Στην πόλη Γκελεντζίκ (αρχαία ελληνική Τορικός) της νότιας Ρωσίας ζει η 82χρονη Μαρία Παπαδοπούλου, πρόσφυγας δεύτερης γενιάς από τον Πόντο. Παρόλο που τα παιδικά της χρόνια τα πέρασε σε ελληνόφωνο περιβάλλον, η κυρία Μαρία δυσκολεύεται σήμερα να μιλήσει ποντιακά – κι ακόμα περισσότερο νέα ελληνικά.
Χάρτης της παρευξείνιας περιοχής του Καυκάσου (Μουσείο της πόλης Γκελεντζίκ, Ρωσία)
Μου μίλησε ρώσικα για τη ζωή της, και στο τέλος της κουβέντας άρχισε να της έρχεται στη μνήμη η μητρική της γλώσσα. Τότε ήταν που άρπαξα την ευκαιρία και την κατέγραψα να μιλά στην ποντιακή διάλεκτο, για να μείνει τεκμήριο η γεύση της γλυκιάς λαλιάς. Ξέρω όμως την ιστορία με τη βίαιη αφομοίωση του ποντιακού πληθυσμού στο οικοδόμημα της Σοβιετικής Ένωσης μέχρι την κατάρρευσή της. Σήμερα δυστυχώς δεν υπάρχουν συνθήκες για τη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας στις παρευξείνιες περιοχές.
Οι αναμνήσεις της Μαρίας Παπαδοπούλου φέρνουν στο φως την ταραχώδη ζωή στη Σοβιετική Ένωση των δεκαετιών 1930-1940.
«Το όνομά μου είναι Μαρία Παπαδοπούλου. Γεννήθηκα στις 28 Οκτωβρίου του 1933 στη Καμπαρντίνκα [παραθαλάσσιο χωριό δίπλα στο Γκελεντζίκ με αμιγώς ελληνικό πληθυσμό μέχρι τις μέρες μας]. Τον πατέρα μου τον λέγανε Δαμιανό. Τον φυλάκισαν και τον εκτέλεσαν το 1938, την περίοδο των σταλινικών διώξεων [φωτ. αριστερά: μνημείο αφιερωμένο στα θύματα των σταλινικών διώξεων στο χωριό Καμπαρντίνκα]. Την ίδια χρονιά πέθανε και η μητέρα μου. Από τα χαρτιά φαίνεται πως πέθανε πριν εκτελεστεί ο πατέρας, από στεναχώρια ή αρρώστια. Δεν θυμάμαι.
»Πέντε μικρά μωρά μείναμε μόνα μας. Ο Αναστάσιος, ο Δημήτριος, ο Σαβέλλιος, η Αναστασία. Η γιαγιά μάς πήρε στην Αντερμπίεβκα [χωριό της περιοχής με αμιγώς ελληνικό πληθυσμό]. Ζούσαμε πολύ φτωχά. Συχνά πεινούσαμε. Από τα καθημερινά φαγητά θυμάμαι μόνο τις σούπες με τα φασούλια και με τα λαζούδια [καλαμπόκι].»
Η Μαρία συνεχίζει να περιγράφει τη ζωή της στην ταραγμένη περίοδο του Πολέμου: «Το 1941 ξεκίνησε ο πόλεμος, και κάποια στιγμή έφτασε και στα μέρη μας. Θυμάμαι ακόμα τους βομβαρδισμούς. Στα σπίτια μας πολλές φορές έμεναν Σοβιετικοί στρατιώτες. Κοιμόντουσαν κάτω στο χώμα.
»Τα δυο μεγαλύτερα αδέλφια μου έφυγαν για το μέτωπο για να πολεμήσουν τους Γερμανούς. Ευτυχώς, επέζησαν. Μετά το τέλος του πολέμου δεν γύρισαν αμέσως, αλλά και ποιος τους περίμενε; Η πείνα ήταν πολύ μεγάλη. Το σπίτι στην Καμπαρντίνκα καταστράφηκε ολοσχερώς.
