Στις χθεσινές εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα που για πολλά χρόνια βρισκόταν κοντά στο 3%, με καταμετρημένο το 99,8% της Επικράτειας κατόρθωσε να κερδίσει το 36,34% και 149 έδρες, ένα ποσοστό που, δεδομένης της κατάστασης που επικρατεί στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, θεωρείται πολύ υψηλό.
Το πιο πιθανό είναι ο νέος πρωθυπουργός να επιδιώξει σχηματισμό κυβέρνησης με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, καθώς και την υποστήριξη ή ανοχή του ΚΚΕ και του Ποταμιού.
Αυτό σημαίνει ότι αν επιτευχθεί κάτι τέτοιο, η κυβέρνηση, εκτός από τη φρέσκια λαϊκή εντολή, θα έχει πίσω της και μια ευρεία συμμαχία δυνάμεων που θα της δώσει τη δυνατότητα να διαχειριστεί καλύτερα τα φλέγοντα ζητήματα της ελληνικής οικονομίας.
Το θέμα, όμως, είναι τι μπορεί να περιμένει η κυβέρνηση από την πολυδιαφημισμένη διαπραγμάτευση – όρος που αποτέλεσε ένα από τα ισχυρά προπαγανδιστικά χαρτιά του ΣΥΡΙΖΑ στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας και όχι μόνο.
Το θέμα του κουρέματος του ελληνικού χρέους φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο αν όχι αδύνατο να τεθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αφού αυτό απαγορεύεται από το καταστατικό του ΔΝΤ, ενώ και η ΕΚΤ διά στόματος του εκτελεστικού μέλους του ΔΣ της, Μπενουά Κερέ, δηλώνει ότι «Δεν είναι αρμοδιότητα της ΕΚΤ να αποφασίσει εάν η Ελλάδα έχει ανάγκη από ελάφρυνση του χρέους… Αλλά είναι απολύτως σαφές ότι δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε σε ελάφρυνση που θα περιλαμβάνει τα ελληνικά ομόλογα που κατέχει η ΕΚΤ». Η δήλωση αυτή έγινε μετά την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ.
Άρα, αυτό που μένει, είναι η πολιτική διαπραγμάτευση με τις χώρες μέλη της Ευρωζώνης, για να αποφασίσουν αυτές αν θέλουν να διαγράψουν μέρος των χρημάτων που δάνεισαν στην Ελλάδα.
Αν ληφθεί δε υπ’ όψιν ότι όλες οι χώρες της Ευρωζώνης έχουν και οι ίδιες χρέη και ότι σχεδόν οι μισές είναι φτωχότερες, με μικρότερο κατά κεφαλήν εισόδημα από την Ελλάδα, τότε πραγματικά φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο να εντοπίσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει το κούρεμα, το οποίο επίσης ήταν ένα από τα προεκλογικά προπαγανδιστικά ατού του ΣΥΡΙΖΑ.
Το θέμα του χρέους, όμως, είναι ένα στρατηγικού χαρακτήρα ζήτημα, το οποίο μπορεί να επηρεάζει την πορεία της χώρας και μια σειρά από κρίσιμους δείκτες και τομείς, όπως η ανάπτυξη, η ανεργία και η ίδια η εθνική ανεξαρτησία, αλλά παρ’ όλα αυτά θα μπορούσε να πει κανείς ότι μπορεί να… περιμένει.
Το καυτό ζήτημα είναι οι άμεσες οικονομικές υποχρεώσεις της χώρας, η ικανοποίηση των οποίων, με βάση τον προγραμματισμό και τις πρόνοιες των συμφωνιών που είχαν αποδεχτεί και υπογράψει οι προηγούμενες κυβερνήσεις, προϋποθέτουν τρόικα και μνημόνιο – δυο όροι που δαιμονοποιήθηκαν από ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ προεκλογικά.
Άρα, το άμεσο και καυτό πρόβλημα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση είναι η εξεύρεση λύσης στην εξεύρεση των πόρων που απαιτούνται για να μην οδηγηθούμε σε χρεοκοπία, χωρίς τις δυο προϋποθέσεις, δηλαδή τρόικα και μνημόνιο.
Με δεδομένο ότι τα λεγόμενα αντιμνημονιακά κόμματα, και κυρίως τα κόμματα της συγκυβέρνησης, στήριξαν όχι μόνο την προεκλογική τους εκστρατεία αλλά και την ύπαρξή τους στη δαιμονοποίηση της τρόικας και του μνημονίου, θα πρέπει να θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο να αποστούν των θέσεών τους, γιατί αν το κάνουν θα πρέπει να θεωρηθεί σχεδόν βέβαιο ότι θα έχουν να αντιμετωπίσουν την οργή των ψηφοφόρων τους.
Σε μια τέτοια περίπτωση, δε, μπορεί να συμπεράνουμε ότι το κύμα των προδομένων αντιμνημονιακών ψηφοφόρων δεν θα στραφεί προς το… Ποτάμι, αλλά προς το μόνο, πλην ΚΚΕ, κόμμα που δεν πρόδωσε (sic) τον αντιμνημονιακό αγώνα, που είναι η Χρυσή Αυγή.
Αυτές είναι ορισμένες σκέψεις που σχετίζονται με τα εσωτερικά μας.
Υπάρχει όμως και το ευρωπαϊκό πλαίσιο, του οποίου αποτελούμε μέρος. Εκεί, ανεξαρτήτως των κινήσεων της νέας ελληνικής κυβέρνησης, επικρατεί εδώ και καιρό προβληματισμός γενικώς για την κρίση χρέους της Ευρωζώνης και ειδικώς για το «πρόβλημα» που λέγεται Ελλάδα. Το γενικό αντιμετωπίστηκε εν μέρει με τις αποφάσεις που ανακοίνωσε προσφάτως ο Ντράγκι.
Όσον αφορά το ειδικό, ο προβληματισμός αναμένεται να ενταθεί, αφού η νέα κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη –λόγω των υποσχέσεων που έδωσε στους ψηφοφόρους– να ακολουθήσει σχετικά άκαμπτη γραμμή, που προοιωνίζεται κλυδωνισμούς στις δομές της ΕΕ, από τους οποίους μπορούμε να ελπίζουμε ότι είναι δυνατόν να γεννηθεί μια κάποια λύση στο «πρόβλημα» που λέγεται Ελλάδα.
Οψόμεθα…