Χαμογελαστός, με πολύ χιούμορ, αλλά και με σχηματισμένη στο πρόσωπό του όλη τη ζωή ενός Αρμένιου «ευγενούς», που βρέθηκε πολλές φορές στη δίνη του κυκλώνα για επιλογές, θρησκευτική ή φυλετική ταυτότητα, ο διανοούμενος Σαρκίς Σεροπιάν ξεδίπλωσε στο pontos-news.gr οκτώ δεκαετίες ζήσης σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον. Αυτό της Πόλης, όπου γεννήθηκε και ανδρώθηκε, που αγάπησε πολύ, παρά τις διαρκείς μετακινήσεις του στο εσωτερικό της σημερινής τουρκικής επικράτειας όπου ανακάλυπτε εκείνον τον μοναδικό πολιτισμό ανθρώπων που άφησαν πίσω τους ζωές και πήραν θύμησες. Συχνά στη συζήτησή μας, την οποία βοήθησε ο διευθυντής σύνταξης του περιοδικού Αρμενικά, Μάικ Τσιλιγκιριάν, ο Σαρκίς χρησιμοποιούσε ελληνικές λέξεις. Η συνύπαρξή του με Ρωμηούς στη γειτονιά των Ταταούλων γαρ…
Πείτε μας μια ωραία ιστορία από τα Ταταύλα…
Ήμουν 2,5 μηνών όταν η οικογένειά μου πήγε στα Ταταύλα από το Μπαλάτ όπου γεννήθηκα. Το Μπαλάτ είχε Εβραίους, Έλληνες και Αρμενίους, αλλά στα Ταταύλα οι περισσότεροι ήταν Έλληνες. Εκεί ήταν η Εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, εκεί και το νεκροταφείο. Εκεί είναι η Εκκλησία των Τουρκορθόδοξων του παπα-Ευθύμ’, όπου οι Τούρκοι έθαψαν με το ζόρι τον παπα-Ευθύμ’. Την ξέρετε την ιστορία…
Νοικιάσαμε ένα σπίτι Έλληνα, του Δημήτρη και της κυρίας Αλεξάνδρας. Τα παιδιά ήταν η Πάτρα και η Ιωάννα (που παντρεύτηκε Αρμένιο). Ήταν πιο μεγάλες από μένα και με βοηθούσαν στα μαθήματα.
Παίζαμε ποδόσφαιρο συχνά, αλλά η μπάλα έφευγε και έπεφτε στον κήπο ενός γέροντα Έλληνα, που ήταν κουφός και μιλούσε μόνο ελληνικά. Δεν ήξερε τούρκικα. Όταν χτυπούσαμε να πάρουμε την μπάλα έπρεπε να του μιλάμε μόνο ρωμέικα, κι έτσι αναγκαστήκαμε να μάθουμε κάποια πράγματα. Αν θυμάμαι κάποιες λέξεις, είναι από εκείνες τις ημέρες.
Υπήρχαν πλανόδιοι πωλητές τότε, που πουλούσαν συκώτι, λαχανικά, γιαούρτια, και όλοι αυτοί είχαν μάθει ελληνικά για να συνεννοούνται. Οι κηπουροί ήταν συνήθως Αλβανοί. Αλλά ελληνικά μιλούσαν όλοι. Ακόμα και ο παγωτατζής είχε μάθει ελληνικά για να πουλάει…
Στα κάλαντα πηγαίναμε πολλές φορές μαζί με τους Έλληνες κι εκείνοι έρχονταν μαζί μας. Σκεφτείτε ότι αυτό που λέω είναι πριν από 70 χρόνια! Δείξατε ευγένεια και δεν αναφερθήκατε στην ηλικία μου, αλλά σας λέω ότι είμαι το ’35 γεννηθείς.
Μιλάμε για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήσασταν παιδιά. Είχατε αίσθηση τι γινόταν στην Ευρώπη;
Θυμάμαι ότι έσβηναν τα φώτα, χτυπούσε συναγερμός και επιβαλλόταν συσκότιση. Αυτό μπορούσε να κρατήσει και ώρες. Είχαμε φτιάξει μαύρα στόρια, για να μη φαίνεται τίποτα. Η πόλη ήταν κατάμαυρη. Η λογική βέβαια ήταν ότι μπορεί να γινόταν βομβαρδισμός. Πολύ αργότερα μάθαμε ότι κατά τη διάρκεια της συσκότισης μετέφεραν τεράστιες ποσότητες κατεψυγμένων τροφίμων στους Γερμανούς με πλοία. Οι Τούρκοι δεν συμμετείχαν στον πόλεμο αλλά βοηθούσαν τους Γερμανούς και τους ενδιέφερε να κερδίσουν εκείνοι τον πόλεμο. Περνούσαν λοιπόν τις προμήθειες διά θαλάσσης.
