«Όταν με ρωτούν από πότε παίζω λύρα, τους απαντάω ότι και στην… κοιλιά της μάνας μου λύρα έπαιζα. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, θυμάμαι ως πρώτη εικόνα μια κρεμασμένη λύρα, την οποία άρχισε να παίζει ο πατέρας μου, και τη μητέρα μου να τον συνοδεύει τραγουδώντας ποντιακά. Η λύρα ήταν και το πρώτο πράγμα που άγγιξα, βρέφος ακόμα. Είμαι ερωτευμένος με τη λύρα».
Αυτός ο βαθύς έρωτας για τη λύρα γίνεται αμέσως αντιληπτός στον συνομιλητή του 79χρονου Βασίλη Σεραλίδη. Όταν μιλάει γι’ αυτήν, το πρόσωπό του φωτίζεται, τα μάτια του χαμογελούν και οι λέξεις βγαίνουν μελωδικά από το στόμα του. Η λύρα τον συντρόφευσε σε όλη του τη ζωή και εξακολουθεί να αποτελεί τον πιο πιστό του φίλο και σήμερα, στα γεράματά του. Όπως ο ίδιος λέει, όταν βρίσκεται στο καφενείο με τους φίλους του, κοιτάζει συνεχώς το ρολόι του μέχρι να έρθει η ώρα για να πάει στο σπίτι του και να ξεκινήσει το «χάιδεμα» της κεμεντζέ.
«Ό,τι κι αν έχω να κάνω, θα παίξω λύρα τουλάχιστον τρεις ώρες την ημέρα. Όταν δε ήμουν νεότερος και εργαζόμουν, γυρνούσα στο σπίτι από τη δουλειά, κοιμόμουν μία ώρα και μετά αφηνόμουν για ώρες στο παίξιμο της λύρας. Είναι ανεξήγητο αυτό που αισθάνομαι για τη λύρα, αφού όπου κι αν βρίσκομαι, αυτήν σκέφτομαι. Με τη γυναίκα μου είμαι έτοιμος να μαλώσω αν πει κάτι για τη λύρα», λέει με στόμφο στο pontos-news.gr ο κ. Σεραλίδης.
Ο Βασίλης Σεραλίδης με τη σύζυγό του Μάγδα
Οικογένεια λυράρηδων
Η οικογένεια του κ. Σεραλίδη είναι ονομαστή οικογένεια λυράρηδων στο χωριό που γεννήθηκε, το Οχυρό Δράμας (ο πατέρας του ήταν από το Αργαλί Τραπεζούντας και η μητέρα του μέσα από την Τραπεζούντα) αλλά και στην ευρύτερη περιοχή των πολλών ποντιακών χωριών του Κάτω Νευροκοπίου. Λύρα έπαιζαν σε γάμους και σε άλλες εκδηλώσεις της περιοχής ο παππούς του, ο πατέρας του, ο μεγαλύτερος αδελφός του αλλά και άλλοι συγγενείς του. Όπως ο ίδιος λέει χαρακτηριστικά, «αν κάποιος ρωτήσει στο χωριό για την οικογένεια των λυράρηδων, θα του δείξουν το σπίτι μου».
Μπορεί από βρέφος ακόμα να γρατζουνούσε και να επεξεργάζονταν τη λύρα ο κ. Βασίλης, ωστόσο τα πρώτα του μαθήματα τα πήρε σε ηλικία έξι ετών από τον πατέρα του και τον μεγαλύτερο αδερφό του.
Η βελτίωσή του γίνονταν με ταχείς ρυθμούς, με αποτέλεσμα στα έντεκα χρόνια του να μπορεί να παίζει κάποια τραγούδια στη λύρα και τέσσερα-πέντε χρόνια αργότερα να είναι έτοιμος να κρατήσει το ποντιακό μουσικό πρόγραμμα σε γάμους και εκδηλώσεις. Στα 16 του άφησε το χωριό του και πήγε να σπουδάσει ράφτης στην τεχνική σχολή της Αλεξανδρούπολης, ενώ δύο χρόνια αργότερα βρέθηκε μετανάστης στη Γερμανία.
