Λιγότερες από εβδομήντα μέρες έχουν περάσει από τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, και οι απορίες αυξάνονται. Παρά το γεγονός ότι η μεγίστη πλειονότητα των Ελλήνων δείχνει να συνεχίζει να είναι ευχαριστημένη με την ελληνική κυβέρνηση, που το παλεύει απέναντι στους «εταίρους μας», οι απορίες του κόσμου συσσωρεύονται και αφορούν τη συρροή των λανθασμένων επιλογών, που έχουν να κάνουν με συγκεκριμένα άτομα τοποθετημένα σε λάθος θέσεις.
Θα ξεκινήσουμε από την κυρία που πρωταγωνιστεί τις τελευταίες μέρες στην πολιτική σκηνή, κινδυνεύοντας να χαρακτηριστούμε και εμείς σεξιστές. Το ερώτημα τίθεται ευθέως: Ήταν ανάγκη η συγκεκριμένη κυρία να τοποθετηθεί στη συγκεκριμένη θέση; Δεν αρκούσαν τα τόσα προηγηθέντα δείγματα για να καταλάβουν κάποιοι ότι η σημερινή πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων έχει έλλειμμα συμβιβαστικής διάθεσης και ότι την διακρίνει δυσκολία στο να συνεργάζεται θεσμικά με πολιτικούς αντιπάλους της; Τη στιγμή που ο πρωθυπουργός της χώρας συγκαλεί τη Βουλή εκτάκτως μόλις λίγες εβδομάδες μετά τη λήψη ψήφου εμπιστοσύνης της κυβέρνησής του, προφανώς σε μια προσπάθεια να συσπειρώσει τον πολιτικό κόσμο προκειμένου να υπάρχει μια σε πανεθνική βάση αντιμετώπιση της κρίσης, καταφέρνει η ιδιόρρυθμη κυρία Πρόεδρος να τινάξει το επιδιωκόμενο κλίμα συναίνεσης στον αέρα. Αυτή η συγκεκριμένη συμπεριφορά την χαρακτηρίζει πλέον διότι είναι η πολλοστή στη σύντομη πολιτική της σταδιοδρομία, η οποία σημειωτέον έγινε δυνατή με τον ούριο άνεμο που της έδωσε ο ίδιος ο πρωθυπουργός, πιθανότατα επειδή κουβαλάει το συγκεκριμένο όνομα. Πρόκειται σαφώς περί λανθασμένης επιλογής και είναι αναγκαία το ταχύτερο δυνατόν μια καταλυτική διορθωτική κίνηση.
Περίπτωση δεύτερη: Ήταν ανάγκη ο συγκεκριμένος δικηγόρος που είχε αναλάβει τις συγκεκριμένες υποθέσεις να αναλάβει το συγκεκριμένο υπουργείο που του έδινε τη δυνατότητα να τακτοποιήσει τους πρώην πελάτες του; Ο ίδιος ο κύριος αναπληρωτής υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης θα έπρεπε να είχε ζητήσει την εξαίρεσή του από τη συγκεκριμένη θέση. Η Ελλάδα θα επιζούσε και χωρίς αυτόν ως αρμόδιο για τη διοικητική μεταρρύθμιση. Δυστυχώς, η μη δυνατότητα ορισμένων να αντιληφθούν τα αυτονόητα προσθέτει καθημερινά μελανές πινελιές στην πολιτική ζωή του τόπου. Πρόκειται συνεπώς περί ακόμη μιας λανθασμένης επιλογής, η οποία επίσης επιδέχεται διορθωτικής κίνησης μακριά από μικροπολιτικά πείσματα.
Περίπτωση τρίτη: Ήταν ανάγκη να τοποθετηθεί υπουργός Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης ο συγκεκριμένος κύριος; Με ποίες προδιαγραφές και ποίο κύρος; Γιατί στο συγκεκριμένο υπουργείο; Είχε μήπως κάποιο οικογενειακό background που θα μπορούσε να του δώσει κάποιο συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι άλλων; Κάτι ανάλογο με το αν ήταν ο πατέρας του εφοπλιστής που θα μπορούσε να τον χρίσει κατάλληλο για υπουργό ναυτιλίας; Το πώς αντιλαμβάνεται την εκτέλεση των καθηκόντων του φάνηκε στην πρώτη δοκιμή της υπουργικής του σταδιοδρομίας με την εισβολή αντιεξουσιαστών στο προαύλιο της Βουλής. Έχουμε μήπως να κάνουμε με απωθημένα; Η χώρα χρειάζεται πολιτικές και όχι εγωισμούς. Πρόκειται επίσης για μια λανθασμένη επιλογή, η οποία όμως δεν διορθώνεται με την υπαγωγή του αναπληρωτή υπουργού Προστασίας του Πολίτη στο υπουργείο Δικαιοσύνης.
Αφήσαμε τελευταία την περίπτωση του υπουργού Οικονομικών, που μας αναστάτωσε πρώτος. Είχε η Ελλάδα αυτή την εποχή με τα τόσα ανοικτά μέτωπα την πολυτέλεια αυτής της ακριβής ιδιορρυθμίας; Κοστολογήθηκε αυτή η ιδιορρυθμία; Και σε κάθε περίπτωση, το να κάνεις διάλογο με ξένους ομολόγους ως εκπρόσωπος της χώρας σου με το χέρι στην τσέπη δεν είναι ιδιορρυθμία, είναι απλώς αγένεια. Μήπως όμως δεν υπήρξε αλλοπρόσαλλη και η όλη φιλοσοφία της διαπραγμάτευσής του, ανεξάρτητα από το υψηλό επίπεδο των γνώσεών του;
Μήπως αυτές οι συμπεριφορές αδικούν τα σοβαρά και ικανά μέλη της κυβέρνησης που ορθά ο πρωθυπουργός ονόμασε κυβέρνηση Κοινωνικής Σωτηρίας; Ελήφθη υπόψη η αγωνιούσα κοινωνία στις πιο πάνω επιλογές; Επιθυμούν κάποιοι να υπηρετήσουν την κοινωνία όταν κάνουν σημαντικές πολιτικές επιλογές ή θα περάσουν στην πολιτική ιστορία της χώρας ως παρένθεση, όπως κάποιοι κακόβουλοι το επιδιώκουν;
Με την Ελλάδα στην κόψη του ξυραφιού, τέτοιες συμπεριφορές και τέτοιες επιλογές δεν είναι απλώς ανεύθυνες, είναι εγκληματικές.