διάλεξε χωρίς την πίστη του ν’ απαρνηθεί,
που στην προσβολή δεν έσκυψε την κεφαλή,
κι όμως επέζησε χωρίς να παραπονεθεί.
Πεθάνανε πηγαίνοντας στην αιωνιότητα,
βαδίζοντας μέχρι του θάρρους την ακρότητα.
Ο θάνατος τους άρπαξε χωρίς να ρωτήσει ηλικία,
γιατί κατά λάθος ήτανε παιδιά από την Αρμενία.
Charles Aznavour, «Ils sont tombés», 1976
(ελεύθερη απόδοση στα ελληνικά, Μ.Ν., 25/6/2011)