Για ακόμη μια φορά το ζήτημα του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης διχάζει τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ. Η κυβέρνηση Νετανιάχου έχει αναγάγει σε μείζον πολιτικοστρατηγικό ζήτημα το όλο θέμα και είναι διατεθειμένη να κάνει τα πάντα –μη αποκλειόμενης της χρήσης ένοπλης βίας– για να αποτρέψει την Ισλαμική Δημοκρατία από το να περάσει το κατώφλι που θα την οδηγήσει στην απόκτηση του πυρηνικού υπερόπλου.
Για τους Ισραηλινούς πρόκειται για ένα υπαρξιακό ζήτημα καθώς, όπως διακηρύττουν, δεν είναι διατεθειμένοι να επιτρέψουν στην Τεχεράνη να τους επιβάλει μια δεύτερη Σοά, ένα ολοκαύτωμα δηλαδή όπως αυτό που πέρασαν στα σανατόρια του Άουσβιτς κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Από την πλευρά τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν διαφωνούν με το Τελ Αβίβ για το στόχο, αλλά για τα μέσα υλοποίησης αυτού του στόχου. Σε αντίθεση με τους Ισραηλινούς, θεωρούν ότι μπορούν μέσω του διαλόγου να καταλήξουν σε συμφωνία που θα επιλύει το όλο ζήτημα. Συναφώς, αποκλείουν τη χρήση βίας γιατί θα οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις σε μια Μέση Ανατολή η οποία διάγει μια περίοδο έντονης στρατηγικής αστάθειας.
Η κυβέρνηση Ομπάμα κατανοεί ότι το Ιράν δεν είναι Λιβύη, και ότι η Τεχεράνη έχει από καιρό προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο να δεχτεί επίθεση είτε από τις ΗΠΑ είτε από το Ισραήλ. To προληπτικό χτύπημα του Τελ Αβίβ εναντίον του Ιράκ το 1981, αλλά και η επίθεση εναντίον της Συρίας το 2007, με στόχο την καταστροφή υποδομών οι οποίες δυνητικά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή πυρηνικών όπλων, δεν έχουν διαγραφεί από τη μνήμη των Ιρανών.
Οι τελευταίοι έχουν επεξεργαστεί πάμπολλα σενάρια και είναι έτοιμοι για τη διεξαγωγή ενός ασύμμετρου πολέμου, κατά τον οποίο το κέντρο βάρους θα μεταφερθεί στον Περσικό Κόλπο με στόχο τους Άραβες συμμάχους των ΗΠΑ στην περιοχή.
Αλλά και το ενδεχόμενο απευθείας αναμέτρησης μεταξύ Ισραήλ και Ιράν φαντάζει εφιαλτικό δεδομένων των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Τεχεράνης. Η ισραηλινή κοινωνία έχει κουραστεί από τις συνεχείς πολεμικές αναμετρήσεις με τη Χαμάς, και δεν είμαστε σίγουροι αν μια στρατηγική πολεμικής ρήξης με το Ιράν θα τύχει της προσήκουσας εσωτερικής –αλλά και διεθνούς– νομιμοποίησης.
Εύλογα, λοιπόν, ανακύπτει το ερώτημα αν τα ισραηλινά κέντρα λήψης αποφάσεων αναγνωρίζουν την προαναφερθείσα κατάσταση ή αν προβαίνουν σε στρατηγικούς σχεδιασμούς βασισμένους σε λανθασμένες εκτιμήσεις (misperception) για τις δυνατότητες του αντιπάλου, ή αν υπερεκτιμούν τις δικές τους δυνατότητες.
Η προσπάθεια του Βενιαμίν Νετανιάχου, πάντως, να επικεντρώσει για ακόμη μια φορά την προεκλογική του εκστρατεία σε θέματα ασφάλειας, δεν φαίνεται να πείθει τους ψηφοφόρους.
Όπως μεταδίδουν εβραϊκά μέσα ενημέρωσης, το εκλογικό σώμα ιεραρχεί τα κοινωνικοοικονομικά θέματα πάνω από αυτά της ασφάλειας σε ποσοστό που ξεπερνά το 50%. Ωστόσο, με βάση το ισχύον εκλογικό σύστημα του Ισραήλ, το πολιτικό διακύβευμα δεν είναι ποιος θα νικήσει στις εκλογές της Ι7ης Μαρτίου, αλλά ποιος θα καταφέρει να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση παρουσιάζει το γεγονός ότι οι Άραβες υποψήφιοι για την Κνεσέτ κατέρχονται στις εκλογές με κοινό ψηφοδέλτιο για πρώτη φορά στην ιστορία του εβραϊκού κράτους. Είναι αυτή η εξέλιξη ικανή να στείλει τον Βενιαμίν Νετανιάχου σπίτι του και να φέρει στην εξουσία τον κεντροαριστερό συνασπισμό της «Σιωνιστικής Ένωσης»;