Η Τουρκία, κάτω από την πίεση που δέχθηκε μετά την έκδοση της απαράδεκτης, από κάθε άποψης, αγγελίας της, την απέσυρε καθ’ ολοκληρίαν, και το γεγονός εγείρει ορισμένα ερωτηματικά και οδηγεί σε αντίστοιχες διαπιστώσεις.
Το λάθος που διέπραξε η Τουρκία –και στην παρούσα συγκυρία δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό ούτε από το ΝΑΤΟ ούτε από τον διεθνή παράγοντα που κρατά, συνήθως, στο θέμα της ελληνοτουρκικής διαμάχης στο Αιγαίο ουδέτερη συμπεριφορά– ήταν η συμπερίληψη, στην έκταση που δέσμευσε με την αγγελία της, εδάφους της Λήμνου, εθνικού εναέριου χώρου και αιγιαλίτιδας ζώνης. Αμφισβήτησε δηλαδή ευθέως την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.
Θεωρητικά, αυτό σήμαινε ότι θα μπορούσε, όταν πραγματοποιούσε τις ασκήσεις, να βομβαρδίσει τις περιοχές του εδάφους της Λήμνου που δέσμευσε, και να ζητήσει την… προσωρινή εγκατάλειψή τους. Από σκοπιμότητα ή από λάθος εκτίμηση της Άγκυρας, αυτή η αμφισβήτηση δεν μπορούσε επ’ ουδενί να γίνει αποδεκτή από την ελληνική πλευρά. Το γεγονός αυτό εκτιμήθηκε δεόντως από τη Συμμαχία και τον διεθνή παράγοντα, και υπήρξε, σύμφωνα με πληροφορίες, ισχυρή πίεση προς την Τουρκία να υποχωρήσει. Η τακτική κίνηση της γειτονικής χώρας να άρει τις συντεταγμένες που αφορούσαν τη Λήμνο (και μόνο) αντιμετωπίστηκε με την ίδια αποφασιστικότητα από ελληνικής πλευράς, οπότε η Άγκυρα απέσυρε συνολικά τη NOTAM.
Ένα δεύτερο στοιχείο που συνεκτιμήθηκε από το ΝΑΤΟ και (κυρίως) τον διεθνή παράγοντα, αλλά και από άλλες δυνάμεις που έχουν συμφέροντα στην περιοχή, είναι ότι η Τουρκία δέσμευε για ασυνήθιστα μακρύ χρονικό διάστημα μεγάλη έκταση στο Αιγαίο, από όπου διέρχονται καθημερινώς πολλά πλοία διαφόρων χωρών. Αν η στάση των Ηνωμένων Πολιτειών στο θέμα των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο κλίνει προς τις θέσεις της Άγκυρας, είναι διότι δεν θέλουν να αποδεχθούν περιορισμό των κινήσεων των πλοίων τους από μια επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια. Την ίδια θέση στο θέμα αυτό έχουν και άλλες ισχυρές δυνάμεις, όπως η Ρωσία.
Η απήχηση που βρίσκει η Άγκυρα, εν προκειμένω, την οδήγησε σε μια αλαζονική συμπεριφορά, η οποία την έχει αποθρασύνει σε βαθμό που να ζητά διχοτόμηση του Αιγαίου στον 25ο Μεσημβρινό. Η περιοχή που δεσμευόταν με την τουρκική αγγελία εκτεινόταν δυτικότερα και του 25ου Μεσημβρινού. Αλλά ενώ η Συμμαχία και ο διεθνής παράγων ανέχονταν την προκλητική συμπεριφορά της Άγκυρας, η τελευταία κρίση προδιέγραψε και το όριο αυτής της ανοχής. Η αμφισβήτηση εδάφους (Λήμνος) και η δέσμευση, για υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα, περιοχής μεγάλης διέλευσης πλοίων. Και αυτό αποτελεί μια σημαντική διαπίστωση.
Πέραν της επίμονης τακτικής της Άγκυρας να αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο σε ζητήματα που κατοχυρώνονται από το Διεθνές Δίκαιο, η προκλητική ενέργεια των τελευταίων ημερών θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτέλεσε και ένα είδος crash test και προς τη νέα ελληνική κυβέρνηση, για να δοκιμάσει τα αντανακλαστικά και τις αντοχές της, αλλά και προς τον διεθνή παράγοντα, για να διερευνηθούν οι δικές του προθέσεις. Η Τουρκία σε ζητήματα που άπτονται των εθνικών συμφερόντων και στοχεύσεών της δρα με εκπληκτική μεθοδικότητα και επιμονή. Δεν παρεκκλίνει του στόχου της, έστω και αν, προσωρινώς, ελίσσεται. Ένας τέτοιος ελιγμός υπήρξε και ο χθεσινός.
Η τουρκική κοινή γνώμη, ωστόσο, και το τουρκικό βαθύ κατεστημένο δεν μπορούν να ανεχθούν μια (ακόμη και τακτική) υποχώρηση. Θα έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε τη διαχείριση της κρίσης σε επίπεδο κοινής γνώμης και την εκδήλωση του πεδίου της νέας πρόκλησης. Περί αυτού ας μην έχουμε καμιά ψευδαίσθηση. Η τουρκική προκλητικότητα θα κλιμακωθεί.
