Ο ΣΥΡΙΖΑ κατήγαγε περιφανή νίκη στις χθεσινές εκλογές, και οι αμέσως επόμενες ημέρες θα καταδείξουν κατά πόσο η εμμονή τής μέχρι τώρα κυβέρνησης –και κυρίως του διδύμου Σαμαρά-Βενιζέλου– στο γράμμα του μνημονίου αποτελούσε μια ιδεοληψία ή ήταν μια αναγκαστική και αξεπέραστη επιλογή.
Το θέμα δεν είναι να ικανοποιήσουμε τη γνωστική περιέργειά μας, αλλά από αυτό θα εξαρτηθεί αν η νέα κυβέρνηση (ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) θα συναντήσει από την άλλη πλευρά διάθεση για διάλογο ή ρήξη.
Στην πρώτη περίπτωση, της ευρωπαϊκής ανταπόκρισης για διάλογο στα αιτήματα που θέτει ο ΣΥΡΙΖΑ, θα έχει επιτευχθεί ήδη ένα πρώτο θετικό βήμα. Το χθες ανήκει στο παρελθόν και στην πολιτική μετρά το σήμερα. Όλοι οι Έλληνες εύχονται η κυβέρνηση που θα συγκροτηθεί να πετύχει στην προσπάθειά της. Γιατί ακόμη βρισκόμαστε στον πυρήνα της κρίσης και διακυβεύεται η ύπαρξή μας ως κοινωνίας, ως χώρας και ως κράτους. Δεν είναι υπερβολές όλα αυτά. Το γεγονός ότι «έφυγαν αυτοί» μπορεί να ικανοποίησε το θυμικό πολλών, δεν σημαίνει όμως ότι έλυσε αυτομάτως και τα προβλήματα της χώρας.
Ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις. Τα συγχαρητήρια μηνύματα των ξένων ηγετών για τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ δεν προδικάζουν και την εκ προοιμίου υποστήριξή τους προς την πολιτική της νέας ελληνικής κυβέρνησης. Είναι μια πράξη αβροφροσύνης που συνηθίζεται στις διεθνείς σχέσεις. Δεν σημαίνει όμως ότι δεν θα παρακολουθήσουν με ενδιαφέρουν το νέο ελληνικό πείραμα: την επαναδιαπραγμάτευση για ελάφρυνση του χρέους και των όρων του μνημονίου. Η Ελλάδα για άλλη μια φορά καθίσταται πειραματόζωο. Αν το πείραμα πάει καλά η ελληνική προσπάθεια θα βρει ανταπόκριση, αν όχι, εκείνη που θα υποστεί τις συνέπειες θα είναι η χώρα μας. Όλη η Ευρώπη παρακολουθεί τις εξελίξεις με ενδιαφέρον αλλά εκ του ασφαλούς.
Ποια είναι η διακύβευση; Να σταματήσει αυτή η εμμονή του διδύμου Μέρκελ-Σόιμπλε στην πολιτική της αυστηρής λιτότητας για το ξεπέρασμα της κρίσης.
Μπορεί να επιτευχθεί; Ναι, υπό προϋποθέσεις.
Καταρχάς, το ερώτημα είναι αν υπάρχουν σημαντικές δυνάμεις στο εσωτερικό της Γερμανίας που να αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι η πολιτική αυτή μεσοπρόθεσμα δεν συμφέρει ούτε στη Γερμανία. Η κ. Μέρκελ προχθές στο Νταβός αποκάλυψε τον κύριο λόγο αυτής της εμμονής της: η συσσώρευση πλεονασμάτων για την αντιμετώπιση του ασφαλιστικού προβλήματος της χώρας της, η οποία αντιμετωπίζει υπογεννητικότητα και γήρανση του πληθυσμού.
Αυτή όμως είναι πολιτική μιας καλής νοικοκυράς, όχι μιας ευρωπαίας ηγέτιδος που βρίσκεται στο τιμόνι της ατμομηχανής της ηπείρου. Προς το παρόν τέτοιες δυνάμεις στο εσωτερικό της Γερμανίας, σε επίπεδο δυνατότητας πίεσης για αλλαγή πολιτικής, δεν έχουν διαφανεί. Κάποιες νύξεις σημαντικών εντύπων έγιναν, κι αυτό μπορεί να σημαίνει ότι οι δυνάμεις κυοφορούνται. Αλλά από την κύηση ως την καταλυτική εμφάνισή τους θα χρειαστεί χρόνος.
Κάπως καλύτερα είναι τα πράγματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι χώρες που διέρχονται κρίση, αλλά και άλλες, που διαβλέπουν ότι η εμμονή στην σκληρή λιτότητα ακυρώνει τον ενιαίο οικονομικό ευρωπαϊκό χώρο, βλέπουν με μεγάλο ενδιαφέρον τη νέα ελληνική προσπάθεια. Θα βοηθήσουν σε επίπεδο συσχετισμού δυνάμεων ή θα αφήσουν την ελληνική κυβέρνηση να προσπαθήσει να βγάλει μόνη της τα κάστανα από τη φωτιά; Μιλάμε για πολιτικούς συσχετισμούς σε επίπεδο κυβερνητικής εξουσίας και όχι για κινήματα, στα οποία η ελληνική προσπάθεια θα βρει ανταπόκριση.
Θετικό στοιχείο στην προσπάθεια της νέας ελληνικής κυβέρνησης είναι και η πολιτική που ακολουθεί και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι, ο οποίος, προφανώς, υποστηρίζεται από σημαντική ομάδα τραπεζιτών και ευρωπαϊκού κεφαλαίου.
Καταλυτική όμως θα αποβεί η υποστήριξη των ΗΠΑ, αν υπάρξει. Οι Ηνωμένες Πολιτείες από την αρχή της κρίσης διαφώνησαν με την πολιτική λιτότητας που επέβαλε η Γερμανία και βοήθησαν τις ελληνικές κυβερνήσεις ακόμη και στο θέμα της παραμονής της χώρας στην Ευρωζώνη.
Τα αρνητικά που μπορώ να διαβλέψω αυτήν τη στιγμή είναι δύο: τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις απαιτούν πολύ καλή προετοιμασία, ευελιξία, διαμόρφωση συσχετισμών και σε βάθος γνώση του προβλήματος. Όλα αυτά αποτελούν παραμέτρους που δεν είναι συνηθισμένες στην ελληνική εξίσωση. Και δεύτερον, μέχρι ποίου σημείου οι προαναφερόμενες δυνάμεις είναι διατεθειμένες να βοηθήσουν πολιτικά, αλλά και σε επίπεδο προετοιμασίας; Θα δούμε τις επόμενες ημέρες.
Δύο ακόμη ζητήματα που έχουν σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ και θα ήθελα να σχολιάσω σήμερα: Στο πολυτασικό εσωτερικό του υπάρχουν ισχυρές αποδομητικές δυνάμεις. Το πρόβλημα εξισορροπείται εν μέρει εσωτερικά με την ύπαρξη αντίθετων, προς αυτές, τάσεων, αλλά σε κυβερνητικό επίπεδο με τη συμμετοχή των ΑΝΕΛ στη νέα κυβέρνηση. Και δεύτερον, στο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον υπολήπτονται τις κυβερνήσεις που έχουν ισχυρή λαϊκή εντολή, συμπαγή κομματική παρουσία και υποστήριξη ενός ευρέος φάσματος κοινοβουλευτικών δυνάμεων. Εδώ θα χρειαστεί άσκηση υψηλής πολιτικής από τον νέο πρωθυπουργό. Του ευχόμαστε να πετύχει.