Είτε παραφράζοντας τον τίτλο είτε εκλαμβάνοντάς τον κυριολεκτικά, ο αναγνώστης παραπέμπεται στην «άνοιξη», κατά Τσίπρα, των ελληνορωσικών σχέσεων. Υπάρχουν όμως λογιών και λογιών ανοίξεις, που μπορεί να οδηγήσουν σε βαθείς χειμώνες, όπως η αποκαλούμενη «αραβική άνοιξη» στην οποία εισήλθαν αραβικές χώρες με την ενθάρρυνση των Δυτικών δυνάμεων χωρίς να γνωρίζουν, σαφώς, τι επιδιώκουν. Βυθίστηκαν σε καταστρεπτικούς εμφυλίους χωρίς καμιά προοπτική εξόδου – αντιθέτως, το ορατό μέλλον είναι η διάλυση των κρατών τους.
Σε μια κοινωνία όπως η ελληνική, κουρασμένη από τη μακρόχρονη υποκρισία των αστικών δυνάμεων που την διακυβέρνησαν και βυθισμένη σε βαθιά κρίση από την οποία δεν φαίνεται προοπτική εξόδου, η αναζήτηση ενός άλλου προστάτη δημιουργεί ελπίδες σωτηρίας. Το βαθιά χαραγμένο στον ελληνικό γενότυπο αίσθημα προστασίας δεν αφήνει πολλά περιθώρια διαμόρφωσης αυτοδύναμων –κατά το δυνατόν– προϋποθέσεων επιβίωσης. Και όποιος επισημαίνει αυτήν την παράμετρο είναι εχθρός του λαού. Και επειδή αλήθεια είναι «ό,τι πιστεύουν οι πολλοί», υπάρχει ο γνωστός κίνδυνος λαϊκού αφορισμού. Ασχέτως και αν, από την εποχή ακόμη του ένδοξου αρχαιοελληνικού πολιτισμού ως και σήμερα, πολιτικοί άνδρες και πολιτικές παρατάξεις αναζητούν συμμάχους σε ξένες αυλές, άλλοτε Δυτικές και άλλοτε Ανατολικές.
Οι ελληνορωσικές σχέσεις δεν είναι σημερινό φαινόμενο. Χρονολογούνται από της δημιουργίας, ακόμη, της πρώτης Ρωσίας, και τον εκχριστιανισμό του ηγεμόνα τους από τους Βυζαντινούς. Στη σύγχρονη όμως εκδοχή θα μπορούσε να τις αναζητήσει κανείς στην πολιτική του Μεγάλου Πέτρου και της αντιπαράθεσής του με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Ρώσοι ηγεμόνες καλλιέργησαν τις σχέσεις αυτές, όπως και με τους άλλους λαούς της Βαλκανικής, για να μπορούν να διαχειριστούν καλύτερα τις αναγκαστικές συγκρούσεις τους με τους Οθωμανούς.
Από γεωπολιτικής απόψεως, όπως μας δόθηκε η δυνατότητα και άλλη φορά να επισημάνουμε, οι Ρώσοι επιδίωκαν να διατηρήσουν ανοικτές τρεις εξόδους τους στον υπόλοιπο κόσμο: τη βόρεια από τις βαλτικές χώρες, τη δυτική από την Ουκρανία και τη νότια από τη Μαύρη Θάλασσα και τα Στενά. Η τελευταία τούς οδηγούσε στις θερμές θάλασσες, έναν χώρο ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντα και την επιβίωσή τους. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελούσε εμπόδιο το οποίο έπρεπε να υπερκεράσουν. Η προσπάθεια αυτή δεν ήταν πάντοτε ειρηνική, και η αντιπαράθεση δεν ήταν δεδομένη υπέρ των Ρώσων.
Εδώ παρεισφρέουν οι υπόδουλοι Έλληνες, τους οποίους η Ρωσία χρειάζεται και για την αντιμετώπιση των Οθωμανών. Αλλά και οι Έλληνες χρειάζονταν τη Ρωσία. Η ανάγκη έπλασε μύθους περί ομόδοξου ξανθού γένους, που ακούγονται ακόμη και σήμερα, αλλά και ωφέλησαν και τις δύο πλευρές. Οι κατά καιρούς καθοδηγημένες εξεγέρσεις των υπόδουλων Ελλήνων βοήθησαν τους Ρώσους, αλλά και η υποτυπώδης ελληνική αστική τάξη που διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια της σκλαβιάς οφειλόταν στα προνόμια που ο ελληνισμός απήλαυσε μετά τις ρωσικές νίκες.
