Τον εαυτό της στη θέση του λυράρη έβαζε στα όνειρα που έπλαθε η παιδική φαντασία της, σε ηλικία μόλις οκτώ ετών. Η λύρα, οι ήχοι της, αλλά και αυτοί που «χάιδευαν» το όργανο με τα δάχτυλά τους ασκούσαν μια τεράστια επίδραση στην παιδική ψυχή της, η οποία γρήγορα μετατράπηκε σε θαυμασμό. Πήγαινε στην Γ΄ Δημοτικού όταν συνειδητοποίησε ότι λατρεύει το συγκεκριμένο μουσικό όργανο, και στην Δ΄ τάξη όταν άρχισε να ακούει ποντιακά τραγούδια. Σήμερα, στα 28 της χρόνια, η αυτοδίδακτη λυράρισσα εμφανίζεται δίπλα σε πολύ γνωστούς Πόντιους καλλιτέχνες.
Η λύρα την αντάμειψε για την αγάπη και το σεβασμό που από παιδί τής είχε δείξει.
Κανείς από τους γονείς της Παρθένας Ευθυμιάδου, από την Οινόη Καστοριάς (η καταγωγή της μαμάς της από τη Ματσούκα Τραπεζούντας και του μπαμπά της από την περιοχή Τσιουλάρ της Σαμψούντας), δεν έπαιζε κάποιο μουσικό όργανο.
Έναν προπάππο είχε επαγγελματία ζουρνατζή στον Πόντο, ενώ ερασιτεχνικά κεμεντζέ έπαιζαν ο πατέρας της μαμάς της και τα αδέλφια του, οι οποίοι ήταν και κατασκευαστές λύρας.
«Ο άντρας μιας θείας μου είχε μεγάλο ποντιακό κέντρο διασκέδασης και έπαιζε επαγγελματικά λύρα. Από αυτόν πήρα τα πρώτα μου ακούσματα, όταν ήμουν οκτώ χρονών. Σε αυτήν την ηλικία άρχισα να συνειδητοποιώ ότι μ’ αρέσει η λύρα. Στη συνέχεια, όποιους έβλεπα να παίζουν, τους θαύμαζα τρομερά. Άρχισα να ονειρεύομαι για τον εαυτό μου, με τη φαντασία μου τον έβαζα στη θέση του λυράρη», είπε στο pontosnews.gr η Παρθένα Ευθυμιάδου.
Γνώριζε από μικρή ποντιακά
Ζώντας στο ίδιο σπίτι με τον παππού και τη γιαγιά από την πλευρά του μπαμπά της, η Παρθένα έμαθε από μικρή να μιλάει πολύ καλά ποντιακά. Έτσι, καταλάβαινε πολύ καλά και τα ποντιακά τραγούδια. Ήταν Δ΄ Δημοτικού, όταν, όπως λέει, έπεσε στα χέρια της η πρώτη κασέτα με ποντιακά τραγούδια, η οποία ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την επιθυμία της να μάθει λύρα.
Στα έντεκα χρόνια της πήρε για πρώτη φορά λύρα στα χέρια της και άρχισε να την γρατζουνάει. Ήταν η στιγμή-ορόσημο που άλλαξε τη ζωή της.
«Με το που γυρνούσα από το σχολείο, άφηνα την τσάντα και έπαιρνα αμέσως τη λύρα. Αυτό συνέβαινε καθημερινά. Οι γονείς μου στην αρχή χαμογελούσαν και ο θείος μου μου έδειξε τα πρώτα βήματα στη λύρα, τις πρώτες δαχτυλιές. Το πρώτο τραγούδι που έμαθα να παίζω ήταν το “Εκάεν και το Τσάμπασιν”», λέει στο pontosnews.gr η Παρθένα Ευθυμιάδου.
Ωστόσο, για χρόνια δεν βελτιωνόταν στο παίξιμο της λύρας. Μπορεί να έπαιζε μέρα-νύχτα, όμως εκτελούσε μόνο το ίδιο τραγούδι. Η εκμάθηση της λύρας δεν προχώρησε για την Παρθένα ακόμη κι όταν στα 14 απέκτησε την πρώτη δική της λύρα, με την οποία, όπως λέει, κοιμόταν το βράδυ μαζί!
Εκείνο που προχώρησε, ωστόσο, ήταν το άκουσμα ολοένα και περισσότερων ποντιακών τραγουδιών. Όπως η ίδια λέει χαρακτηριστικά, τα άλλα κορίτσια της ηλικίας της τρελαίνονταν για τον Σάκη Ρουβά, ενώ αυτή άκουγε νυχθημερόν ποντιακά.
Στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου, και μετά από επιθυμία της μαμάς της, επειδή νοιάζονταν μόνο για τη λύρα και όχι για τα μαθήματά της, η Παρθένα παράτησε το μουσικό όργανο. «Από σεβασμό προς τη μητέρα μου την άκουσα. Έπρεπε να γίνω καλύτερη μαθήτρια. Έπρεπε να κάνω θυσίες για το μουσικό όργανο που λάτρευα. Μέχρι που τελείωσα το Λύκειο, ουσιαστικά δεν ασχολήθηκα καθόλου με τη λύρα αν και στο μυαλό μου είχα μόνον αυτήν», μας λέει η Π. Ευθυμιάδου.
Πρώτη στα μουχαπέτια
Μόλις τελείωσε το Λύκειο, η Παρθένα μπόρεσε να ασχοληθεί απερίσπαστα με αυτό που λάτρευε: την ποντιακή λύρα. Στο χωριό της, την Οινόη Καστοριάς, ένα καθαρά ποντιακό χωριό, ήταν πολύ συνηθισμένα τα μουχαπέτια στο καφενείο σχεδόν μέρα παρά μέρα. Σ’ αυτά η Παρθένα, 18-19 ετών κοπέλα, έδινε το ρυθμό του κεφιού παρέα με τους παππούδες.
Βλέποντας τους τελευταίους έπαιρνε διάφορα στοιχεία για το παίξιμο της λύρας, ενώ την ίδια περίοδο κάποια πράγματα παραπάνω της έδειξε και ο λυράρης θείος της. «Αυτό το έκανε για μικρό χρονικό διάστημα, διότι ο θείος μου είχε μεγαλώσει ηλικιακά και είχε κουραστεί. Εκτός, λοιπόν, από τα πολύ βασικά, όλα τα έμαθα μόνη μου. Από μόνη μου είχα φτάσει στο σημείο να ακούω ένα τραγούδι και να το εκτελώ στο όργανο – και μάλιστα χωρίς να γνωρίζω μουσική. Γι’ αυτό χρειάζεται μουσικό αυτί», λέει η Παρθένα Ευθυμιάδου.
Οι πρώτες της εμφανίσεις
Στα 20 ήταν έτοιμη να παίξει μπροστά σε κόσμο. Η πρώτη της εμφάνιση με ορχήστρα έγινε στον Καναδά, στο Τορόντο, όπου πήγε για διακοπές σε κάποιους συγγενείς της. Ο τοπικός ποντιακός σύλλογος διοργάνωσε μια βραδιά για κείνην και η Παρθένα σηκώθηκε κι έπαιξε δυο-τρεις σκοπούς. Την ίδια περίοδο έπαιξε σε γλέντι και στο Μόντρεαλ, ενώ όταν γύρισε στην Ελλάδα ξεκίνησε συνεργασία ως λυράρισσα με τον Ποντιακό Σύλλογο Μεσοποταμίας Καστοριάς, ένα χωριό γειτονικό και λίγο μεγαλύτερο από το δικό της.
Αυτή ήταν η είσοδός της στο χώρο του επαγγελματισμού. Από τότε πήρε μέρος ως λυράρισσα σε πολλές εκδηλώσεις και συνεργάστηκε με πολλούς γνωστούς Πόντιους καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων ο Στάθης Νικολαΐδης –με τον οποίο θα συνεργαστεί και φέτος–, ο Γιάννης Κουρτίδης, ο Μπάμπης Ιορδανίδης και ο Κώστας Θεοδοσιάδης. Παράλληλα, έχει παίξει λύρα σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές της Θεσσαλονίκης.
«Είναι πολύ λίγοι σε ολόκληρη την Ελλάδα αυτοί που ζουν κερδίζοντας χρήματα από τη λύρα. Εγώ αναγκάζομαι να κάνω και άλλες δουλειές, αφού τα χρήματα που βγάζω από τις ετήσιες εκδηλώσεις ως λυράρισσα δεν επαρκούν. Ίσως αν έμενα σε μια μεγαλύτερη πόλη να υπήρχαν περισσότερες ευκαιρίες και να είχα άλλη εξέλιξη», λέει η Παρθένα Ευθυμιάδου, αναφέροντας και το όνειρό της, που είναι να κάνει ένα δικό της CD ή να συμμετάσχει σε CD κάποιου γνωστού καλλιτέχνη. «Αν και γνωρίζω πολλούς Πόντιους καλλιτέχνες, δεν επιδίωξα ως τώρα κάτι τέτοιο. Είμαι λίγο διστακτική, διότι δεν μου αρέσει η γρήγορη άνοδος», συμπληρώνει.
