Μετά από μια ακατανόητη σπουδή να καταλάβει την εξουσία, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ επαληθεύουν τους φόβους εκείνων που μιλούσαν για έλλειψη εναλλακτικού σχεδίου, για την περίπτωση που δεν κατορθώναμε να πείσουμε τους εταίρους μας να αποδεχτούν το κανονικό μας σχέδιο.
Τώρα δυστυχώς αποδεικνύεται ότι ούτε κανονικό σχέδιο είχαμε, όπως ομολογεί ο υπουργός Οικονομικών της Κύπρου, ο οποίος δηλώνει ότι «Δεν έχω καταλάβει ποιο είναι το αίτημα της Ελλάδας που πρέπει να υποστηρίξω»! Και αναφέρεται στη δραματική σύνοδο του Eurogroup, όπου δεν τσαλακώθηκε μόνο ο Βαρουφάκης, αλλά ολόκληρη η Ελλάδα.
Όταν ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ επέμεναν με πείσμα να οδηγήσουν τη χώρα σε εκλογές, με αφορμή την εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας, εύλογα όλοι θεωρούσαμε ότι έχουν έτοιμο σχέδιο, το οποίο θα εφαρμόσουν και η χώρα θα βαδίσει το δρόμο της ανάπτυξης, εγκαταλείποντας την καταστροφική λιτότητα.
Όμως παραμένει ένα ερώτημα, στο οποίο κάποια στιγμή πρέπει να απαντήσουν οι εξουσιομανείς της κυβέρνησης. Γιατί δεν περίμεναν να γίνουν εκλογές το 2016, οπότε η χώρα, με βάση τις προβλέψεις και της ΕΕ, θα είχε πιάσει κάποιους στόχους, θα είχε ανάπτυξη 3% και θα είχε βελτιωθεί και η διαπραγματευτική ικανότητα της επόμενης κυβέρνησης;
Δηλαδή, γιατί δεν περίμεναν να κερδίσουν τις εκλογές του 2016, που ήταν σίγουρο ότι θα τις κερδίσουν, για να διαχειριστούν έτσι από καλύτερη θέση την κατάσταση και να κερδίσουν κάτι καλύτερο για τη χώρα;
Περιμένοντας όμως αυτή την απάντηση, οψέποτε και εάν δοθεί, να δούμε τι μπορεί να γίνει τώρα, που η κυβέρνηση είναι εγκλωβισμένη στον ανερμάτιστο και ανεύθυνο προεκλογικό της λόγο και σε υποσχέσεις οι οποίες περιορίζουν δραματικά τη δυνατότητα και τα όρια της διαπραγμάτευσης.
Το πρώτο που πρέπει να γίνει, είναι να απεγκλωβιστεί η κυβέρνηση από τις ανερμάτιστες υποσχέσεις και να δεσμευθεί ενώπιον των πολιτών πάνω σε μια νέα, πιο ρεαλιστική και υπεύθυνη βάση, χωρίς να θέτει όριο στην αποφασιστικότητά της, σε σχέση πάντα με το πόσο είναι διατεθειμένη να «τεντώσει το σχοινί» με τους δανειστές και τους εταίρους μας.
Το δεύτερο είναι να αναθέσει το ρόλο του διαπραγματευτή στον Αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, τον κ. Δραγασάκη, ο οποίος διαθέτει την πείρα και την ωριμότητα να συνδιαλεχθεί και αν χρειαστεί ακόμα και να συγκρουστεί με τους εταίρους μας.
Το τρίτο, να επιδιώξει η κυβέρνηση τη συνεννόηση με όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, πάνω στο καινούριο πιο ρεαλιστικό πλαίσιο που προαναφέραμε, για να δοθεί η αίσθηση και το μήνυμα προς όλες τις κατευθύνσεις ότι η Ελλάδα είναι ενωμένη και επιδιώκει έναν έντιμο συμβιβασμό, χωρίς να αποκλείεται όμως τίποτα και εννοούμε τα όρια της αντίδρασής μας σε παράλογες απαιτήσεις.
Με άλλα λόγια, αντί να τσαλακώσουν οι Ευρωπαίοι την κυβέρνηση και το αντιμνημονιακό στρατόπεδο, που σύμφωνα με την εκτίμησή μας αυτό είναι μια από τις επιδιώξεις των εταίρων μας, να επιδιώξει η ίδια η κυβέρνηση μια σχεδιασμένη υποχώρηση από τις θέσεις της, δίνοντας τις κατάλληλες εξηγήσεις τους Έλληνες πολίτες και δημιουργώντας έτσι ένα αρραγές εσωτερικό μέτωπο και ταυτοχρόνως ένα ασφαλές διαπραγματευτικό πλαίσιο με περισσότερα περιθώρια ελιγμών.
Αν η κυβέρνηση επιμείνει στη ρότα που έχει χαράξει –αν υπάρχει ρότα– υπάρχει ο κίνδυνος της συντριβής της, κάτι που θα έχει επιπτώσεις και στην ίδια τη χώρα.
Τέλος, καλό είναι από τα παθήματα να βγάζουμε και τα απαραίτητα μαθήματα, ένα από τα οποία είναι ότι πρέπει επιτέλους σ’ αυτήν τη χώρα να ανακαλύψουμε αυτό που λέγεται υπευθυνότητα και στρατηγικός σχεδιασμός, εγκαταλείποντας το προσφιλές δόγμα του «βλέποντας και κάνοντας» και του «σχεδιάζουμε στο γόνατο»…