Στο γραφείο του, εκτός από τους χρυσούς και τους πλατινένιους δίσκους, υπάρχει κι ένα κασελάκι λούστρου. Ο ίδιος δηλώνει ότι δεν είναι εκείνο που είχε μικρός, αλλά βρήκε ένα και το έφτιαξε «για να έχει να θυμάται». Ο Λευτέρης Πανταζής, όταν έφτασε στο λιμάνι του Πειραιά από το Καζακστάν, ήταν 8-9 ετών και λεγόταν Λευτέρης Παγκοζίδης.
«Είμαι Ποντιάρας!», λέει με καμάρι.
Ο ΛΕ-ΠΑ άνοιξε το σπίτι του και υποδέχθηκε το pontosnews.gr για μια συνέντευξη που βγάζει… ειδήσεις! Ο τραγουδιστής θυμάται τη γνωριμία του με τον Ζώρα Μελισσανίδη, απαντά στο γιατί επισκέφθηκε τον Αρχιεπίσκοπο, αποκαλύπτει ότι ετοιμάζει δίσκο με ποντιακά και ότι γράφει τραγούδι για την ΑΕΚ ενώ περιγράφει και το μεγάλο του στόχο για το μέλλον.
Αν πιάσουμε την ιστορία σας από την αρχή, πότε έρχεστε στην Ελλάδα;
Οι γονείς έχουν φύγει από τη Σαμψούντα και από την Κερασούντα το 1949. Εμείς, τέσσερα παιδιά, γεννηθήκαμε στο Καζακστάν, στην περιοχή Κιρόφσκι. Το 1966, πάλι με το διωγμό, ήρθαμε στην Ελλάδα, στον Κορυδαλλό. Ήμουν 8-9 ετών και είχα στο μυαλό μου το «πάμε στην Ελλάδα που έχει πορτοκαλιές, μηλιές» – ένας παράδεισος στο μυαλό το δικό μου. Έτσι πήγαινα στην Ελλάδα, στην πατρίδα μας. Όταν το καράβι «Λάτβια» έπιασε Πειραιά και βγήκα, ξαφνικά βλέπω κάτι λουστράκια – πέντε ήτανε; δεν θυμάμαι. Έπαθα σοκ. Ήταν μουτζουρωμένα, με κάτι κασελάκια στην πλάτη. Εκεί ο παράδεισος έσβησε από το μυαλό μου. Ρώτησα τον πατέρα μου γι’ αυτά τα παιδιά. Μου απάντησε: «Αυτά είναι παιδάκια που όταν βρέχει και λερωθούν τα παπούτσια, τα βάφουν. Βάφουν παπούτσια για να ζούνε». Μετά από έξι μήνες ήμουν ο έκτος από αυτούς.
Δεν πρέπει να ήταν εύκολα τα πράγματα.
Ήταν πολύ δύσκολα. Κι εγώ και η αδερφή μου, οι πιο μεγάλοι, δουλεύαμε. Εγώ διάφορες δουλειές του ποδαριού. Ενάμιση χρόνο ήμουν λούστρος. Μετά αγόρασα μια κιθάρα. Είχα δει δύο πιτσιρίκια που τραγουδούσαν σε μια πλατεία που έβαφα παπούτσια. Όταν τελείωσαν, έβγαλαν ένα πιατάκι και μάζεψαν όσα έβγαζα εγώ το μήνα. Λέω αυτή είναι δουλειά! Έτσι έμαθα κιθάρα.
Μόνος ή με δάσκαλο;
Υπήρχε ένας δάσκαλος μουσικής. Λεγόταν Βασίλης Αρχιτεκτονίδης, Πόντιος. Σε πολλές ταινίες του Βοσκόπουλου είχε γράψει τη μουσική. Έμενε στην Αγία Βαρβάρα. Πήγα και τον βρήκα και του είπα: «εγώ δεν έχω λεφτά, θέλω να με μάθεις κιθάρα». Άφηνα το κασελάκι έξω στην αυλή κι έμπαινα μέσα και παρακολουθούσα μαθήματα. Μόλις έμαθα τέσσερα-πέντε τραγουδάκια, δεν ξαναπήγα για μάθημα. Πήρα έναν βοηθό λούστρο που είχε το πιατάκι, εγώ αγόρασα μια κιθάρα και πήγαινα εκεί όπου γυάλιζα παπούτσια και με ξέρανε, πήγαινα στα καφενεία λοιπόν, ανέβαινα σε μια καρέκλα, και ο συνέταιρος με το πιατάκι…
Είχατε επιτυχία;
Τις πρώτες μέρες έβγαζα πολλά λεφτά. Η μάνα μου παραλίγο να μου ξεκολλήσει το αυτί. Με ρώταγε πού βρήκα τα λεφτά. Για να καταλάβετε, την πρώτη ημέρα έβγαλα 800 δραχμές· με το κασελάκι έβγαζα 40 δραχμές την ημέρα. Έδωσα του «συνέταιρου» 300 και πήρα εγώ 500. Αυτό γινόταν κανένα μήνα. Αλλά σκέφτηκα ότι δεν συμφέρει. Έτσι «σχόλασα» τον συνέταιρο και το πιατάκι το έβγαζα μόνος μου [γέλια]! Ακόμα με τον Ηλία, όμως, είμαστε φίλοι!
