Κάποιο φως στο τούνελ της διαπραγμάτευσης με τους εταίρους φαίνεται να αχνοφέγγει, καθώς η χώρα αντιμετωπίζει –σύμφωνα με δημοσιεύματα– με οξύ τρόπο το οικονομικό πρόβλημα.
Παρ’ όλα αυτά, οι εσωκομματικές τάσεις στον ΣΥΡΙΖΑ παίρνουν θέσεις μάχης και η ρήξη με την ηγετική ομάδα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Όπως και η συνεχής διαφοροποίηση πολιτικών προσώπων του ΣΥΡΙΖΑ τα οποία θα επιδιώξουν να εκφράσουν τις τάσεις που θα εκδηλώσουν την αντίθεσή τους προς την κυβερνητική πολιτική και, φυσικά, τα κοινωνικά στρώματα που θα αναζητήσουν μια ανάλογη πολιτική έκφραση…
Δεν είναι μόνο το οικονομικό πρόβλημα που έχει η χώρα, η αντιμετώπιση του οποίου θα φέρει την κυβέρνηση σε εσωκομματική και κοινωνική ρήξη. Είναι και οι πιέσεις που θα δεχθεί να αθετήσει στρατηγικού χαρακτήρα συνεννοήσεις που ο κ. Τσίπρας επιχείρησε να κάνει στη Μόσχα. Κι αυτό είναι εξίσου σημαντικό.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έστειλαν στην Αθήνα τον ειδικό απεσταλμένο τους σε θέματα ενέργειας, ο οποίος το απόγευμα της Παρασκευής συναντήθηκε με τους κ.κ. Λαφαζάνη, Κοτζιά και Παππά, προς τους οποίους εξέφρασε τις ανησυχίες της Ουάσινγκτον για την απόφαση συμμετοχής της Ελλάδας στον Turkish Stream.
Αυτό θα αποτελεί, από τώρα και στο εξής ένα επιπλέον βάσανο για την κυβέρνηση.
Πραγματοποίησε με ηχηρό και αδέξιο τρόπο το «άνοιγμα» προς τη Μόσχα, ένα άνοιγμα το οποίο έπρεπε να γίνει αλλά πολύ περισσότερο προσεκτικά, και τώρα θα βρίσκει μπροστά της και την Ουάσινγκτον.
Τέτοιου τύπου μεταστροφές δεν γίνονται εύκολα από χώρες όπως η Ελλάδα, η στρατηγική θέση της οποίας αποτέλεσε και αποτελεί κρίσιμη παράμετρο στη Δυτική πολιτική στην περιοχή.
Η κυβέρνηση δεν είναι, βεβαίως, αφελής, αλλά εκ των πραγμάτων ένα έλλειμμα ιστορικής γνώσης δεν αποκλείεται να το έχει.
Η περί τον πρωθυπουργό ηγετική ομάδα –του ιδίου συμπεριλαμβανομένου– ασχολήθηκε με την πολιτική από μικρή ηλικία και, δεδομένου ότι η πολιτική, στο επίπεδο του κ. Τσίπρα, είναι εργασία πλήρους απασχόλησης, δεν είναι σίγουρο ότι έμενε χρόνος για να αποκτήσουν γνώση παλαιότερων εμπειριών από τη διαχείριση ανάλογων κρίσεων.
Το μέλλον της Ελλάδας δεν κρίθηκε ούτε στη Γιάλτα ούτε με την είσοδο στην Ευρωζώνη. Διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, μέχρι τη δολοφονία του Καποδίστρια. Από το 1821 ως την έλευση του Όθωνα, ίσως καλύτερα ως τον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856).
Έχει σημασία η επιγραμματική αναφορά στους δεσμούς της εξάρτησης για την ερμηνεία των αποτελεσμάτων των σημερινών κυβερνητικών προσανατολισμών. Είτε οικονομικών είτε πολιτικών.
Η Αγγλία κυριαρχούσε στη νοτιοανατολική μεσόγειο την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης. Βρισκόμαστε στην αυγή της αποικιακής περιόδου και η κυριαρχία αυτή αποτελούσε απόλυτη αναγκαιότητα για την αγγλική πολιτική. Παρά το γεγονός ότι η Αγγλία δεν συμμετείχε στην «Ιερά Συμμαχία», επιθυμούσε τη διατήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για να μην αποκτήσει η Ρωσία τη δυνατότητα εξόδου στις θερμές θάλασσες.
Σχεδιάζοντας μακροπρόθεσμα, η αγγλική πολιτική αντιλήφθηκε μεν ότι η ελληνική ανεξαρτησία, με τη συνδρομή της Ρωσίας, θα της δημιουργούσε δυσκολίες, θεώρησε όμως –και σωστά όπως αποδείχθηκε– ότι αν η ίδια βοηθούσε στη συγκρότηση του νέου ελληνικού κράτους, θα μπορούσε και να το ελέγξει.