»Στην αρχή γύρισε ο μεγαλύτερος αδελφός, πήρε οικόπεδο και άρχισε να χτίζει σπίτι. Μέχρι να τελειώσει την οικοδομή όμως δεν είχε πού να μείνει και πήγε στο κολχόζ να δουλέψει βοσκός. Κι εγώ, παρόλο που ήμουν μικρή, δούλευα στη φάρμα, άρμεγα αγελάδες. Αλλά δεν μας πληρώνανε. Απλά σημείωναν πόσες μέρες δουλεύαμε για να πληρωθούμε ίσως κάποια στιγμή, αργότερα…
»Το 1949 τους Πόντιους που είχαν ελληνική υπηκοότητα τους εξόρισαν στο Καζακστάν. Μαζί και κάποιοι συγγενείς μας. Εμείς όμως είχαμε σοβιετική υπηκοότητα από παλιά, γι’ αυτό μείναμε στον τόπο μας».
«Στο σπίτι των παππούδων μαζεύτηκαν όλα τα παιδιά τους με τα εγγόνια. Δύσκολα ζούσαμε όλοι μαζί. Δεν είχαμε κατάλληλη προσοχή σαν παιδιά…
Οικιακά αντικείμενα της δεκαετίας του 1940 (Μουσείο της πόλης Γκελεντζίκ)
»Θυμάμαι ότι μιλούσαμε ποντιακά μεταξύ μας. Η γιαγιά ήξερε και τούρκικα. Ξέρω λίγα πράγματα γι’ αυτήν: ότι ήταν 16 χρονών όταν ήρθε στη Ρωσία από την Τουρκία. Έτσι μας έλεγε τουλάχιστον. Φοβόντουσαν τους μουσουλμάνους στον Πόντο. Τέτοιοι καιροί ήταν. Τώρα, βλέπω, η νεολαία δεν το σκέπτεται και πολύ…
»Στο σχολείο δεν πήγα, αλλά και στο σπίτι γράμματα δεν έμαθα. Η γιαγιά μου ήταν αγράμματη και αυτή. Μεγαλώνοντας κάποια στιγμή καταφέραμε να διαβάζουμε τα νέα στις ρωσικές εφημερίδες. Τα ποντιακά σιγά-σιγά τα ξεχνάμε. Μα και με ποιον μπορούμε εδώ να συνεννοούμαστε στη γλώσσα μας; Με τους “Χαψομμάτ’”; [ένα από τα παρατσούκλια που έδωσαν οι Πόντιοι στους Ρώσους]. Τα παιδιά της αδελφής μου πήραν ξένες γυναίκες.
Η εκκλησία στο χωριό Αντερμπίεβκα
»Όταν μαζευόμαστε μιλάμε ρώσικα. Εμείς ρωμαίικα στην ουσία τελευταία δεν μιλάμε. Οι περισσότεροι συγγενείς μας μένουν στη Ρωσία. Στην Ελλάδα από τους δικούς μας δεν πήγε κανείς.
»Έζησα δύσκολη ζωή. Και δεν είχα πού να μείνω και πολλές φορές δεν είχα ούτε τα βασικά. Από μικρή είχα πρόβλημα στο πόδι και δύσκολα έβρισκα δουλειά. Κάποια στιγμή όμως βρήκα δουλειά στο ίδρυμα “Κλάρα Τσέτκιν”, που έπαιρνε και ανθρώπους με προβλήματα υγείας. Εργάστηκα 40 χρόνια, έβγαλα σύνταξη. Τώρα μένω μόνη μου. Βλεπόμαστε με τα δυο μου αδέλφια που ζουν. Νιώθω όμορφα και ήρεμα. Η ζωή μας είναι πολύ διαφορετική από εκείνη ανάμεσα στο ’30 και το ’60. Τώρα ζούμε καλά. Όλα τα έχουμε, δόξα τω Θεώ!».
Φωτογραφίες-βίντεο: Βασίλης Τσενκελίδης