Θα μπορούσε να είναι ένας αστικός μύθος αν δεν υπήρχε η φωτογραφία: ο Ματθαίος Τσαχουρίδης να παίζει ποντιακή λύρα με τον Κωνσταντίνο Τσαχουρίδη δίπλα του, υπό το βλέμμα του Πρίγκιπα Καρόλου! Έτσι, η ποντιακή μουσική μπήκε ακόμα και μέσα στο Μπάκιγχαμ, χάρη στα δύο αδέρφια από τη Βέροια που έδωσαν ακαδημαϊκή διάσταση σε αυτό που είχαν ως άκουσμα από τα παιδικά τους χρόνια.
Λίγο πριν από τη μεγάλη συναυλία των αδερφών Τσαχουρίδη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, και λίγο προτού η ποντιακή ψυχή συναντήσει το ποντιακό σώμα, οι δύο μουσικοί μιλούν στο pontos-news.gr για όλα όσα τους χαρακτηρίζουν ως καλλιτέχνες.
Πολλοί λένε ότι είσαστε αυτοί που σύστησαν την ποντιακή μουσική στην Ευρώπη. Η δε φωτογραφία με τον πρίγκηπα Κάρολο να σας ακούει, χαρακτηριστική. Εσείς αισθάνεσθε έτσι;
Ματθαίος Τσαχουρίδης: Η ποντιακή μουσική και ο ήχος της στο κοινό αυτί, όπως συμβαίνει και σε κάθε προφορική παράδοση, απαιτεί κατά κάποιον τρόπο ένα είδος βιωματικής σχέσης, προκειμένου να γίνει κατανοητή από τον ακροατή. Η ποντιακή λύρα, ένα μουσικό όργανο που λειτουργεί ως σύμβολο για τον πολιτισμό των Ελλήνων του Πόντου, έχει απεριόριστες μουσικές δυνατότητες – κάτι που έχουμε αποδείξει γραπτώς με τη διδακτορική μας διατριβή, την πρώτη στην αγγλική γλώσσα, που αναφέρεται στις μουσικές τεχνικές και δυνατότητες του οργάνου, από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου (Goldsmiths University of London).
Κωνσταντίνος Τσαχουρίδης: Το αποδεικνύουμε συνεχώς όμως και με τις εμφανίσεις μας στις «μουσικές γειτονιές» ανά τον κόσμο. Το παράδειγμα που αναφέρατε με τον Πρίγκιπα της Ουαλίας Κάρολο, ο οποίος μέσω της δύναμης της μουσικής ήρθε κοντά στον Πόντο, είναι και αυτό μια αναγνώριση για εμάς που προσπαθούμε μέσω του ήχου της ποντιακής λύρας να κάνουμε ακόμη περισσότερους φίλους και ακροατές να αγαπήσουν την ποντιακή λύρα και τον ήχο της και να έρθουν ακόμη πιο κοντά στον πολιτισμό των Ελλήνων του Πόντου.
Στις διπλωματικές σας εργασίες και στις επιστημονικές δημοσιεύσεις που έχετε κάνει αναφέρετε τον Γώγο και τον Χρύσανθο. Τους χαρακτηρίζετε πρωτοπόρους. Τον μεν πρώτο για τα ανοίγματα σε άλλα ακούσματα, τον δεύτερο για τις τεχνικές που ταιριάζουν σε λυρικό τραγουδιστή. Εσείς θεωρείτε τους εαυτούς σας πρωτοπόρους για τους ίδιους (ή διαφορετικούς) λόγους;
Μ.Τ.: Ο πατριάρχης της ποντιακής λύρας Γώγος Πετρίδης ήταν αυτός που πρώτος πειραματίστηκε με τις μουσικές δυνατότητες της ποντιακής λύρας και έπαιξε μη ποντιακή μουσική στη λύρα. Ήταν ο κύριος «εμπνευστής» μας, αφού τον ακούγαμε από πολύ μικρή ηλικία σε διάφορα ηχογραφήματα, και ήδη από τότε πειραματιζόμασταν με τον ήχο της ποντιακής λύρας. Ο Γώγος ήταν πρωτοπόρος διότι στην τότε «συντηρητική» κοινωνία των Πόντιων προσφύγων γλύκαινε με το παίξιμό του και ενδυνάμωνε τον αλησμόνητο Πόντο στις καρδιές των ανθρώπων της εποχής του. Κατόρθωσε να συγκινήσει ακόμη και μη ποντιακής καταγωγής ακροατές, αφού έπαιξε σκοπούς συρτούς, καλαματιανούς, νησιωτικούς, ακόμα και ρεμπέτικες μελωδίες με την ποντιακή λύρα.