Άρχισε έτσι από το 1823, διά του υπουργού Εξωτερικών Κάνινγκ, μια φιλελληνική πολιτική που ενίσχυσε το αγγλόφιλο πνεύμα μεταξύ των Ελλήνων, οι οποίοι πέτυχαν το 1824 και το 1825 να συνάψουν δύο δάνεια στο Σίτυ. Ίσως να μην επηρέασαν αποφασιστικά την εξέλιξη του πολέμου, σίγουρα όμως καθόρισαν τα αποτελέσματα του Εμφυλίου υπέρ της αγγλόφιλης παράταξης Κουντουριώτη.
Η Ρωσία, η οποία διά του τσάρου Αλέξανδρου κρατά στην αρχή του Αγώνα επιφυλακτική στάση, ανησυχεί από την αγγλική πολιτική και προσπαθεί να μπει στο παιχνίδι.
Με τον επόμενο τσάρο Νικόλαο κάνει θετικές προτάσεις για τη δημιουργία υποτελούς ελληνικής ηγεμονίας την οποία απορρίπτει ο σουλτάνος. Το αποτέλεσμα είναι η Ναυμαχία του Ναβαρίνου, η οποία θεωρείται η γενέθλια πράξη της δημιουργίας του ελληνικού κράτους αλλά δεν είναι έτσι. Ο σουλτάνος αντέδρασε και τα πράγματα κατέληξαν σε έναν ρωσοτουρκικό πόλεμο το 1828 – όχι, φυσικά, μόνο για την Ελλάδα.
Μετά τον πόλεμο αυτόν κρίθηκε το μέλλον της Ελλάδας. Η Ρωσία κέρδισε, αλλά η νίκη της –η οποία προφανώς ανησύχησε Αγγλία και Γαλλία– οδήγησε στην παρέμβαση των δύο Δυτικών δυνάμεων οι οποίες αφού διαχώρισαν την Ελλάδα από τις άλλες βαλκανικές εθνότητες, πρότειναν στη Ρωσία την υπόλοιπη βαλκανική, εκτός, δηλαδή, της Ελλάδος. Πρόταση την οποία εξ ανάγκης η Ρωσία αποδέχτηκε. Αυτή είναι η αρχή της εξάρτησης από τη Δύση, και όχι η Γιάλτα.
Η Ελλάδα για τη Δυτική γεωπολιτική έχει μείζονα σημασία σε σχέση με την υπόλοιπη Βαλκανική. Η χώρα δεν πρόκειται να εγκαταλειφθεί. Το τίμημα ανάλογων προσπαθειών θα είναι υψηλό. Αυτό εννοούμε όταν επισημαίνουμε την ανάγκη η πολιτική ηγεσία να γνωρίζει τις εμπειρίες απεξάρτησης του παρελθόντος.
Η έλευση του Καποδίστρια δημιούργησε καχυποψίες στη Δύση και ελπίδες στη Ρωσία για επαναπροσδιορισμό της ελληνικής περίπτωσης.
Ο υπουργός Οικονομικών, τότε, δεν είπε απλώς ότι «το ταμείον είναι μείον» αλλά πως δεν υπάρχει ταμείο. Παρά τις επιφυλάξεις που είχε ο Καποδίστριας προς το δανεισμό, αναγκάστηκε να ζητήσει δάνειο από τις Δυτικές δυνάμεις το οποίο, βεβαίως, δεν του το παραχώρησαν, διότι τους ανησυχούσε η ίδια η παρουσία του. Κι αυτό είναι το δεύτερο δίδαγμα από την περίοδο της Επανάστασης.
Υπάρχει κι ένα τρίτο. Ο Όθωνας υποστήριξε τη Ρωσία στον Πόλεμο της Κριμαίας, σε αντίθεση με τις Δυτικές δυνάμεις που τάχθηκαν στο πλευρό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ρωσική ήττα οδήγησε στον ριζικό επαναπροσδιορισμό της ρωσικής πολιτικής στα Βαλκάνια. Εγκατέλειψε την ελπίδα επιρροής στην Ελλάδα. Με τη βοήθεια και του πανσλαβισμού στρέφεται, πλέον, προς τους σλαβικούς χριστιανικούς λαούς των Βαλκανίων.
Όλο αυτό το ιστορικό υπόβαθρο δεν μπορεί να μην λαμβάνεται υπόψη στη χάραξη εξωτερικής πολιτικής. Κανείς δεν υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να αναζητηθεί –απ’ οπουδήποτε μπορεί να προσφερθεί– υποστήριξη προς τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Αλλά χρειάζεται περισσότερη προσοχή. Ας μην ξεχνάμε, επίσης, το πρόσφατο πολιτικό παρελθόν, επί πρωθυπουργίας Κώστα Καραμανλή. Να δούμε πώς θα ξεμπλέξει η κυβέρνηση με τα μέτωπα που άνοιξε.