Η μακρά παραμονή της σημερινής τουρκικής ηγεσίας στην εξουσία τής έχει δημιουργήσει μια αλαζονική συμπεριφορά η οποία εκδηλώνεται και προς το εσωτερικό και προς το εξωτερικό της χώρας. Όπως έγραψε και ο Σάββας Καλεντερίδης στο pontos-news.gr, η συμφωνία των Τούρκων με τους Αμερικανούς για την απελευθέρωση της Μοσούλης από τις δυνάμεις του Ισλαμικού Κράτους, και η συμμετοχή της Άγκυρας στη ΝΑΤΟϊκή δύναμη των 5.000 ανδρών που θα αναπτυχθεί πέριξ της Ρωσίας, δημιούργησε προφανώς την αίσθηση στους ιθύνοντες της γειτονικής χώρας πως μια πρόκληση προς την ελληνική πλευρά δεν θα δημιουργούσε, τουλάχιστον, διεθνείς αντιδράσεις. Στο σημείο αυτό η Άγκυρα διαψεύστηκε και θα είχε ενδιαφέρον να αναλυθεί σε βάθος η ουσία αυτής της διάψευσης.
Η Ελλάδα κατέχει μια σημαντική γεωπολιτική θέση την οποία, στη συγκυρία που διανύουμε, την έχουν ανάγκη οι διεθνείς δρώντες. Η γεωπολιτική αξία του ελλαδικού χώρου είναι διαχρονική αλλά, για λόγους που έχουν να κάνουν με την ψυχοσύνθεσή τους, και όχι με την πραγματική γεωπολιτική ανάλυση των πλεονεκτημάτων και των δυνατοτήτων της χώρας, οι ελλαδικές ηγεσίες, αρχής γενομένης από εποχής Σημίτη ως και της προηγούμενης κυβέρνησης, διακατέχονταν από αδικαιολόγητο αίσθημα φοβίας.
Αν προσεχθεί, σε επίπεδο ανύψωσης του ηθικού του, στον κατάλληλο εξοπλισμό του και στο επίπεδο της ηγεσίας του, ο ελληνικός στρατός είναι σε θέση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον τουρκικό. Η περίπτωση των Ιμίων δεν αντιμετωπίζεται στο στράτευμα –και πολύ σωστά– ως στρατιωτική ήττα, αλλά ως πολιτική. Και έτσι είναι. Στα Ίμια δεν ηττήθηκε η Ελλάδα στρατιωτικά, αλλά πολιτικά. Ηττήθηκε το μοντέλο διακυβέρνησης Σημίτη.
Πέραν όλων όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, σημασία έχει –και θα πρέπει να τονιστεί– και η σθεναρή και αποφασιστική αντίδραση και της σημερινής πολιτικής ηγεσίας.
Απέδειξε πως η προκλητική στάση της Τουρκίας μπορεί να αντιμετωπιστεί και διαφορετικά από τη soft πολιτική που εγκαινίασε ο Σημίτης, συνέχισε ο Γ. Παπανδρέου, ακόμη, ως ένα βαθμό, και ο Καραμανλής, και σίγουρα ο Ευ. Βενιζέλος, ως υπουργός Εξωτερικών.
Είναι αυτή η πολιτική η οποία προτεινόταν εδώ και καιρό από ορισμένους αναλυτές και πολιτικούς παράγοντες οι οποίοι χαρακτηρίζονταν εθνικιστές, από ένα αποδομητικό κατεστημένο που διαμορφώθηκε στην Ελλάδα μετά το 1996.
Σε ό,τι αφορά τέλος τη Λήμνο, με τη Σύμβαση της Λοζάνης του 1923 το νησί χαρακτηρίζεται αποστρατικοποιημένο. Με τη Σύμβαση του Μοντρέ, όμως, για τα Στενά, το 1936, καταργήθηκε στο θέμα αυτό πλήρως η Σύμβαση της Λοζάνης του 1923. Δεν προβλέπεται πια καμιά αποστρατικοποίηση, ουδετεροποίηση ή παρόπλιση.
Ωστόσο, κατά τις διαπραγματεύσεις της Ελλάδας το 1977-78 να επανέλθει στο ΝΑΤΟ, η Τουρκία ήγειρε ξανά θέμα Λήμνου και η Συμμαχία, παρότι νομικά αποδέχεται την ισχύ του Μοντρέ, δεν συμπεριλαμβάνει τη Λήμνο στις ασκήσεις και στη διαμόρφωση ΝΑΤΟϊκών υποδομών. Σ’ αυτό εν πολλοίς ευθύνεται και ο πολύς Λουνς, Γενικός Γραμματέας της Συμμαχίας κατά την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο, ο οποίος ενώ εκλήθη τότε να διαχειριστεί την υπόθεση, απουσίαζε σε σαββατοκύριακο διακοπών.