Υπάρχει κάτι ιδιαίτερο που θυμάστε από τις μέρες με το κασελάκι;
Όταν ήμουν λούστρος, στη Νίκαια, στην Κονδύλη, υπήρχε ένα μαγαζί στη γωνία που λεγότανε «Σχολές Μίνι». Το αφεντικό λεγότανε Ζώρας Μελισσανίδης. Πήγαινα και του έβαφα τα παπούτσια. Και είχε δεξιά του τον Ιάκωβο και αριστερά του τον Δημήτρη. Και τους έλεγε «να, αυτός θα γίνει άνθρωπος!», και τους έβαζε χέρι [γέλια]. Είμαστε παιδικοί φίλοι με τον Δημήτρη Μελισσανίδη, από τις φτωχογειτονιές της Νίκαιας και του Κορυδαλλού. Έπαιζα μπάλα στην Προοδευτική, πολύ αργότερα ο Μελισσανίδης ήταν γενικός αρχηγός του Ιωνικού. Πάντα έρχεται και με ακούει όπου τραγουδάω.
Είναι ο ύμνος της ΑΕΚ. Μόλις τον τελειώσω, θα του τον παραδώσω. Αυτό το χρωστάω και στον πατέρα του.
Από το κασελάκι και την κιθάρα πώς φτάσαμε στα νυχτερινά μαγαζιά;
Τραγούδαγα καλά, ήμουν τσαχπίνης και έτσι με έστειλαν σε ένα μπουζουκάδικο να με ακούσει ένας… Στέλιος Λαδάς μου φαίνεται ότι τον έλεγαν. Κι έτσι σιγά-σιγά μπήκα στα μαγαζιά. Μετά έφυγε το κασελάκι, η κιθάρα, φύγαν όλα. Μετά άρχισα να τραγουδάω και να βγάζω μεροκαματάκι. Και παράλληλα πήγαινα στο σχολείο για να μάθω ελληνικά. Εγώ ποντιακά και ρώσικα μίλαγα. Είχα τελειώσει την Δ΄ Δημοτικού στο Καζακστάν. Θυμάμαι μάλιστα ότι στη γιορτή του σχολείου τραγούδησα ένα τραγούδι που είχα γράψει και έκλαιγαν όλες οι μανούλες. Πήγαινε κάπως έτσι: «λουστράκος στην Αθήνα σα γυρνώ / τον Θεό συχνά παρακαλώ / να ρίξει και για μένα μια βροχή / να βγάλω το ψωμί»…
Τότε είχα συμμαθήτρια μια κοπέλα που ο πατέρας την ήταν μπουζουξής, ο Παναγιώτης Τσουμπρής. Αυτός δούλευε με τον Ταλιούρη και τη Μαυράκη στο Αιγάλεω, στη Λουζιτάνια. Με τσακώνει, λοιπόν, και με το που τέλειωσα το σχολείο. Ετών 13-14. Και έτσι ξεκινάει η οδύσσεια! Πανταζίδης λεγόμουνα. Όταν μου έβαλαν την ταμπέλα «Πανταζίδης» πήρα οκτώ φορές το λεωφορείο Χαϊδάρι-Αιγάλεω για να το βλέπω. Πέρναγε το λεωφορείο και το κοίταζα με καμάρι.
Φαντάζομαι ότι δεν ήταν το καλύτερο για τη μάνα να τραγουδάτε στα μπουζούκια.
Η μάνα; Με ήθελε δικηγόρο ή γιατρό. Και μου έλεγε τι θες εσύ με τα χασικλίκια. Εγώ κλάμα! Αλλά ο πατέρας ήταν με το μέρος μου. Έβλεπε την κάψα και την τρέλα μου. Η μάνα πάντα ανησυχούσε. Τώρα καμαρώνει βέβαια, έτσι;
Γιατί το Πανταζίδης έγινε Πανταζής;
Εγώ στην ταυτότητα είμαι Παγκοζίδης. Πανταζίδης είναι της γιαγιάς. Και το έκανα Πανταζής. Και γιατί το έκοψα; Υπήρχε στην ΕΡΤ τότε μια εκπομπή που λεγόταν «Μεσημέρι με τη Μόιρα». Την έκανε κάποιος Βασίλης ή Νίκος, που δεν θυμάμαι το επίθετό του. Μου είπε όμως «μα θα κάνεις καριέρα σαν Πανταζίδης; Υπάρχει ο Καζαντζίδης, Πόντιος. Δεν πρόκειται να κάνεις καριέρα». Και σκεφτόμουν όλη τη μέρα τι να το κάνω το όνομα, με έβαλε σε σκέψεις. Και το κόβω και το κάνω Πανταζής (πάντα+ζεις).
