«Να μας πουν τι θέλουν». Τρεις, ίσως και τέσσερις φορές, με διαφορετική κάθε φορά διατύπωση, επανέλαβε τη συγκεκριμένη φράση ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε μετά το τέλος του Ecofin.
«Η Ελλάδα πρέπει να διαλέξει αν θέλει αυτό το πρόγραμμα ή αν δεν το επιθυμεί. Η Ελλάδα δεν φαίνεται να ξέρει τι είναι αυτό που θέλει», ήταν η πιο χαρακτηριστική από τις φράσεις του Γερμανού υπουργού Οικονομικών.
Πιστός στη σκληρή στάση που τήρησε κατά τη διάρκεια των δύο προηγούμενων Eurogroup, επανέλαβε ότι η χώρα μας θα πρέπει να τηρήσει τα όσα συμφώνησε. «Δεν υπερασπίζομαι μόνο το γερμανικό αλλά το ευρωπαϊκό συμφέρον», συμπλήρωσε ο Γερμανός υπουργός.
Μία μέρα μετά το άκαρπο Eurogroup, ο Σόιμπλε επέμεινε στην ανάγκη υποβολής από την ελληνική πλευρά αιτήματος για παράταση, συμπληρώνοντας ωστόσο ότι αυτό θα έχει νόημα μόνο αν η Αθήνα προτίθεται να το ολοκληρώσει και ζητώντας σαφείς δεσμεύσεις ως προς αυτό.
«Το πρόγραμμα θα πρέπει να αξιολογείται από τους τρεις θεσμούς, ανεξάρτητα από το πώς θα τους ονομάζουμε», ήταν η απάντηση που έδωσε σχετικά με την τρόικα. Για τον ίδιο το ζήτημα δεν είναι το χρονοδιάγραμμα του προγράμματος αλλά η ουσία και η αξιοπιστία του, ενώ απέφυγε να πει τι θα συμβεί σε περίπτωση που δεν συναφθεί ένα νέο πρόγραμμα, όπως ήταν το αρχικό σχέδιο. «Η κατάσταση θα είναι δύσκολη», είπε χωρίς να δώσει περισσότερες διευκρινίσεις.
Στην επιχειρηματολογία του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε βρέθηκε και το εσωτερικό ακροατήριο των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Πολλοί συνάδελφοι στο Eurogroup υπογράμμισαν ότι οι συντάξεις και οι κατώτατοι μισθοί στη χώρα τους είναι σε χαμηλότερα επίπεδα από ό,τι στην Ελλάδα. Και θα πρέπει να το δικαιολογήσουν στους ψηφοφόρους τους», ανέφερε. Σε άλλο δε σημείο της συνέντευξης Τύπου είπε ότι η αλληλεγγύη στην Ευρωζώνη είναι πάνω από τις κυβερνήσεις, αλλά ότι ορισμένες αποφάσεις θα πρέπει να δικαιολογηθούν στα εθνικά κοινοβούλια και στα συνταγματικά όργανα.