Κ.Τ.: Ο Χρύσανθος Θεοδωρίδης με τη μοναδικότητα της φωνής του, μια φωνή που θα μπορούσε να κάνει «δεύτερη» ακόμη και στον αξέχαστο διάσημο τενόρο Λουτσιάνο Παβαρότι, έμεινε και θα μείνει στην ιστορία της ποντιακής μουσικής ως ο άριστος συνθέτης και ερμηνευτής με τη σπάνια γλυκιά και μελωδική φωνή του. Δικαίως πρωτοπόροι, λοιπόν, αυτές οι δύο προσωπικότητες της ποντιακής μουσικής, χάραξαν το δρόμο και δημιούργησαν ένα «μοντέλο» προς μελέτη για κάθε μουσικό.
Μ.Τ.: Όσον αφορά το τελευταίο σκέλος της ερώτησής σας, όπως μας λέει και ο αγαπημένος μας καλλιτεχνικός πατέρας Μίμης Πλέσσας, «ο πανδαμάτωρ χρόνος είναι αυτός που θα αποδείξει το πόσο σημαντικός θα είσαι στην τέχνη σου».
Για ποιον λόγο θελήσατε να δώσετε ακαδημαϊκή διάσταση στην ποντιακή μουσική που είχατε ως βίωμα και ως εμπειρία;
Κ.Τ.: Θέλαμε πάντα να κάνουμε επιστήμη τη μουσική που μας «μεγάλωσε». Συντέλεσαν σε αυτό, με όλη τους την ενθάρρυνση και ανιδιοτελή αγάπη, οι γονείς μας. Σημαντικό όμως ήταν και το ενδιαφέρον του Σεβασμιότατου Μητροπολίτη Βεροίας Παντελεήμονα, ο οποίος μας αγκάλιασε από μικρή ηλικία και διέκρινε τη δίψα μας για τη μουσική. Με χορηγία υποτροφίας από τη Μητρόπολη Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κάναμε το όνειρό μας πραγματικότητα και συνεχίσαμε τις μουσικές σπουδές μας στο Λονδίνο. Η παράσταση «Ψυχή και Σώμα» πού πατάει; Στην παράδοση ή στο νεωτερισμό; Την παρουσιάσατε από τη Νορβηγία μέχρι το Ιράν, και τώρα στην Αθήνα. Ποιο είναι εκείνο το συνεκτικό στοιχείο που συγκινεί τόσο διαφορετικά κοινά;
Μ.Τ.: Το γεγονός ότι η ποντιακή λύρα, ένα καθαυτό παραδοσιακό μουσικό όργανο, μέσω ενός παγκόσμιου μουσικού ρεπερτορίου αποκτά οικουμενικό χαρακτήρα με ήχο «ελληνικό» και αποδίδει μουσικές του κόσμου, δημιουργώντας έντονα συναισθήματα. Η λύρα συνομιλεί και «ενώνεται» με την ανθρώπινη φωνή μουσικά, και μέσω ενός ποικίλου ρεπερτορίου αναδεικνύονται οι μουσικές δυνατότητες και των δύο αυτών στοιχείων που λειτουργούν ως «Ψυχή και Σώμα». Από την παράδοση στην εξέλιξη, ο «ήχος» δεν παύει να συγκινεί και η μουσική να ανατρέπει για ακόμη μια φορά τα δεδομένα.
Κ.Τ.: Η παράστασή μας το ερχόμενο Σάββατο στις 20:30 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών θα δώσει την ευκαιρία στο κοινό να γευθεί μια διαφορετική μουσική εμπειρία. Πιστεύουμε στον μουσικό διάλογο των πολιτισμών και όχι στον απομονωμένο μονόλογο.
Πρόσφατα ήσασταν στο Λος Άντζελες. Για ποιον λόγο; Τι περιλαμβάνει το υπόλοιπο πρόγραμμά σας;
Κ.Τ.: Το ταξίδι στο Λος Άντζελες δημιούργησε δυνατές φιλίες και συνεργασίες, πρώτον με τον Αζέρο λυράρη Ιμαμγιάρ Χασάνοφ και δεύτερον με ανθρώπους των βραβείων Grammy. Προσπαθούμε να κρατούμε τους εαυτούς μας πάντα σε μουσική εγρήγορση ώστε να πετύχουμε αυτό για το οποίο δεν θα μετανιώσουμε ποτέ (όσο αυτό είναι εφικτό).