Η καθημερινή βιοπάλη, οι δύσκολες εργασιακές συνθήκες (δούλεψε σε εργοστάσια, ως διερμηνέας και αργότερα άνοιξε ραφείο) και η έλλειψη χρόνου τον έκαναν για πρώτη φορά στη ζωή του να βάλει σε δεύτερη μοίρα την αγαπημένη του λύρα, κάτι που κράτησε 14 χρόνια – όσο δηλαδή έμεινε στη Γερμανία.
Όταν γύρισε στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, είχε προσκληθεί σε μια γιορτή σε συγγενικό του σπίτι στην περιοχή των Διαβατών. Κατά τη διάρκεια της βραδιάς κάποιος άρχισε να παίζει λύρα. «Μετά από λίγο του ζήτησα να παίξω κι εγώ, κι αυτό ήταν. Όταν την πήρα στα χέρια μου, ήταν η στιγμή που άλλαξε τη ζωή μου», θυμάται ο κ. Σεραλίδης.
Από τότε, παράλληλα με την εργασία του ως τεχνικός σε εργοστάσια, ξεκίνησε την επαγγελματική ενασχόλησή του με τη λύρα. Εκτός από γάμους και βαφτίσεις έπαιξε λύρα σε πολλά γνωστά κέντρα διασκέδασης της Θεσσαλονίκης μέχρι τα 65 του χρόνια, οπότε και αποσύρθηκε. Ωστόσο ακόμα και μέχρι πριν από περίπου τρία χρόνια καλούσαν τον κ. Βασίλη να παίξει λύρα σε γάμους.
«Όταν παίζω λύρα δίνω και την ψυχή μου, και γι’ αυτό με ζητάει ο κόσμος. Αν βρεθώ σε ένα καφενείο ή οπουδήποτε αλλού και αρχίσω να παίζω, θα σηκωθούν όλοι να χορέψουν. Εκτός από ποντιακά τραγούδια, με τη λύρα μπορώ να παίξω ζεϊμπέκικα, ακόμα και συρτάκι», λέει ο κ. Σεραλίδης.
Αν και με το Φάρο Ποντίων Θεσσαλονίκης (ο σύλλογος στον οποίο ανήκει) πήγε δύο φορές στα παράλια της Μικράς Ασίας και στην Κωνσταντινούπολη, το μεγάλο παράπονό του είναι ότι δεν έχει καταφέρει να πάει στον Πόντο. Αν και ξέρει ότι έχουν περάσει τα χρόνια, συνεχίζει να λέει ότι «ποτέ δεν είναι αργά γι’ αυτό».
Το δεύτερο παράπονό του είναι ότι δεν ακολούθησαν τα βήματά του στη λύρα τα παιδιά του, τα δύο αγόρια και η κόρη του. Ο μεγάλος γιος του ξεκίνησε μικρός, αλλά τα παράτησε στο σχολείο, ενώ η κόρη του έμαθε να παίζει μέχρι χερανίτσα.
Αναμνήσεις μιας ζωής
Ο Βασίλης Σεραλίδης ξετύλιξε στο pontos-news.gr ιστορίες από τη ζωή του που σχετίζονται με τη λύρα:
Δεν είχε συμπληρώσει καλά-καλά τα δώδεκα χρόνια του, όταν η βασίλισσα Φρειδερίκη επισκέφθηκε το χωριό του. «Όλος ο κόσμος είχε μαζευτεί στο σχολείο και τότε κάποιοι μου ζήτησαν να παίξω λύρα. Ακούγοντάς με η Φρειδερίκη ενθουσιάστηκε. Με φώναξε κοντά της και μου έδωσε συγχαρητήρια», θυμάται.