Αληθεύει ότι το παρατσούκλι σας είναι «υπερπόντιος»;
[Γέλια] Έτσι λένε διάφοροι. Και Μίδα με λένε, γιατί ό,τι κάνω πετυχαίνει. Αλλά εντάξει… όλα αυτά τα πράγματα βγαίνουν μέσα από την πορεία ενός ανθρώπου, και μέσα από την πορεία του και το σεβασμό του προς τον κόσμο. Την αγάπη του γι’ αυτό που κάνει. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο: δουλειά, δουλειά, δουλειά. Δεν μπορώ να πιάνω 10 εκατ. Έλληνες και να τους λέω «είμαι καλός άνθρωπος, να με αγαπάτε». Ο κόσμος έχει το ένστικτο και βλέπει. Και όταν πληρώνει, ξέρει γιατί πληρώνει. Έχω 40 πλατινένιους δίσκους και έχω πουλήσει πάνω από 4 εκατ. CD. Και έχω κάνει συνεργασίες με πολύ μεγάλα ονόματα. Στο Διογένης Palace έχω φέρει μεγάλους καλλιτέχνες: Χούλιο Ιγκλέσιας, Ντέμης Ρούσος, Λατόγια Τζάκσον, Gipsy Kings… Όλοι αυτοί ήρθαν στην Ελλάδα, στην ίδια πίστα, για μένα. Είμαι στην πρώτη γραμμή 35 χρόνια. Δεν μου χάρισε κανείς τίποτα. Όλα τα έχω δουλέψει. Συνεχίζω και δουλεύω. Τα καλά και τα κακά τα έχετε ακούσει τόσα χρόνια για μένα. Δεν χρειάζεται να τα λέω εγώ.
Το «Ρωσοπόντιος» σας ενοχλεί;
Όχι. Και τότε δεν με ενοχλούσε. Βέβαια, λιγάκι στην αρχή με πείραζε ο ρατσισμός: το ρωσάκι που τραγουδάει, ο Ρωσοπόντιος κτλ. Δεν πειράζει όμως. Εγώ αισθανόμουν πάρα πολύ Ελληνάρας. Και δεν ξέχασα ποτέ τις ρίζες μου. Πάντα με υπερηφάνεια έλεγα ότι είμαι Πόντιος. Ποντιάρας!
Ποια χαρακτηριστικά των Ποντίων πιστεύετε ότι έχετε και τα οποία σας έχουν βοηθήσει τόσα χρόνια;
Το πείσμα και η αγάπη γι’ αυτό που κάνω· η εργατικότητα γιατί όλοι είμαστε εργασιομανείς· και το DNA, αυτό μας κάνει δυνατούς ανθρώπους, να αντέχουμε. Έχουμε αντέξει τόσες κακουχίες. Τα ανέκδοτα εμείς τα βγάζουμε, για διαφήμιση. Να μην μας ξεχνάνε. Ότι τάχα μου δεν είμαστε πολύ έξυπνοι. Στην πραγματικότητα κάνουμε τους χαζούς. Δεν είναι τυχαίο ότι είμαστε παντού, και επιτυχημένοι.
Τι μειονεκτήματα έχετε όμως;
Ευκολόπιστοι, αγαθοί με την καλή έννοια, δεν είμαστε πονηροί άνθρωποι. Στην πλειονότητά μας, έτσι; Βέβαια υπερισχύει πάντα το καλό γιατί το κακό είναι λίγο.
Ποντιακά τραγουδάτε;
Βεβαίως. Σε πολλά CD μου έχω και ένα ποντιακό μέσα.
Δίσκος μόνο με ποντιακά δεν θα υπάρξει;
Αυτό είναι το όνειρο της μάνας μου, της το έχω τάξει. Τον ετοιμάζω σιγά-σιγά. Θα έχει και καινούρια και παραδοσιακά κομμάτια, δέκα στο σύνολο. Πόντιοι από όλη την Ελλάδα μού γράφουν τραγούδια, θα διαλέξω τα καλύτερα. Ίσως στο μέλλον κάνω και μια μεγάλη συναυλία σε μεγάλο, ανοιχτό χώρο, που θα είναι ποντιακή βραδιά και ο κόσμος θα ακούσει τον Λευτέρη Πανταζή όπως δεν τον έχει ξανακούσει. Έχω κάνει πολλά πρωτοποριακά πράγματα, και μια συναυλία δεν θα ήταν άσχημη ιδέα.
