Εκείνο που εξέπληξε τους παρατηρητές, μετά την ανάληψη της εξουσίας από τη νέα ελληνική κυβέρνηση, είναι η τακτική ετοιμότητα της ηγετικής ομάδας της να επιτύχει τον στρατηγικό της στόχο.
Σαν να ήταν έτοιμοι από καιρό. Που σημαίνει ότι έχουν μελετήσει τις αδιόρατες, υποδόριες τάσεις της γερμανικής πολιτικής, οικονομίας και κοινωνίας, καθώς και τις αντίστοιχες αμερικανικές. Οι επαφές τους κατά την άσκηση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης τους βοήθησαν σ’ αυτήν τη συνειδητοποίηση, και προφανώς και στη διαμόρφωση ορισμένων συμμαχιών που θα φανούν στο προσεχές μέλλον.
Ο πολιτικός χώρος από τον οποίο προέρχεται η ηγετική ομάδα της κυβέρνησης είναι κομμουνιστογενής, που σημαίνει ότι τέτοιες αναλύσεις και τακτικές είναι απόλυτης προτεραιότητας πριν από την άσκηση της πολιτικής εξουσίας.
Εκείνο που προέχει αυτήν τη στιγμή είναι η σωτηρία της χώρας και όχι η πολιτική προέλευση των ανθρώπων που ασκούν την πολιτική εξουσία. Αν πετύχουν, θα έχει πετύχει η χώρα και θα ανακουφιστεί –από τα πολλά βάσανα που επισωρεύτηκαν στις πλάτες του– ο ελληνικός λαός.
Ακόμη και στον γερμανικό Τύπο διαφαίνεται ότι κάτι αρχίζει να αλλάζει, έστω και σε επίπεδο προβληματισμού, και στο εσωτερικό της Γερμανίας. Με δυο λόγια, η συνισταμένη των σχολίων είναι «κανείς δεν μπορεί να τα γνωρίζει όλα, ας σκεφτούμε μια αμοιβαία επωφελή συνεννόηση με την ελληνική κυβέρνηση».
Ο λόγος του κ. Τσίπρα για ελάφρυνση των Ευρωπαίων φορολογουμένων από το ελληνικό άγος και για μια Ευρώπη που θα επενδύσει στην ανάπτυξη βρίσκει απήχηση στη γερμανική κοινωνία, απήχηση που αργά ή γρήγορα θα προκαλέσει πρόβλημα στην κ. Μέρκελ. Η Γερμανίδα καγκελάριος είναι δύσκολο να κάνει στροφή 180 μοιρών στην πολιτική της, αλλά το σήμα από τις Ηνωμένες Πολιτείες έχει δοθεί: ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός πρέπει να υποχωρήσει. Δεν μπόρεσε να απαντήσει στα προβλήματα της οικονομίας, ή ότι ήταν να επιτύχει το πέτυχε. Η γερμανική πολιτική, εκούσα άκουσα, θα πρέπει να προσαρμοστεί σ’ αυτήν την αλλαγή και η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα μπορεί να αποτελέσει την αφορμή. Το όχημα αυτής της αναπροσαρμογής θα είναι η αναζήτηση ενός κοινού τόπου με την ελληνική κυβέρνηση, και αυτός ο κοινός τόπος θα φτάνει μέχρι του σημείου που η κ. Μέρκελ επιθυμεί να αναθεωρήσει την πολιτική της. Τα υπόλοιπα είναι θέμα προετοιμασίας και διαχείρισης της κοινής γνώμης.
Πέραν όμως της οικονομικής διακύβευσης, υπάρχει και η γεωπολιτική. Η Γερμανία, ως ηγεμονεύουσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαδραματίζει έναν γεωπολιτικό ρόλο αλλά με όρους γεωοικονομίας και όχι γεωστρατηγικής. Η Γερμανία, αλλά και η Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν διαθέτει αξιόλογη στρατιωτική ισχύ, συνεπώς οι γεωπολιτικοί της ελιγμοί εξαντλούνται στο οικονομικό πεδίο.
Το σύνθετο γεωπολιτικό παιχνίδι το παίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες με αρκετή επιτυχία και έχουν τραβήξει στις κινήσεις τους και την Ευρώπη.
Η Γερμανία και η Ευρωπαϊκή Ένωση επιθυμούν καλές σχέσεις με τη Ρωσία, χωρίς όμως η Μόσχα να αναμιγνύεται στον οιονεί δικό τους χώρο, όπως π.χ. στα Βαλκάνια και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Αυτό είναι το κοινό συμφέρον που έχουν με τους Αμερικανούς στην πολιτική τους συμπεριφορά απέναντι στη Ρωσία.
Οι ΗΠΑ, όμως, έχουν πιο σύνθετα συμφέροντα και πολιτική απέναντι στη Ρωσία και την Κίνα. Η αμερικανική ευημερία εξαρτάται από την ισχύ της και η ισχύς της από την απόλυτη διεθνή πρωτοκαθεδρία της. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν βολεύονται στο σχήμα primus inter pares (πρώτες μεταξύ ίσων).
