Η εσωτερική κατάσταση στην Ελλάδα και οι σχέσεις μας με τους διαβόητους θεσμούς, που δυστυχώς καθορίζουν τα της ζωής μας, εξελίσσονται ιδιαίτερα ανησυχητικά. Στο εσωτερικό ζούμε μια άκρως απαράδεκτη υποβάθμιση της πολιτικής ζωής, με την κυβέρνηση, αντί να ξαγρυπνά στην προσπάθειά της για κάθε τι δίκαιο και αναπτυξιακό, να δίνει προτεραιότητα σε φεστιβάλ κάνναβης, σε κατάργηση των πρότυπων σχολείων, σε αποφυλακίσεις αμετανόητων δολοφόνων και σε επικοινωνιακές λαϊκίστικες παραστάσεις με τις επαναπροσλήψεις των καθαριστριών του υπουργείου Οικονομικών και την εκ νέου άλωση του Ραδιομεγάρου.
Οι υποσχέσεις για αύξηση του κατώτατου μισθού και κατάργηση του ΕΝΦΙΑ απομακρύνονται και η απόφαση για χορήγηση του 13ου μισθού σε φτωχούς μεταμορφώνεται σε εφάπαξ εισφορά, ενώ οι πονηριές με τον ΦΠΑ προβλέπεται να επιβαρύνουν τελικά τους πάντες ακριβαίνοντας τα βασικά είδη πρώτης ανάγκης και φθηναίνοντας τα εισαγόμενα αυτοκίνητα που παράγουν οι δανειστές μας. Πρόσθετα, επικρέμαται πάλι η σπάθη που απειλεί με νέες περικοπές κύριες και επικουρικές συντάξεις. Όλα αυτά στο όνομα «αναπτυξιακών μεταρρυθμίσεων», που κρίνονται από τους δανειστές μας αναγκαίες προκειμένου να μας δώσουν «τη δόση μας».
Όσον αφορά τη διαθέσιμη οικονομική ρευστότητα, φαίνεται ότι ξύνουμε όντως το βαρέλι προκειμένου να την βγάλουμε μέχρι την επιδιωκόμενη συμφωνία, η οποία αναμένεται να απελευθερώσει κονδύλια και να επανέλθει έτσι μια μορφή κανονικότητας στη ζωή των Ελλήνων. Όμως όλο και πιο σαφή γίνονται τα στενά περιθώρια στα οποία κινείται η διαπραγματευτική μας ομάδα. Τα υπερήφανα «όχι» δείχνουν να καταλήγουν, μέσω μιας αποτυχημένης προσπάθειας για έναν «έντιμο συμβιβασμό», σε τραγικές υποχωρήσεις οι οποίες σπρώχνουν ήδη την κυβέρνηση να ρίξει την ευθύνη της όποιας απόφασης στο λαό.
Όταν λες ότι πηγαίνεις να διαπραγματευτείς και διαλαλείς δογματικά ότι επιθυμείς «πάση θυσία» να παραμείνεις στην Ευρωζώνη, τότε δηλώνεις από την αρχή ηττημένος. Η κυβέρνηση όταν λέει στους απέναντι ότι δεν την ψήφισαν για να έρθει σε ρήξη, είναι σαν να τους δηλώνει ότι στο τέλος θα υποχωρήσει. Όμως κάθε κυβέρνηση, όταν κατεβαίνει στις εκλογές, δεν λέει π.χ. ότι θα οδηγήσει τη χώρα σε πόλεμο. Αν όμως αρνητικές εξελίξεις δημιουργήσουν συνθήκες αρνητικές, τότε η κυβέρνηση που έχει εκλεγεί είναι υπεύθυνη για να αποφασίσει ακόμη και για πόλεμο.
Συνεπώς, ναι μεν δεν εξελέγη η κυβέρνηση για να οδηγήσει τη χώρα προγραμματισμένα εκτός της Ευρωζώνης, αλλά αν οι εκβιασμοί της άλλης πλευράς μας οδηγήσουν εκεί, η κυβέρνηση πρέπει να το τολμήσει. Το «πάση θυσία» δεν πρέπει να υπάρχει στη φρασεολογία καμίας κυβέρνησης.
Προφανώς δεν πέρασε το δικό μας, τουναντίον η χολιγουντιανή αποτυχημένη προσπάθεια διαπραγμάτευσης σε συνδυασμό με τη δεινή μας θέση αποθράσυνε τους «εταίρους» μας, και με δεδομένες τις διογκούμενες οικονομικές μας ανάγκες εκτιμάται ότι οι όροι που θα μας επιβληθούν προκειμένου να υπογραφεί μια συμφωνία θα δημιουργήσουν λαϊκή δυσαρέσκεια, της οποίας οι συνέπειες δεν είναι εύκολο να προδιαγραφούν. Ακόμη και αν καταφύγουμε σε ένα όλο και περισσότερο συζητούμενο βοηθητικό παράλληλο νόμισμα προκειμένου να διοχετευθεί ρευστότητα στην οικονομία, θα πρέπει να προσέξουμε πολύ και να αποκρούσουμε αποφασιστικά κάθε πιθανή προσπάθεια τρίτων να αποδεχθούμε ένα υποτιμημένο δεύτερο νόμισμα, που με αδέξιους χειρισμούς θα μπορούσε να μας οδηγήσει σε ένα και μοναδικό υποτιμημένο εθνικό νόμισμα.
Συνεπώς, η ενδεχόμενη αποδοχή ενός δεύτερου νομίσματος θα πρέπει να στηρίζεται στην ισοτιμία 1 προς 1, δηλ. ένα ευρώ να ισούται διά νόμου με μία μονάδα του νέου, παράλληλου, νομίσματος. Με άλλα λόγια, το παράλληλο νόμισμα, προκειμένου να μην έχουμε δυσμενείς επιπτώσεις στο ύψος του εξωτερικού μας χρέους, θα πρέπει να είναι «κουμπωμένο» στο ευρώ με σχέση 1 προς 1, όπως π.χ. ισχύει σήμερα εδώ και πολλά χρόνια το κούμπωμα του βουλγαρικού λεβ προς το ευρώ με σταθερή σχέση (1 ευρώ = 2 λέβα).
Τέλος, οι προταθείσες λύσεις για διεξαγωγή δημοψηφίσματος ή εκλογών δεν είναι οι καλύτερες δυνατές. Οι εκλογές αποκλείονται παντελώς για λόγους που έχουν να κάνουν με χρόνο και χρήμα. Το δημοψήφισμα, είτε λάβει επί του περιεχομένου θέση η κυβέρνηση είτε όχι, είναι πιθανόν να οδηγήσει μέσα από ένα ενδεχομένως ναρκοθετημένο μονοπάτι επίσης σε εκλογές με κάθε δυνατή αρνητική συνέπεια.
Στο δια ταύτα, επί της ουσίας, ανοικτή παραμένει η λύση συγκρότησης, το ταχύτερον δυνατόν, κυβέρνησης εθνικής ενότητας υπό τον σημερινό πρωθυπουργό, ο οποίος έχει τυπικά και ουσιαστικά τη μεγαλύτερη ευθύνη για όσα έγιναν και δεν έγιναν κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του. Είναι η ύστατη ώρα και απαιτείται κοινή, εθνική, προσπάθεια.