Ποιο είναι το αγαπημένο σας ποντιακό;
Το «Η μάνα έν’ κρύο νερό». Και άλλο ένα τραγούδι που λέει «Σα ξένα είμαι Έλληνας και στην Ελλάδα ξένος».
Στον Πόντο έχετε πάει;
Δεν έχω φτάσει μέχρι την Τραπεζούντα ή την Σαμψούντα. Αλλά έχω πάει σε μερικά χωριά και έχω κάνει βιντεοκλίπ στην Τουρκία. Πήγα και στα Πριγκηπονήσια, συγκίνηση μεγάλη. Να βλέπεις ελληνικές λέξεις και να ξέρεις ότι κάπου εκεί είναι οι ρίζες σου.
Σε πολλές συνεντεύξεις επικαλείστε την Παναγία Σουμελά. Πρόσφατα είχατε και συνάντηση με τον Αρχιεπίσκοπο.
Στη Σουμελά πηγαίνω αρκετά συχνά. Πηγαίνω και στον Άγιο Νεκτάριο στο Λαύριο. Έχω έναν πατερούλη εκεί, τον πατέρα Βασίλειο, που νομίζω ότι είναι άγιος άνθρωπος. Με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο συναντήθηκα, πήρα την ευχή του και του είπα ότι είμαι διαθέσιμος. Ξέρει ότι κάνω πολλά πράγματα, ήταν ενήμερος. Του είπα λοιπόν ότι είμαι στη διάθεσή του. Το καλοκαίρι έχουν πολλά παιδάκια σε κατασκηνώσεις. Να πηγαίνω να τραγουδάω αφιλοκερδώς, όπου μου ζητήσει η Εκκλησία.
Είστε διάσημος, έχετε βγάλει χρήματα, έχετε ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο, την πολιτική. Υπάρχει κάτι που αισθάνεσθε ότι δεν έχετε κάνει; Ότι έχετε μια εκκρεμότητα;
Αν απαντήσω ότι τα έχω κάνει όλα και το κλείσω, τότε αύριο θα πρέπει να πάω να πεθάνω. Ο άνθρωπος βάζει στόχους. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, έτσι δεν λένε; Ό,τι κινείται, ζει. Και όταν βάζεις έναν στόχο και τον πετυχαίνεις, βάζεις άλλο στόχο μετά. Και συνεχίζεις. Είμαι άνθρωπος της δημιουργίας. Μ’ αρέσει να ασχολούμαι, μ’ αρέσει να νιώθω ότι είμαι δυνατός και ότι μπορώ να βοηθάω τους ανθρώπους.
Εκτός από το δίσκο με τα ποντιακά που μένει να κάνετε, ποια είναι η επόμενη μεγάλη φιλοδοξία σας;
Νομίζω ότι πρέπει κάποια στιγμή να φτιάξω ένα πολύ μεγάλο κτήριο, το οποίο θα είναι κτήριο μουσικής. Θα έχει και ειδικά μαθήματα για παιδιά που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα. Θα έχει τα πάντα: θα μπαίνεις μέσα και θα βγαίνεις καλλιτέχνης γεμάτος. Θέλω να το κάνω κάποια στιγμή.
Φέτος στο «The Voice» συμμετέχει ο Κώστας Αγέρης, ένας Πόντιος που διαγωνίστηκε παίζοντας λύρα. Πώς σας φάνηκε;
Ήταν εκπληκτικός. Ανατρίχιασα και δάκρυσα. Σε τέτοια σόου πρέπει να πηγαίνουν καλλιτέχνες που δεν πέφτουν στη λούμπα τού «πρέπει να κάνω το χατίρι αυτού που είναι εκεί». Πρέπει να πηγαίνουν και να τραγουδούν αυτά που τους πάνε. Ο Αγέρης είναι ένας αυθεντικός Πόντιος καλλιτέχνης ο οποίος τραγούδησε και τρελάθηκε όλος ο κόσμος.
Τα άμεσα επαγγελματικά σας σχέδια ποια είναι;
Πριν από λίγες μέρες βγήκε ένας καινούριος δίσκος. Είναι ζωντανή ηχογράφηση από μαγαζί, συν τρία καινούρια τραγούδια. Κατά τα άλλα, αυτή την εποχή κάνω περιοδείες. Θα φύγω για Καναδά στις 14 Απριλίου, στις 18 ή 19 θα τραγουδήσω και για τους Πόντιους του Μόντρεαλ. Και μετά πάω Αμερική με τον Νίκο Ζωιδάκη. Στη συνέχεια θα πάω στη Μόσχα για έναν γάμο, και 20-21 Μαΐου έχω δύο συναυλίες.
Γεωργία Βορύλλα