Αυτό προϋποθέτει ότι θα ελέγξουν τις κινεζικές –κυρίως– φιλοδοξίες, και ο έλεγχος αυτός διέρχεται από τη ρωσική περικύκλωση. Με αυτήν την περικύκλωση δημιουργούνται ανασχέσεις και στις δύο μεγάλες δυνάμεις.
Η Ρωσία είναι στριμωγμένη αυτήν τη στιγμή. Έχει τρεις πνεύμονες από τους οποίους ανασαίνει: Από τον Βορρά τις Βαλτικές χώρες, οι οποίες είναι πλέον μέλη του ΝΑΤΟ, από δυτικά μέσω της Ουκρανίας, με αφορμή την οποία δημιουργείται μια γραμμή ανάσχεσης στο σχήμα Βουλγαρία, Ρουμανία, Πολωνία, Ουκρανία και ίσως Λευκορωσία, και από τον Νότο μέσω των Στενών, δηλαδή της Τουρκίας.
Ο Ερντογάν έχει ενοχλήσει τις ΗΠΑ με την πολιτική του, και μάλλον ως πολιτική προσωπικότητα πρέπει να θεωρείται παρελθόν. Γι’ αυτό και αναζητά διεθνή στηρίγματα, ελπίζοντας πως μπορεί να τα βρει στη Γερμανία και την Ευρώπη. Δεν είναι τυχαίο που πριν από δύο μέρες η φιλοκυβερνητική εφημερίδα Sabah κυκλοφόρησε λίγο πολύ με τίτλο του τύπου «αφού η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει προβλήματα με την Ελλάδα, ας κάνει ανοίγματα προς την Τουρκία».
Υπήρχαν και υπάρχουν πολλοί και σημαντικοί λόγοι, οικονομικοί και γεωπολιτικοί, που οι Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και οι ευαίσθητες στις αλλαγές γερμανικές δυνάμεις δεν θα άφηναν την Ελλάδα αβοήθητη.
Ήδη ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος υποσχέθηκε άμεση αρωγή σε ανθρώπινο δυναμικό για να ενισχυθεί η διαπραγματευτική δύναμη της Ελλάδας. Ο ελληνικός λαός άρχισε να αισθάνεται ότι για πρώτη φορά, μετά από πολλά χρόνια, έχει κυβέρνηση, και ότι η πολιτική του «Yes men» από την εποχή Σημίτη μέχρι και Σαμαρά όχι μόνο δεν απέδιδε αλλά καθιστούσε τη χώρα προτεκτοράτο. Οι αδυναμίες, όμως, σε επίπεδο βαθιάς γνώσης των διαπραγματεύσεων και των οικονομικών δεδομένων, είναι μεγάλες στο υπόβαθρο του ελληνικού κράτους και αυτές τις αδυναμίες θέλει να καλύψει με τη βοήθεια που προσφέρει, προφανώς, όχι χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της ελληνικής κυβέρνησης, ο Μπαράκ Ομπάμα. Ίσως η συμμετοχή των Αμερικανών να είναι το πρόσχημα να αναζητηθεί σε τεχνοκρατικό επίπεδο ο κοινός τόπος μεταξύ Γερμανίας, ΗΠΑ και Ελλάδας. Ουσιαστικά, η νέα τρόικα.
Κάτι πρέπει να δώσει και η ελληνική κυβέρνηση σ’ αυτήν την αρωγή. Ελπίζουμε όχι μια νέα υποχώρηση στο Κυπριακό ή στα θέματα που απασχολούν την Ελλάδα με την Τουρκία. Αυτό θα φανεί από το αν καταφέρει να υλοποιήσει την απειλή του ο Τ. Ερντογάν, και αντί του «Μπαρμπαρός» εγκαταστήσει εξέδρα στην κυπριακή ΑΟΖ και αρχίσει τις εργασίες άντλησης πετρελαίου. Τότε δημιουργεί τετελεσμένο. Θα το επιτρέψει η διεθνής κοινότητα;
Ενδεχομένως η άφθαρτη, προς το παρόν, ελληνική πολιτική ηγεσία εκείνο που θα δώσει να είναι η κάθαρση της κόπρου του Αυγείου από το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Δεν έχει εμπλακεί, ακόμη, στις δολοπλοκίες της διαπλοκής, και έχει τη δυνατότητα να το κάνει. Όσο περνά ο χρόνος, η δυνατότητα αυτή θα μειώνεται. Η αλλαγή της ιθύνουσας τάξης στη χώρα είναι από τις ισχυρές επιθυμίες και της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Σε οποιαδήποτε προσπάθεια εκσυγχρονισμού διαπίστωσαν πως οι αντιστάσεις από τις δυνάμεις της διαπλοκής ήταν ισχυρές. Και θα μπορούσαν να συνεννοηθούν καλύτερα με μια εκσυγχρονισμένη Ελλάδα.
Ήδη, το πολιτικό δυναμικό αλλάζει ριζικά. Η κυβέρνηση έχει νέα και νεαρά πολιτικά πρόσωπα, και στην αντιπολίτευση γίνονται ανάλογες αναζητήσεις. Το πραγματικό τέλος της Μεταπολίτευσης ίσως συντελείται τώρα. Ελπίζουμε προς το καλύτερο.