Στον Καναδά η αποθέωση
Όταν η Παρθένα Ευθυμιάδου βρίσκονταν στον Καναδά το 2007, σε ηλικία 21 ετών, την άκουσε να παίζει λύρα ένας πολύ γνωστός στη χώρα Έλληνας (και μάλιστα Καστοριανός) κιθαρίστας, το ρεπερτόριο του οποίου περιλάμβανε τραγούδια λάτιν και τζαζ και είχε δική του μεγάλη ορχήστρα.
«Έπαθε σοκ όταν είδε μια γυναίκα να παίζει λύρα. Μας είχε συστήσει μια θεία μου, με την οποία γνωρίζονταν, και μου πρότεινε να παίξω λύρα σε δική του συναυλία, πάνω σε δική του μουσική. Η συναυλία θα γίνονταν σε περίπου δύο μήνες, σε μια από τις μεγαλύτερες αίθουσες του Καναδά, όπου είχαν τραγουδήσει η Σελίν Ντιόν, η Μαράια Κάρεϊ, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Λουτσιάνο Παβαρότι και πολλοί άλλοι πασίγνωστοι καλλιτέχνες.
»Μετά από πέντε λεπτά χαλάρωσα κι ένιωσα σαν να ήμουν σπίτι μου. Δεν θα ξεχάσω το χειροκρότημα του κόσμου, ιδίως όταν κλείσαμε τη συναυλία με πυρρίχιο, ο οποίος παίχτηκε από όλα τα όργανα της ορχήστρας. Επίσης θυμάμαι ότι δώσαμε αυτόγραφα σε ανθρώπους διαφόρων εθνικοτήτων, οι οποίοι έρχονταν να δουν το παράξενο αυτό μουσικό όργανο, τη λύρα».
Αντίστοιχη ταραχή, που μετατράπηκε σε χαλάρωση και αποθέωση, ένιωσε η Παρθένα όταν λίγο καιρό μετά τον Καναδά, σε κάποια συναυλία του Στάθη Νικολαΐδη –με τον οποίο γνωρίζονταν οικογενειακά– την σήκωσε ο τελευταίος να παίξει κάποια τραγούδια με τη λύρα της. «Ήθελα να κρυφτώ κάτω από το τραπέζι από την ντροπή μου, αλλά τελικά σηκώθηκα. Ο Στάθης Νικολαΐδης με αγκάλιασε και με βοήθησε πολύ να χαλαρώσω. Η φωνή του ήταν μία από τις αιτίες που με έκαναν να αγαπήσω την ποντιακή μουσική», λέει η Π. Ευθυμιάδου.
Η δεύτερη μεγάλη αγάπη της, ο ΠΑΟΚ
Παρορμητικός χαρακτήρας η Παρθένα Ευθυμιάδου, στο τέλος της συνάντησής μας έφερε την κουβέντα στη δεύτερη μεγάλη αγάπη της, τον ΠΑΟΚ.
Όπως ανέφερε, επέλεξε να είναι ΠΑΟΚ διότι η ομάδα εκφράζει την προσφυγιά στη Βόρεια Ελλάδα. Μάλιστα, για την ομάδα της δεν φείδεται κόπου και χρημάτων, αφού αγοράζει κάθε χρόνο εισιτήριο διαρκείας και πολύ συχνά πηγαίνει από την Καστοριά στη Θεσσαλονίκη για να πάρει τη θέση της στην Τούμπα, το γήπεδο της ομάδας της.
«Ο ΠΑΟΚ βρίσκεται μέσα στο αίμα μου. Όπως αγαπάω τη λύρα και το χωριό μου, έτσι αγαπάω και τον ΠΑΟΚ. Μικρή ήμουν ΑΕΚ, επηρεασμένη από τον μπαμπά μου, όμως μεγαλώνοντας έγινα ΠΑΟΚ επειδή είμαι από τη Μακεδονία, αλλά και εξαιτίας των αδικιών που γίνονταν στην ομάδα από το κατεστημένο του ελληνικού ποδοσφαίρου», καταλήγει η Παρθένα Ευθυμιάδου.
Ρωμανός Κοντογιαννίδης