Οι ελληνορωσικές σχέσεις όμως δεν ήταν ανέφελες, χωρίς να ευθύνεται πάντοτε η άλλη πλευρά.
Μετά την απελευθέρωση, και πριν αρχίσουν να αναδύονται οι εθνικισμοί των άλλων βαλκανικών λαών, η Ελλάδα είχε τη δυνατότητα να διαμορφώσει τους όρους των βαλκανικών εξελίξεων. Αντ’ αυτού, δημιούργησε και αποκρυστάλλωσε ένα φαυλοκρατικό πολιτικό σύστημα που της στέρησε κάθε δυνατότητα σοβαρού ρόλου στην περιοχή της. Εδώ βρίσκεται η αφετηρία και των σημερινών μας δεινών. Περιμένουμε από τους άλλους τη σωτηρία, και όταν δεν έρχεται –όπως τη θέλουμε– πάλι οι άλλοι μας φταίνε.
Για να επανέλθουμε στην αναμονή του Γκοντό (για όσους δεν το κατάλαβαν περάσαμε στο δεύτερο μέρος της παράστασης), η Ρωσία επιχείρησε να παίξει με το ελληνικό χαρτί μέχρι τον Κριμαϊκό πόλεμο, οπότε έχασε από τους Οθωμανούς με τη βοήθεια που τους παρείχαν οι Δυτικές δυνάμεις. Από τότε άλλαξε την πολιτική της και άρχισε να εστιάζει στην παροχή βοήθειας προς τις σλαβικές δυνάμεις της Βαλκανικής, με την ιδεολογική επικάλυψη του πανσλαβισμού. Ίσως ήταν η πρώτη Γιάλτα.
Η δημιουργία της Βουλγαρίας ως κράτους και η καταστρεπτική –για τις ελληνικές επιδιώξεις– Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1877) ήταν επιτυχής επιδίωξη της Ρωσίας.
Οι ελληνορωσικές σχέσεις εισέρχονται σε περίοδο κρίσης και τη λύση σωτηρίας για την Ελλάδα θα τη δώσουν την επόμενη χρονιά οι Δυτικές δυνάμεις με τη Συνθήκη του Βερολίνου (1878).
Στον Πόντο, οι τσαρικές δυνάμεις που εισήλθαν κατά τον Α΄ Π.Π. στις δυτικές περιοχές του προστάτεψαν τον ελληνισμό, αλλά αργότερα ο Λένιν υποστήριξε τον Κεμάλ και τη γενοκτόνο πολιτική του. Ο Στάλιν εξόρισε στα βάθη της σοβιετίας τους ελληνικούς πληθυσμούς που κατέφυγαν στη Ρωσία κυνηγημένοι από τους Τούρκους, και στη Γιάλτα ο «πατερούλης» παραχώρησε το 90% της επιρροής στην Ελλάδα στις Δυτικές δυνάμεις. Το ελληνικό αντάρτικο ηττήθηκε. Οι ελληνορωσικές σχέσεις πλέον διέρχονται κάτω από την επίδραση και ιδεολογικών χαρακτηριστικών. Ακόμη και σήμερα υπάρχει μια υποδόρια αίσθηση του –ανύπαρκτου, πλέον– ιδεολογικού καταλύτη.
Στην τρίτη πράξη (στο έργο μού φαίνεται δεν υπάρχει) της παράστασης περιμένουμε τον παραφρασμένο Γκοντό. Δεν είναι σίγουρο, όμως, πως αντιλαμβάνεται τις ελληνορωσικές σχέσεις όπως η ελληνική πλευρά, τουλάχιστον στο επίπεδο της λαϊκής κατανάλωσης. Οι Ρώσοι χαρακτηρίζονται από πραγματισμό, και ο πραγματισμός αυτός τους οδηγεί στην εκτίμηση να προτιμούν καλές σχέσεις με την Ελλάδα αλλά με την παραμονή της χώρας στους σκληρούς πυρήνες της Ευρωζώνης και του ΝΑΤΟ. Τα οφέλη που θα προσκομίσει η Μόσχα από μια τέτοια σχέση είναι πολλαπλάσια από το να «φορτωθεί» την Ελλάδα στη «σφαίρα επιρροής» της, αν υποθέσουμε ότι η σφαίρα αυτή υπάρχει και η Ελλάδα μπορεί να επιλέξει την ένταξή της.
Εν ολίγοις, και εν κατακλείδι, για να «παίξει» η Ελλάδα και το ρωσικό χαρτί θα πρέπει να βρίσκεται στον πυρήνα των Δυτικών θεσμών. Και αυτό προϋποθέτει συνεργασία και όχι ρήξη με τους εταίρους.