Στα 94 χρόνια του ήταν ένας ζωντανός θρύλος. «Αν είναι να μείνω μισός, προτιμώ να φύγω. Έτσι και αλλιώς πεινασμένος δεν είμαι. Ο Θεός μού χάρισε καλή ζωή, καλή δουλειά», δήλωνε ο Οδυσσέας Δημητριάδης τον Απρίλιο του 2002 όταν βρέθηκε στην Αθήνα για τη συναυλία που διοργανώθηκε προς τιμήν του στο Μέγαρο Μουσικής.
Τρία χρόνια αργότερα, στις 28 Απριλίου 2005, ο διάσημος αρχιμουσικός άφηνε την τελευταία του πνοή στην Τιφλίδα.
Σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις στον ελληνικό Τύπο, και συγκεκριμένα στο Βήμα της Κυριακής, ο μουσικός που κατάφερε να συνδυάσει και να αναδείξει τα καλύτερα στοιχεία τριών πολιτισμών (του ελληνικού, του γεωργιανού και του ρωσικού), θυμόταν μερικούς από τους πιο σημαντικούς σταθμούς της ζωής του.
Η πατρίδα
«Ο μαέστρος Δημήτρης Μητρόπουλος μου είχε πει “παιδί μου, να μην πας ποτέ στην Ελλάδα. Δεν θα βρίσκεις δουλειά εκεί, δεν θα μπορείς να κάνεις τίποτε”. Δεν είχε κι άδικο. Εγώ όμως το ονειρευόμουν. Πάντα μέσα στην ψυχή μου ζούσα για να γυρίσω. Γι’ αυτό και γύρισα, έγινα ουσιαστικά μετανάστης –αφού η Ελλάδα, εκτός από ονειρεμένη πατρίδα, δεν έπαυε να είναι για εμένα και μια “άγνωστη” χώρα– στα 87 μου χρόνια».
»Ποια είναι τελικά η πατρίδα μου;, αναρωτιέμαι και εγώ ο ίδιος καμιά φορά. Ήμουν πάντα Έλληνας στην ψυχή. Η Ρωσία όμως, η πρώην Σοβιετική Ένωση με μεγάλωσε, μου έδωσε τη δυνατότητα να σπουδάσω και αγκάλιασε την τέχνη μου. Εκεί μπόρεσα να χτίσω το όνομα και την καριέρα μου. Εκεί βρήκα κοινό το οποίο διψούσε να πιει από το νερό που είχα να του προσφέρω».
Το Κόμμα και ο Στάλιν
«Κατάφερα να κάνω καριέρα χωρίς να οργανωθώ ποτέ στο κόμμα. Κανένας δεν με πρότεινε, ίσως γιατί κάπου με είχαν στον μυαλό τους σαν Έλληνα. Ευτυχώς! Το μισούσα το κόμμα. Το μισούσα πάντα από τα βάθη της καρδιάς μου. Όπως μισούσα και σιχαινόμουν και τον Στάλιν. Τότε όμως δεν μπορούσα να μιλήσω. Όσο σκέφτομαι πόσοι καταστράφηκαν εκείνα τα χρόνια…».
Η καριέρα
«Τι να πρωτοθυμηθώ; Θα μιλάω ώρες ατελείωτες. Όλα τα έχω διευθύνει – όλα. Όπερες, μπαλέτα, συμφωνίες. Έργα κλασικά και σύγχρονα. Δεν με ενδιέφερε όμως ποτέ η καριέρα. Δεν είχα ανόητες φιλοδοξίες, από εκείνες που πατούν στο μηδέν. Είχα στόχους. Τίποτε δεν έκανα για να γίνω διάσημος, όλα από την αγάπη μου για τη μουσική τα έκανα.
»Ποτέ δεν σκέφθηκα ότι πρέπει να εργαστώ για να βγάλω λεφτά, για να κάνω γερό κομπόδεμα, να έχω πολλά σπίτια και αυτοκίνητα. Ίσως γι’ αυτό και δεν έκανα τελικά περιουσία. Όποιος δουλεύει για το χρήμα δεν είναι καλλιτέχνης».
Τα είδωλα
«Ο Δημήτρης Μητρόπουλος. Τι άνθρωπος ήταν εκείνος! Με είχε αγαπήσει και τον είχα αγαπήσει πολύ. Δεν μπορούσες να μην τον αγαπήσεις τον Μητρόπουλο. Και ο Σβιατοσλάβ Ρίχτερ. Ήμασταν φίλοι. Αγαπούσε την πατρίδα μου, την Τιφλίδα. Ερχόταν κάθε καλοκαίρι και πήγαινε στα ελληνικά χωριά. Και ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς; Τον θυμάμαι νεαρό. Άκουσα το Πρώτο Κοντσέρτο του για πιάνο, στην πρεμιέρα του. Τότε τον γνώρισα, αναπτύχθηκε μεταξύ μας μια φιλία η οποία όμως δεν έγινε πολύ στενή. Ήμασταν φαίνεται άλλοι κόσμοι. Το αντίθετο συνέβη αρκετά χρόνια μετά με τον Μστσλάβ Ροστροπόβιτς που έγινε φίλος μου στενός. Ταιριάξαμε. Ωραίος άνθρωπος και καλλιτέχνης».