Κωνσταντινούπολη 1941
Οι μεγαλύτεροι θυμάμαι άνοιγαν το ραδιόφωνο και άκουγαν Ράδιο Μόσχα, στα τούρκικα. Αυτή η εκπομπή είναι ακόμα στ’ αυτιά μου. «Θάνατος στον γερμανικό φασισμό». Ακούγαμε για τον πόλεμο του Στάλινγκραντ, ό,τι τέλος πάντων γινόταν εκείνη την εποχή.
Γεννηθήκατε 20 χρόνια μετά τη Γενοκτονία. Γύρω σας στην Πόλη είναι επιζήσαντες που κουβαλούν μια τραγωδία. Πώς βιώσατε αυτήν την περίοδο. Τι ακούγατε; Τι νιώθατε;
Στην οικογένειά μου είχα ανθρώπους που εξορίστηκαν. Κι όταν η γιαγιά μου μου έλεγε κάποιες ιστορίες για να με ησυχάσει, ήταν πάντα ιστορίες της εξορίας. Μου έλεγε «όταν είχαμε εξοριστεί και ήμασταν στο Αγκέν στην κεντρική Τουρκία μέναμε πάντα έξω, στην ύπαιθρο, και κοιμόμασταν κάτω από μια μουριά. Είχα πει στον γιο μου: βρες κάτι για να φτιάξουμε φαγητό. Εκείνος είχε έρθει σε κάποια συμφωνία με τους χωροφύλακες και τον άφησαν να μπει σε ένα σπίτι που ήταν σφραγισμένο με κερί – το παιδί ήταν 15 χρονών. Μπαίνει στο σπίτι και παίρνει μια κατσαρόλα και ένα δοχείο με βούτυρο. Το πήγε στη μάνα και είπε “πάρε”. Και η μάνα λέει, μια χούφτα ρύζι έχουμε, τι να το κάνω όλο αυτό το βούτυρο;». Έναν ολόκληρο χρόνο έζησαν σε αυτές τις συνθήκες.
Η γιαγιά μου είχε πάει σε ελληνικό λύκειο και ήξερε πολύ καλά τα ελληνικά. Και ο παππούς που ήταν γιατρός ήξερε ελληνικά. Και μεταξύ τους πιο πολύ μιλούσαν ελληνικά παρά αρμενικά. Την εποχή που ήταν εξορία, ο παππούς ήταν στρατιωτικός γιατρός και βρέθηκαν για κάποιο διάστημα στα παράλια του Ευξείνου Πόντου.
Πώς βιώσατε την επόμενη ημέρα της γενοκτονίας στην Πόλη;
Εκεί που μέναμε, οι Τούρκοι ήταν λίγοι. Τσακωνόμασταν και παίζαμε και ξύλο. Μια φορά είχα χτυπήσει κι ένα παιδί· ο πατέρας του ήταν αστυνομικός και οι δικοί μου για λίγες μέρες με στείλανε να μείνω σε άλλο σπίτι.
Οι μεγάλοι με τους Τούρκους τι σχέσεις είχανε;
Στα Ταταύλα δεν είχαν προβλήματα, αλλά φυσικά αυτό ήταν γιατί η πλειοψηφία ήταν χριστιανοί. Μια οικογένεια εβραίων είχαμε μόνο, κι ακόμα κι εμείς τους βλέπαμε με καχυποψία. Πάντα έτσι γίνεται…
Όταν άρχισα να ενηλικιώνομαι, οι ιστορίες της γιαγιάς σε συνδυασμό με πληροφορίες που ο ίδιος συγκέντρωσα –γιατί μέχρι τότε το θέμα ήταν ταμπού– με ώθησαν στο να διαβάσω και να μάθω. Να καταλάβω τι ακριβώς είχε γίνει. Είκοσι χρονών, θα πήγαινα φαντάρος, έγιναν τα Σεπτεμβριανά του 1955. Μπήκαν στα σπίτια, τα διέλυσαν, λεηλάτησαν καταστήματα… όλοι ξέρουμε τι έγινε. Κάψανε εκκλησίες, την Αγία Τριάδα και άλλες.
