Όταν βλέπει κανείς το σύνολο μιας ομάδας να είναι απέναντί του, το χειρότερο πράγμα που μπορεί να κάνει είναι να βλέπει παντού θεωρίες συνωμοσίας και προβοκάτσιας, να επιβάλλει μέσα από προπαγανδιστικές μεθόδους τη λογική της θυματοποίησης σε μια ολόκληρη κοινωνία και να υιοθετεί τη λογική του «στραβός είναι ο γιαλός»!
Τα κόμματα της συγκυβέρνησης ακολούθησαν μια τακτική ακραίου αντιπολιτευτικού λόγου, με κατηγορίες και φρασεολογία όπως «Γερμανοτσολιάδες, προσκυνημένοι, αυτοί που ήταν στημένοι στα τέσσερα στους δανειστές» και δημιούργησαν το λεγόμενο αντιμνημονιακό στρατόπεδο, προκαλώντας με αυτόν τον τρόπο διχαστικές συνθήκες που δεν επέτρεπαν την εθνική συνεννόηση για την έξοδο από την κρίση. Όλες οι άλλες χώρες που πέτυχαν μια ελάχιστη εθνική συνεννόηση, βγήκαν από την κρίση σχετικά αλώβητες.
Η τακτική του ακραίου αντιπολιτευτικού λόγου βρήκε πρόσφορο έδαφος στην δοκιμαζόμενη ελληνική κοινωνία, με αποτέλεσμα το λεγόμενο αντιμνημονιακό στρατόπεδο να αποκτήσει δυναμική εξουσίας. Από τη στιγμή που αυτό έγινε αντιληπτό από τους εταίρους μας, οι αντιμνημονιακές δυνάμεις έγιναν οι καλύτεροι σύμμαχοι των δανειστών μας. Κι αυτό γιατί μόλις αντιλήφθηκαν ότι η κατάσταση δεν είναι αναστρέψιμη, από το καλοκαίρι του 2014, ενόψει της προεδρικής εκλογής, όπου κι εκεί η αντιπολίτευση ακολούθησε μια πολιτική που οδήγησε στην αυτοπαγίδευσή της, «έβγαλαν από την πρίζα» την κυβέρνηση Σαμαρά και άρχισαν να επενδύουν στην κυβέρνηση των αντιμνημονιακών δυνάμεων!
Το σκεπτικό ήταν πολύ απλό. Αν βοηθούσαν την κυβέρνηση Σαμαρά να κλείσει την αξιολόγηση και να τελειώσει με το μνημόνιο, τότε στην ουσία άνοιγαν το δρόμο στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που ήταν σίγουροι ότι θα προκύψει μετά την αδυναμία εκλογής Πρόεδρου, να διεκδικήσει από πλεονεκτική θέση λύση στο πρόβλημα του χρέους και να διαπραγματευτεί από θέσεως σχετικής ισχύος το οτιδήποτε με τους δανειστές. Δηλαδή γνώριζαν ότι θα είχαν πολύ λιγότερες δυνατότητες να πιέσουν την κυβέρνηση, με τα μέτωπα του μνημονίου και της τρόικας κλειστά.
Έτσι, οι αντιμνημονιακές δυνάμεις, προβάλλοντας μαξιμαλιστικές και παράλογες απαιτήσεις από την κυβέρνηση Σαμαρά, οδήγησαν τα πράγματα εκεί που είναι τώρα, για να αναλάβει το αντιμνημονιακό στρατόπεδο την κατάσταση που ανέλαβε, και όπως ήταν φυσικό, αναμενόμενο και απολύτως προβλέψιμο, να μην μπορεί να την διαχειριστεί.
Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση είναι θύμα του ακραίου και φανατικού προεκλογικού της λόγου και της έλλειψης διορατικότητας στην τακτική που ακολούθησε στο θέμα της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, επιταχύνοντας τις εκλογές, χωρίς να έχει κανένα σχέδιο για τη διαχείριση της απολύτως προβλέψιμης κατάστασης που ακολούθησε.
Αν για παράδειγμα ακολουθούσε άλλη τακτική και οι εκλογές γίνονταν το φθινόπωρο του 2015, ή ακόμα και στο τέλος της τετραετίας, το 2016, η κυβέρνηση Σαμαρά θα είχε κλείσει τα σοβαρά μέτωπα με τους δανειστές, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπαιρνε την εξουσία με απόλυτη πλειοψηφία και θα είχε τη δυνατότητα να διαχειριστεί από θέση ισχύος τα όποια ζητήματα υπάρχουν με τους δανειστές.
Τώρα η κυβέρνηση βρίσκεται σε δεινή θέση, και η κατάσταση επιδεινώνεται όσο επικαλούμαστε επιχειρήματα που αμαυρώνουν ακόμα περισσότερο τη διεθνή εικόνα της χώρας και επιδεινώνουν τη θέση μας.
Τα επιχειρήματα του τύπου «είστε υποχρεωμένοι εσείς (οι 18 χώρες) να δεχτείτε το πρόγραμμα που ενέκρινε ο ελληνικός λαός με την ψήφο του», «είστε υποχρεωμένοι να μας σώσετε, γιατί αν δεν το κάνετε θα υποστείτε τεράστια ζημιά, Αρμαγεδδώνα κτλ.», και το τελευταίο του υπουργού Εξωτερικών: «θα μας σώσετε θέλετε δεν θέλετε, γιατί αν καταρρεύσει οικονομικά η Ελλάδα θα γεμίσει η Ευρώπη με εκατομμύρια τζιχαντιστές», είναι επιχειρήματα πολιτικού πεζοδρομίου και πλήττουν το κύρος της χώρας, το οποίο είναι ήδη καταρρακωμένο από τα προβλήματα που έχει δημιουργήσει η κρίση.
Πρέπει να αντιληφθούμε όλοι ότι η λογική του «βομβιστή αυτοκτονίας» που ακολουθεί η κυβέρνηση φέρνει χειρότερα αποτελέσματα και είναι ατελέσφορη, και ότι δεν συνωμοτεί η ανθρωπότητα εναντίον μας αλλά μάλλον «στραβά αρμενίζουμε».
Η κυβέρνηση πρέπει τάχιστα να αλλάξει ρότα –αν έχει κάτι τέτοιο–, να ανασκευάσει το πρόγραμμά της, να εξηγήσει με απόλυτη ειλικρίνεια στον ελληνικό λαό τους λόγους που την οδήγησαν να το κάνει, και να αναζητήσει τη χρυσή τομή στις σχέσεις της με τους δανειστές χωρίς να παρασύρονται τα στελέχη της σε λογικές «φενταγίν», που δεν πρόκειται να οδηγήσουν σε λύση κανένα από τα προβλήματα της χώρας.
Καιρός να ανακαλύψουμε την πολιτική σύντροφοι, και να εγκαταλείψουμε τη λογική της προπαγάνδας με θεωρίες συνωμοσίας, προβοκάτσιας, συστημάτων και εχθρών της κυβέρνησης που δρουν στο εσωτερικό της χώρας, στην Ευρώπη, στον κόσμο και σε ολόκληρο το… σύμπαν.