Μ.Τ.: Ο μελλοντικός μας προγραμματισμός καλύπτει μια σειρά συναυλιών που φτάνει έως τέλη Οκτωβρίου, όποτε και επιστρέφουμε από Στοκχόλμη, ενώ δεν σταματάμε να ηχογραφούμε τις μουσικές μας ιδέες. Από την άλλη συνεχίζουμε και την ακαδημαϊκή μας παρουσία με διάφορες μελέτες που πρόκειται να δημοσιεύσουμε στο μέλλον σε επίπεδο μεταδιδακτορικού.
Οι αδερφοί Τσαχουρίδη γιατί προτιμούν να εμφανίζονται μαζί;
Μ.Τ.: Γιατί απλώς δεν κάνουν χώρια…
Κ.Τ.: Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν κάνουμε χωριστές εμφανίσεις με άλλους φορείς, απλώς όταν το πάθος μας για τη μουσική ενώνεται επάνω στη σκηνή, τότε και για εμάς είναι εκστατικό!
Η Λίμνη των Κύκνων με ποντιακή λύρα, διά χειρός Ματθαίου Τσαχουρίδη
Ματθαίε, όποιος σας ακούσει εντυπωσιάζεται από το πώς η ποντιακή λύρα μπορεί να παίζει και Τσαϊκόφσκι. Είναι θέμα οργάνου, μουσικού ή και τα δύο;
Μ.Τ.: Είναι ένα κράμα πραγμάτων που πρέπει να βρεθούν μαζί την ίδια στιγμή. Η «αλυσίδα» βέβαια είναι μεγαλύτερη από αυτήν που ενδεικτικά αναφέρατε· εγώ θα έλεγα: βίωμα, μελέτη, όργανο, τρέχουσα πρακτική, έκθεση στο κοινό, ακούσματα, ικανότητα εκτέλεσης, μουσική φαντασία, ιστορική γνώση, μουσική μνήμη, ακούσματα από τον παππού, μελέτη ξένων εκτελεστών και πάνω από όλα πάθος…
Κωνσταντίνε, ποια στοιχεία του ποντιακού τραγουδιού χρησιμοποιείς, και με ποιον τρόπο;
Κ.Τ.: Το ποντιακό τραγούδι είναι κατά τη γνώμη μου ένα δύσκολο, εκτελεστικά, φωνητικό ιδίωμα. Σίγουρα κρατώ βαθιά μέσα μου τη λαρυγγική ευελιξία με πρότυπο τον Χρύσανθο, καθώς και έναν φυσικό θρήνο που απορρέει από το ποντιακό επιτραπέζιο τραγούδι. Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου ασχολήθηκα με την οπερατική μουσική, κάτι το οποίο με απομάκρυνε από τον ήχο της παράδοσης, γι’ αυτό και δεν έχω την «τιμή» να θεωρώ τον εαυτό μου Πόντιο τραγουδιστή – χωρίς όμως αυτό να με απομακρύνει από τον ποντιακό ήχο. Άλλωστε με τον Μακούλη δίπλα λίγο δύσκολα να ξεφύγει κανείς από τον Πόντο [γέλια].
«Ποτέ πια Γενοκτονία», ένα τραγούδι του Μίμη Πλέσσα στο πλαίσιο της συνεργασίας του με τους αδερφούς Τσαχουρίδη
Κ.Τ.: Ωστόσο θέλω να καλύψω ένα ακαδημαϊκό κενό που υπάρχει στον τρόπο που τραγουδούν οι Πόντιοι εκτελεστές ώστε να υπάρξει ένα πρότυπο διατυπωμένο και καταγεγραμμένο με βάση τα μουσικά κληροδοτήματά μας. Αυτό που πραγματικά μας γεμίζει χαρά, είναι το γεγονός ότι μη Πόντιοι αγαπούν τη μουσική μας, κάτι εξαιρετικά δύσκολο δεδομένου ότι ο ποντιακός ήχος χρειάζεται «μύηση» για να τον αγαπήσει κάποιος πραγματικά.
Υπάρχει κάποιο τραγούδι που αγαπάτε ιδιαίτερα;
Μ.Τ.: Θα ήταν εύκολο να απαντήσουμε εάν υπήρχε πληθυντικός στη λέξη τραγούδι. Σαφώς και υπάρχουν πολλά τραγούδια που αγαπάμε και παθιαζόμαστε, φτάνοντας ακόμη και σε σημείο μουσικής μέθεξης, αλλά αυτό εξαρτάται από την ψυχολογία της στιγμής. Έτσι μπορεί να είναι μια συγκεκριμένη εκτέλεση του Χρύσανθου ή του Νουσράτ Φατέχ Αλί Χαν ή του Μπενιαμίνο Τζίλι, του Τζουζέπε ντι Στέφανο…