Το πρωί θα πήγαινα φαντάρος και την προηγούμενη βραδιά πήγαμε βόλτα στη Γιάλοβα. Όταν επέστρεψα είδα αυτήν την κατάσταση. Έτρεξα σπίτι και είδα ότι όλοι ήταν καλά· στην πολυκατοικία μας δεν υπήρχαν Έλληνες.
«Μυρίζατε» τι ερχόταν στην Πόλη;
Ναι, όταν αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε κάποια πράγματα βλέπαμε κόσμο που μιλούσε και όταν έρχονταν άνθρωποι άλλης εθνικότητας σταματούσαν τις συζητήσεις. Μπροστά μου στο τραμ άκουσα κάποιους να μιλούν συνωμοτικά και να λένε: «Είμαστε έτοιμοι».
Έφεραν από τα χωριά ροπαλοφόρους, ήταν όλο οργανωμένο. Ακόμα και γυναίκες συμμετείχαν στους βανδαλισμούς. Επίσης οι αστυνομικοί παρέμεναν απαθείς. Δεν έκαναν τίποτα. Κι όταν ήθελαν να σταματήσουν, ήρθε η διαταγή του στρατού: Σταματήστε. Ο πρωθυπουργός τότε είπε «Ήταν κάτι προετοιμασμένο αλλά χάσαμε τον έλεγχο».
Στο στρατό που πήγατε φαντάρος βιώσατε κάτι από τα μεθεόρτια όλου αυτού του πράγματος;
Εκεί όπου πήγα εγώ, στις διαβιβάσεις, υπήρχε κάποιο επίπεδο οπότε δεν είχα πρόβλημα. Επίσης στο στρατόπεδο είχαμε κάποιους Έλληνες και εβραίους. Όλοι μας ακούγαμε κάποια τραγούδια που στρέφονταν εναντίον μας αλλά δεν ασχοληθήκαμε, για να μη δώσουμε δικαίωμα. Αν περίμενες μια άλλη απάντηση, ίσως στη δώσει κάποιος άλλος, αλλά εγώ δεν το βίωσα. Ξέρω όμως πολλούς που έζησαν προσπάθεια εξισλαμισμού, πιέσεις να κάνουν περιτομή… Αυτό γίνεται ακόμα και σήμερα. Πριν από δύο χρόνια σε ένα στρατόπεδο έγινε μια παρεξήγηση, δεν θυμάμαι ακριβώς, και σκότωσαν έναν Αρμένιο. Τον δολοφόνησαν εν ψυχρώ.
Πώς και μείνατε στην Κωνσταντινούπολη μεγαλώνοντας;
Είχα αποφασίσει όταν πήγα φαντάρος ότι μόλις τελειώσω το στρατό θα φύγω από τη χώρα. Δεν μπορώ πια! Θα πήγαινα ή Αρμενία που έχω συγγενείς ή στο Λίβανο όπου έχει μεγάλη κοινότητα Αρμενίων. Ο θείος μου είχε πάει από το 1948 στην Αρμενία. Είχε φύγει από τη Θεσσαλονίκη. Αν ήταν ακόμα εκεί θα είχα έρθει κι εγώ στην Ελλάδα. Τελικά έμεινα στην Πόλη γιατί μετά από μήνες που περίμενα να απαντηθεί αίτησή μου για μετάβαση στην Αρμενία, απορρίφθηκε. Περίμενα από το 1957 μέχρι το 1960. Αλλά τελικά μου είπαν ότι το Ερεβάν είναι κλειστή πόλη και δεν δέχεται άλλους. Το 1960 ήρθε μια σοσιαλίζουσα κατάσταση στην Τουρκία… Λίγο σοσιαλισμός, ήταν μέσα και ο Αρπασλάν Τουρκές. Μετά δόθηκαν κάποιες άδειες και πήγα κι εγώ Αρμενία επισκέπτης.
Έμεινα στην Πόλη και προσπάθησα να δώσω βάρος στη δουλειά μου. Έκανα και μια βλακεία, παντρεύτηκα…
Θέλω να καταλάβω αν το διάστημα που ακολούθησε την περίοδο των σφαγών, που μετέπειτα ονομάσαμε γενοκτονίες, οι άνθρωποι είχαν συναίσθηση ότι επρόκειτο για οργανωμένο έγκλημα των Τούρκων κατά των χριστιανικών πληθυσμών και όχι μεμονωμένες πράξεις βίας.
