Η πιθανότητα να τσιμπηθεί κάποιος από κουνούπια είναι και θέμα γονιδίων και μπορεί να κληρονομηθεί από γενιά σε γενιά. Αυτό αποκάλυψε για πρώτη φορά νέα βρετανοαμερικανική επιστημονική έρευνα που διενεργήθηκε από ερευνητές με επικεφαλής τον ειδικό στην ιατρική εντομολογία δρ Τζέιμς Λόγκαν της Σχολής Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου.
Για τους σκοπούς της έρευνας μελετήθηκαν οι προτιμήσεις των κουνουπιών σε πανομοιότυπους και μη διδύμους, οι οποίοι χωρίστηκαν σε 37 ζευγάρια και κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν σμήνη κουνουπιών στο εργαστήριο. Όπως προέκυψε οι πανομοιότυποι δίδυμοι, που έχουν ακριβώς ίδια γονίδια, είναι πιθανότερο να προσελκύουν εξίσου τα κουνούπια, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με τους μη πανομοιότυπους διδύμους που έχουν λιγότερα κοινά γονίδια.
Ως εκ τούτου, κοινοί γενετικοί παράγοντες παίζουν ρόλο στο πόσο «ελκυστικός» είναι κάποιος στα… μάτια των κουνουπιών. Αναφορικά με τα γονίδια που ρυθμίζουν το πόσο ελκυστικοί γίνονται οι άνθρωποι στα κουνούπια, ο βαθμός κληρονομικότητας υπολογίζεται ότι είναι ανάλογος με την κληρονομικότητα των γονιδίων που σχετίζονται με το ύψος και το δείκτη ευφυΐας.
Παρόλο που προς το παρόν πρόκειται για μια πιλοτική μελέτη, ο Λόγκαν δήλωσε αισιόδοξος ότι κάποια μέρα θα είναι δυνατό ένας άνθρωπος να παίρνει ένα χάπι που θα ενισχύει τις γονιδιακές-φυσικές άμυνες κατά των κουνουπιών – αλλάζοντας ουσιαστικά τη μυρωδιά του σώματός του, μια και σύμφωνα με τους ερευνητές οι άνθρωποι που σήμερα μένουν σχετικά ήσυχοι από κουνούπια το οφείλουν στο ότι η μυρωδιά του σώματός τους δεν τα ελκύει.
Η δημοσίευση έγινε στο επιστημονικό περιοδικό PLoS One.