Αναμνήσεις με τη λύρα έχει και από το στρατό. Όπως εξιστορεί, όταν υπηρετούσε τη θητεία του στο ΚΕΒΟΠ στην Αθήνα, έχοντας μαζί του και τη λύρα του, ένας Πόντιος μόνιμος λοχίας του ζήτησε να παίξει, για να χορέψει ο θάλαμος κότσαρι. Μετά από λίγες μέρες η μονάδα ετοιμάζονταν να φύγει για άσκηση. Ενώ ήταν παραταγμένη, ο κ. Βασίλης έβγαλε τη λύρα του και οι Πόντιοι στρατιώτες, φορώντας τις παλάσκες, άρχισαν να χορεύουν στους ρυθμούς από την αλησμόνητη πατρίδα.
Ο Β. Σεραλίδης σε θεατρική παράσταση
Με χαμόγελο θυμάται τη μέρα που έχασε το «γάιδαρο» (έτσι λέγεται το μέρος της λύρας που στηρίζει τις χορδές). Βρίσκονταν με το Φάρο Ποντίων σε ένα ξενοδοχείο στην Κωνσταντινούπολη και είχε μετατρέψει τη λύρα του από απλή σε ηλεκτρονική. Κατά τη μετατροπή δεν θυμόταν που είχε αφήσει το «γάιδαρο». Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ξενοδοχείου, ο οποίος ήταν Έλληνας, τον κοιτούσε με ιδιαίτερη απορία όταν ο κ. Βασίλης του έλεγε: «έχασα το γάιδαρο».
Σε ένα άλλο ταξίδι του στη Μικρά Ασία μαζί με το Φάρο Ποντίων, κι ενώ βρίσκονταν μέσα στο ferry boat, οι συνταξιδιώτες και φίλοι του του ζήτησαν να παίξει. «Άρχισα να παίζω και ολοένα και περισσότερο ο κύκλος των χορευτών μεγάλωνε. Στο καράβι βρίσκονταν και αρκετοί Τούρκοι, οι οποίοι ήθελαν να χορέψουν μαζί μας. Τότε άρχισα να παίζω και τούρκικα τραγούδια και έγινε χαμός».
Με συγκίνηση θυμάται την κόρη μιας γειτόνισσάς του στο χωριό, η οποία τον κάλεσε να παίξει λύρα στο γάμο της επειδή ο ίδιος είχε παίξει ως μαθητής Γυμνασίου στα δικά της βαφτίσια, ενώ δεν θα ξεχάσει και την κατσάδα που του έβαλε η γυναίκα του, η κ. Μάγδα, όταν σε ένα μουχαπέτι σε τσιπουράδικο, για να την πειράξει, της αφιέρωσε με τη λύρα του το τραγούδι «Ας πέθαινες να γλίτωνα». «Έπιασα αυτό το τραγούδι για να την πειράξω. Άλλωστε, τα υπόλοιπα δίστιχα του συγκεκριμένου τραγουδιού επαινούν τη γυναίκα. Όταν φύγαμε από το γλέντι, μου είπε η γυναίκα μου “αυτό το τραγούδι να μην το ξαναπαίξεις”», λέει με χαμόγελο ο κ. Βασίλης.
Σήμερα ο κ. Βασίλης Σεραλίδης, όποτε μπορεί, διδάσκει λύρα ερασιτεχνικά σε νεαρά παιδιά. «Πάντοτε προσφερόμουν και εξακολουθώ να προσφέρομαι να μάθω λύρα στα νέα παιδιά. Για να γίνει με επιτυχία όμως αυτό, θα πρέπει και τα ίδια να έχουν από πολύ μικρά παραστάσεις με τους γονείς τους να τραγουδούν και να χορεύουν ποντιακά. Αυτό είναι το πρώτο που ρωτάω, όταν πρόκειται να αναλάβω κάποιο παιδί», καταλήγει.
Ρωμανός Κοντογιαννίδης