Δεν νομίζω ότι υπήρχε αίσθηση τι γινόταν. Δεν υπήρχε επικοινωνία, δεν υπήρχε πληροφόρηση. Μόνο ο βασιλιάς είχε τηλέφωνο… Δεν είχαμε αντιληφθεί τι γινόταν σε όλη την Τουρκία. Εμείς είχαμε συγγενείς και μάθαμε κάποια πράγματα μέσω αλληλογραφίας χωρίς βέβαια να εξιστορούν τι ακριβώς τους συνέβη γιατί δεν θέλανε να μεταβιβάσουν στη νέα γενιά, στα παιδιά τους, αυτό που έζησαν.
Έχετε πάει στον Πόντο;
Αργότερα πήγα, ναι. Ριζούντα, Τραπεζούντα, Σαμψούντα, Κερασούντα, Κοτύωρα, Φάτσα, Καράντερε… Σε όλη την ιστορική κοιτίδα του ποντιακού ελληνισμού. Εμείς την ιστορία τους τη γνωρίζαμε καλά. Την ιστορία του Μιθριδάτη που αντιστάθηκε στους Ρωμαίους, που με τον Τιγράνη τον Αρμένιο ένωσαν τις οικογένειές τους και έγιναν συμπέθεροι. Όσο πολεμούσε τον Πόντο, ο Τιγράνης είχε φθάσει μέχρι την Παλαιστίνη. Ήλεγχαν όλη την περιοχή. Ως λαοί, θέλω να πω, έχουμε εκτός από φιλικές και συγγενικές σχέσεις.
Ερείπια μονής στη δυτική Αρμενία
Μαγικά ταξίδια κάνετε στην Ανατολία, μαθαίνω. Τα ευρήματά σας όμως δεν είναι και τόσο μαγικά… Ερημωμένα ελληνικά ή αρμενικά χωριά και εκκλησίες, καταστροφές… Ποιο είναι το συναίσθημα που σας κατακλύζει;
Αυτό που κάνουμε είναι να καταγράφουμε αυτό που βλέπουμε και να το διοχετεύουμε στον κόσμο, και να πείσουμε μέσα από τα άρθρα με τις φωτογραφίες τους ιθύνοντες αλλά και τους ντόπιους πληθυσμούς ότι δεν είναι προς το συμφέρον τους να χειροτερέψουν τα πράγματα. Ας μείνουν αυτά όπως είναι τουλάχιστον και να τα εξωραΐσουν, να τα ανοίξουν, όπως έγινε με την Παναγία Σουμελά.
Εκτός του ότι τα μνημεία αυτά είναι μάρτυρες των πολιτισμών, θα έχουν και οικονομικό όφελος από τον τουρισμό και την αναβάθμιση της περιοχής τους.
Το μεγάλο πρόβλημα με τις εκκλησίες είναι ότι μπαίνουν και σκάβουν ψάχνοντας για θησαυρούς, για χρυσό. Τώρα αυτό λίγο φθίνει. Αν και κάποτε βρήκαν κάτι. Εμείς τους λέμε ότι το να βρεις 10 λίρες τώρα και να τις φας δεν έχει αξία, από τη στιγμή που μπορείς να έχεις κάτι και για τα παιδιά σου.
Ελληνική εκκλησία (φωτ.: Σαρκίς Σεροπιάν)
Τα συναισθήματά σας;
Το ίδιο συναίσθημα έχω αν βλέπω μια ελληνική ή μια αρμενική εκκλησία. Στη δεύτερη περίπτωση όμως δείχνω μεγαλύτερο ενδιαφέρον γιατί καταφέρνω να διαβάσω τις επιγραφές κτλ. Όταν βλέπω αυτά τα ερειπωμένα μέρη αντί να θέλω να φύγω και να μην ξαναγυρίσω, θέλω να ξαναγυρίσω. Γιατί οι παππούδες μας τα έφτιαξαν αυτά.
- Ο Σαρκίς Σεροπιάν, συνιδρυτής της εφημερίδας Agos μαζί με τον δολοφονηθέντα Χραντ Ντινκ, απεβίωσε στις 28 Μαρτίου 2015.
Η συνέντευξη δόθηκε στη δημοσιογράφο Έρση Βατού.