Ο Βλάσης Γαβριηλίδης, ο αναμορφωτής της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα, άφησε την τελευταία του πνοή σαν σήμερα 12/4/1920, πάμπτωχος, ανάμεσα σε σκόρπια χειρόγραφα και βιβλία μέσα στα γραφεία της εφημερίδας Ακρόπολις στην πλατεία Κλαυθμώνος.
Ο μέγας αυτός δάσκαλος της δημοσιογραφίας γεννήθηκε το 1847 στην Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, και με υποτροφία του βαρόνου Σίνα συνέχισε τις σπουδές στη Λειψία της Γερμανίας στις Πολιτικές Επιστήμες και τη Φιλοσοφία. Το 1879 εξέδωσε στην Κωνσταντινούπολη πρώτα την εφημερίδα Ομόνοια και κατόπιν τη Μεταρρύθμιση, στην οποία ένα επαναστατικό και ανατρεπτικό άρθρο του προκάλεσε την οργή του σουλτάνου. Παραπέμφθηκε σε δίκη και καταδικάσθηκε ερήμην σε θάνατο!
Όταν οι τσανταρμάδες (οι χωροφύλακες) πήγαν να τον συλλάβουν, τον βρήκαν στο τυπογραφείο να κάθεται ατάραχος. Μόλις τους είδε κατάλαβε αμέσως τι ήθελαν, αλλά δεν έχασε την ψυχραιμία του.
Κάθησε μαζί τους, συζήτησε, αστειεύτηκε, και μετά σηκώθηκε από την καρέκλα λέγοντας: «Βαρέθηκα να τον περιμένω, φεύγω…» κι έφυγε αφήνοντας στο τυπογραφείο τους χωροφύλακες να τον περιμένουν… Μεταμφιεσμένος δραπέτευσε με εμπορικό πλοίο στην Αθήνα, όπου εξέδωσε πρώτα τον Ραμπαγά και το 1881 το Μη χάνεσαι, πρόδρομο της εφημερίδας Ακρόπολις.
Σε μια εποχή που οι εφημερίδες ήταν όργανα των πολιτικών, ο Γαβριηλίδης συνέλαβε την ιδέα της ανεξάρτητης εφημερίδας ως έπαλξη προόδου, υπερασπιστή των λαϊκών και των εθνικών συμφερόντων, σπάζοντας το κατεστημένο. Στόχος του να ρίχνει άπλετο φως στα σκοτάδια όπου κρύβονται η σήψη, η παρακμή και ο σκοταδισμός. Η πένα του δεν χαριζόταν σε κανέναν. Το 1894, λίγο πριν από το «μαύρο ’97», κατηγόρησε τους αξιωματικούς για «μαμοθρεπτισμό», ότι αρέσκονταν στις χοροεσπερίδες με τις μεγάλες στολές, να αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι τους στρατώνες και να παραμελούν τα καθήκοντά τους.
