Αριστούργημα της εκκλησιαστικής υμνολογίας, ο Ακάθιστος Ύμνος εψάλη για πρώτη φορά στο Ναό της Παναγίας Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη το 626 μ.Χ., μετά την πανωλεθρία των Αβάρων και των Περσών που τερμάτισε και την πολιορκία της Πόλης.
Ο θρύλος λέει ότι ενώ ο αυτοκράτορας Ηράκλειος ηγείτο εκστρατείας του βυζαντινού στρατού κατά των Περσών, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αιφνιδίως από τους Αβάρους.
Γνωρίζοντας την απουσία του στρατού, οι Άβαροι απέρριψαν κάθε πρόταση εκεχειρίας και την 6η Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών. Σε συνεργασία με τους Πέρσες, τη νύχτα της 7ης προς την 8η Αυγούστου ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση, ενώ ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενθάρρυνε το λαό στην αντίσταση.
Τη νύχτα εκείνη φοβερός ανεμοστρόβιλος, που αποδόθηκε σε θεϊκή αρωγή, δημιούργησε τρικυμία και κατέστρεψε τον εχθρικό στόλο, ενώ αντεπίθεση των αμυνομένων προξένησε τεράστιες απώλειες στους Αβάρους και τους Πέρσες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν άπρακτοι.
Η νίκη αποδόθηκε στη Θεοτόκο· ο λαός, συγκινημένος, προκειμένου να την ευχαριστήσει για τη θεία παρέμβασή της, έκανε αγρυπνία «ορθοστάδην» (όρθιος, δηλαδή, καθ’ όλη τη διάρκεια της ακολουθίας).
Το θέμα του Ύμνου άλλωστε είναι η εξύμνηση της ενανθρώπισης του Θεού μέσω της Θεοτόκου.
Ο 18ος οίκος (στροφή) από τους 24 του Ακάθιστου Ύμνου είναι το εφύμνιο προς τη Θεοτόκο «Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε».
Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια,
ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια,
αναγράφω σοι η Πόλις σου, Θεοτόκε.
Αλλ’ ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον,
εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον,
ίνα κράζω σοι· Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.