Η αυτοκτονία μιας ποντιοπούλας στις 16 Μαΐου 1922, στη Δραπετσώνα, συγκλόνισε όλο τον προσφυγικό κόσμο στον Πειραιά, που είχε κατέβει τις μεσημβρινές ώρες της μέρας εκείνης στο λιμάνι περιμένοντας να δέσει το πλοίο που μετέφερε εκατοντάδες Ποντίους, κυνηγημένους από τους κεμαλιστές.
Όλοι περίμεναν με αγωνία να κατέβουν οι διωγμένοι, για να βρουν ανάμεσά τους συγγενικά πρόσωπα ή να πληροφορηθούν την τύχη τους. Όταν άρχισαν να κατεβαίνουν τις σκάλες, η προσφυγοπούλα Δέσποινα Βελονά είδε μια γνωστή της οικογένεια, με την οποία ήταν γείτονες στην Τραπεζούντα, κι έτρεξε να τους συναντήσει. Αφού τους καλωσόρισε, ρώτησε με αγωνία πού βρίσκονται οι δικοί της (οι γονείς και οι δυο μικρότεροι αδελφοί της). Με πόνο ψυχής την πληροφόρησαν ότι οι δικοί της εσφάγησαν αγρίως από τους κεμαλιστές· οι ίδιοι σώθηκαν την τελευταία στιγμή, και με το πρώτο πλοίο διέφυγαν.
Η Δέσποινα Βελονά ξέσπασε σε λυγμούς και άρχισε να οδύρεται για το χαμό των δικών της. Μάταια προσπάθησαν κάποιοι να την ηρεμήσουν. Δεν μπορούσε να αντέξει την απώλεια των δικών της. Πήγε στο σπίτι της, πήρε ένα σχοινί, το έδεσε στο κλαδί μιας ακακίας και απαγχονίστηκε.
Το απονενοημένο διάβημά της συγκλόνισε όλο τον Πειραιά. Την επομένη, στην τελευταία της κατοικία την συνόδευσαν πλήθος πρόσφυγες φανερά συγκινημένοι. Λόγω της αυτοκτονίας δεν έγινε βέβαια νεκρώσιμη ακολουθία.
Συγκλονιστικά ήταν τα λόγια του προέδρου ενός προσφυγικού σωματείου: «Σήμερον κηδεύομεν άλλο ένα θύμα του κεμαλισμού… Τα άλλα εις τον μακρινόν Πόντον ουδείς γνωρίζει αν ετάφησαν και αν ιερείς τούς εκήδευσαν… Ο Θεός να αναπαύση τας ψυχάς των!».
Με αφορμή αυτή την αυτοκτονία, τα προσφυγικά σωματεία αποφάσισαν να γίνει στην Αθήνα, αλλά και στον Πειραιά, στον καθεδρικό ναό της Αγίας Τριάδος την Κυριακή 21 Μαΐου 1922, μνημόσυνο υπέρ των βασανισθέντων και των σφαγιασθέντων χριστιανών υπό των κεμαλιστών εν Μικρά Ασία.
Τάσος Κοντογιαννίδης