Ζητούσε την κατάργηση στρατού και στόλου, αφού τα εκατομμύρια που ξοδεύονταν γι’ αυτούς πήγαιναν χαμένα. Την επομένη, 86 αξιωματικοί της Φρουράς Αθηνών για να τον… συνετίσουν, με τσεκούρια και ντουφέκια, κατέστρεψαν τα γραφεία της Ακροπόλεως, ακόμα και τα κρεβατάκια των παιδιών του, αφού μέσα εκεί ήταν και το σπίτι του… Αλλά ο Γαβριηλίδης δεν επτοείτο. Επανερχόταν δριμύτατος, ασκούσε αυστηρή κριτική και του κατέστρεφαν πάλι τα γραφεία, όπως είχε συμβεί με τους εξαγριωμένους φοιτητές («Ευαγγελιακά») επειδή δημοσίευσε μεταφρασμένο το Ευαγγέλιο στη Δημοτική…
Με το επιτελείο της εφ. Μη χάνεσαι: Στη μέση ο Γαβριηλίδης, αριστερά ο μετέπειτα κουμπάρος του Κωστής Παλαμάς
(που τον στεφάνωσε), δεξιά ο Καμπάς και ο Γεώργιος Δροσίνης
Η επανάσταση του 1909 στο Γουδί ήταν έργο δικό του, αλλά δεν δίστασε να κατηγορήσει τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο όταν είδε να ανακατεύεται στην πολιτική. «Την Επανάσταση», είχε πει «την ονειρεύτηκα λαϊκή, αντί όμως για το λαό είδα να εξεγείρεται ο Στρατός», που τον ανάγκασε να φύγει από την Ελλάδα… Και όταν το 1912 απελευθερώθηκε η Θεσσαλονίκη, όλες οι εφημερίδες εξυμνούσαν το γεγονός. Ο Γαβριηλίδης έγραφε προφητικά: «Το τι ήταν η Θεσσαλονίκη χθες, ενδιαφέρει τους ιστορικούς. Το τι θα γίνει αύριο μας ενδιαφέρει. Θα πρέπει η Θεσσαλονίκη να γίνει πρωτεύουσα της Ελλάδος!». Φαντασθείτε την τύχη της πατρίδας αν είχε γίνει πρωτεύουσα…
Δάσκαλος της δημοσιογραφίας ο ίδιος, φυτώριο δημοσιογράφων η Ακρόπολις, προσείλκυαν τους ανήσυχους νέους που ήθελαν να σταδιοδρομήσουν στη δημοσιογραφία. Ο Δημοσθένης Γενοβέλης επισκέφθηκε απρόσκλητος τον Γαβριηλίδη και του ζήτησε να προσληφθεί στην Ακρόπολη. « Πού είναι τα άρθρα, τα χρονογραφήματα σου;» τον ρώτησε. «Δεν έφερα…», απάντησε. «Δεν έφερες άρθρα; Μα εσύ παιδί μου είσαι φαινόμενον! Μπράβο σου! Στην Ακρόπολι, να ξέρεις, γράφουμε λακωνικά με πολλές τελείες και λίγα κόμματα. Πήγαινε στον αρχισυντάκτη να σου δώσει δουλειά και τα ξαναλέμε».
Μια μέρα, νεαρός που εργαζόταν στην εφημερίδα, έγραψε ένα άρθρο που θεωρούσε σπουδαίο, λέγοντας στον Γαβριηλίδη να το δημοσιεύσει, «θα κάνει πάταγο». Ατάραχος ο Γαβριηλίδης έριξε μια ματιά στα χειρόγραφα και στο τέλος λέει με σοβαρό ύφος: «Νεαρέ, εύγε δια το άρθρο σου!». Εκείνος ξεσάλωσε: «Μα σας είπα, θα κάνει πάταγο!» και ο Γαβριηλίδης έσπευσε να τον προσγειώσει: «Κύριε… συνάδελφε, αφιππεύσατε τον ατίθασον κάλαμον. Αφηνίασε!».
Η τελευταία φωτογραφία του Βλάση Γαβριηλίδη
Ο Γαβριηλίδης πέθανε στις 12 Απριλίου 1920, πάμπτωχος στα γραφεία της εφημερίδος στην πλατεία Κλαυθμώνος. Στον Άγιο Γεώργιο Καρύτση εψάλη η νεκρώσιμη ακολουθία, και εκπρόσωπος του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου ακούμπησε πάνω στη σορό του το παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικος για τις υπηρεσίες που προσέφερε στο ελληνικό έθνος. Και ο ποιητής Γεώργιος Στρατήγης τού αφιέρωσε τους παρακάτω στίχους:
Πενήντα χρόνια κράτησες
σαν δόρυ τη γραφίδα
που όλοι δεν την αγόραζαν
της γης οι θησαυροί
κι απέθανες μόνο μ΄ αυτή
σαν ήρως στην ασπίδα.
Τάσος Κ. Κοντογιαννίδης